Είχαν αργήσει πολύ μέχρι ν’ αποφασίσουν προορισμό για το ταξίδι τους γι’ αυτό καθυστέρησαν οι προετοιμασίες και ο προγραμματισμός του. Για να κερδίσουν λίγο από τον χαμένο χρόνο εστίασαν σε γνωστό προορισμό και αγνόησαν τους έκτακτους παράγοντες. Παράβλεψαν πως πάνω απ’ όλα σημασία είχε το ταξίδι γι’ αυτό και αμέλησαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να το χαρούν. Όπως είχαν κάνει και την πρώτη φορά. Δεκέμβρης ήταν και τότε, παραμονές Χριστουγέννων. Ευτυχώς που ήταν μαζί τους ο Τσε. «Μακριά από το σπίτι σου δεν νιώθεις τις γιορτές» τους είχε προειδοποιήσει. Γιος μεταναστών ήταν. Όταν στις διακοπές πήγαινε να δει τους δικούς του στη Γερμανία σκιζόταν η καρδιά του από νοσταλγία για τη χώρα του. Δεν προλάβαινε να πατήσει το πόδι του στο ξένο χώμα κι έκανε σχέδια για την επιστροφή.
Ο Τσε επέμενε και τώρα πως οι μέρες των Χριστουγέννων στη Γερμανία ήταν παγωμένα χαρούμενες, αλλά και πάλι δεν του έδωσαν σημασία. Τέλος πάντων. Ετούτα τα Χριστούγεννα στο Βερολίνο έπρεπε να είναι τα καλύτερα. Μετά θα επισκέπτονταν τη Βαρσοβία. Είχαν αποφασίσει αυτούς τους δύο προορισμούς γιατί διέθεταν τις προοπτικές και τις δυνατότητες της επιτυχίας. Άλλωστε δεν ήταν η εποχή που μπορούσαν ν’ ανοίγουν καινούργιες γνωριμίες και το κυριότερο, δεν είχαν την ευχέρεια αλλά και το κουράγιο να ταλαιπωρούνται για νέες ανακαλύψεις. Όμως, το ατού του προορισμού ήταν ο Τσε. Αυτός θα ήταν και πάλι ο ξεναγός τους όπως σ’ εκείνο το πρώτο ταξίδι.
Ο Τσε μεγάλωσε σε χωριό με τους γονείς της μάνας του. Κάθε Χριστούγεννα τον έστελναν με το αεροπλάνο στα φράγκικα μέρη, πεσκέσι ασυνόδευτο. Οι γιορτές δεν είχαν καμία σημασία για εκείνον. Τους γονείς του πήγαινε να δει, αυτούς είχε ανάγκη. Τότε δεν ήταν σε θέσει να εκτιμήσει την εύνοια αυτής της εκδοχής. Μετά το σχολείο πήγε στη Γερμανία για σπουδές κι έμεινε κάμποσα χρόνια μέχρι να πάρει το πτυχίο του. Ήταν αρκετά για να αποκτήσει και την υπηκοότητα και τη νοοτροπία της. Τα καλοκαίρια κάποιοι φίλοι του ρομαντικοί τον κατηγορούσαν πως είχε αλλοτριωθεί. Τους απέρριψε ορθολογιστικά. Όλους! Και το κράτησε, μέχρι που αγανάκτησε και γύρισε πίσω. Από τότε έζησε μοιρασμένος στα δύο.
Εκείνα τα χρόνια τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά στην Ελλάδα ήταν ισχνά σαν ίσκιος, θαμπά σαν αχλή αλλά είχαν μια ζεστασιά όπως το χνώτο που θολώνει το τζάμι. Τα γλυκά έπρεπε να περιμένουν σκεπασμένα στο τραπέζι τη μέρα της γιορτής. Το βράδυ της παραμονής δεν γιόρταζαν, δεν είχε ακόμα γεννηθεί ο Χριστός. Ανήμερα της γιορτής ξυπνούσαν χαράματα για να πάνε στην εκκλησία. Η παραβίαση της παράδοσης ήταν παρασπονδία· το μάτι του Θεού παρακολουθούσε τις πράξεις τους. Άλλα χρόνια τότε, άλλες συνήθειες, άλλες ταχτικές.
Μετά ήρθε η αντίδραση, τα χρόνια της οικονομικής άνεσης και της πρώτης ελευθερίας. Οι παραμονές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς γέμισαν ρεβεγιόν και τα ρεβεγιόν πλημμύριζαν από τράπουλες, ποτό, καπνούς και ξενύχτι. Φράγκικα όλα, ακόμα και ο στολισμός στα σπιτικά, που είχαν στήσει για να σκεπάσουν τα κεφάλια τους με το όνειρο, που βάφτισαν κεραμίδι. Το έλεγε η μάνα τους δείχνοντας το φόβο της γι’ αυτά που θα ξεχνούσαν. Δεν είχε άδικο. Χρόνο με το χρόνο σταμάτησαν τα χαρούμενα οικογενειακά τραπέζια και οι γιορτές μεταφέρθηκαν στις ταβέρνες και στις σάλες των ξενοδοχείων. Σώπασαν και τα κάλαντα. Για τον φόβο των κλεφτών, είπαν στα παιδιά. Ούτε οι σκουπιδιάρηδες δεν πήγαιναν στα σπίτια για να πουν τα «Χρόνια πολλά» ούτε οι οργανοπαίχτες. Μέχρι και όνομα άλλαξαν στον Άγιο και τον έκαναν Σάντα Κλάους. Έδιναν στα γουρουνάκια υποκριτική ασυλία και έπνιγαν γαλοπούλες. Αυτοί, που όλο το χρόνο δεν τις έβαζαν στο στόμα τους, τα Χριστούγεννα τις στόλιζαν καρφώνοντας γαρυφαλλάκια στο δέρμα τους και τις ξερόψηναν με τη γέμιση. Στη συνέχεια έμαθαν να φτιάχνουν πανετόνε και πουτίγκες ρυζιού και ξέχασαν τις τσιγαρίθρες και τα παστά.
Αλλάζοντας νοοτροπία και συνήθειες, άρχισαν τα ταξίδια σε χειμερινά τουριστικά θέρετρα. Τέτοιες μέρες έσπρωχναν οι τράπεζες τα εορτοδάνεια και οι παρέες έφταναν μέχρι το Ροβανιέμι. Δεν ήταν σαν τα δικά τους Χριστούγεννα εκεί, ήταν όμως ένα παραμύθι δελεαστικό, παρότι παγωμένο. Πλατιά χαμόγελα, προβολείς λεντ, φωτορυθμικά και συγκρατημένα συναισθήματα. Και ύστερα; Ύστερα, τα τραπουλόχαρτα που είχαν στήσει άρχισαν να καταρρέουν. Ο εχθρός κύκλωσε τη ζωή σαν μαύρο σύννεφο. Οι αρμόδιοι έβγαλαν απαγορευτικό διάγγελμα και τα τύλιξαν όλα μέσα στην παρανομία. Απαγορεύτηκαν οι έξοδοι, τα πανηγύρια, οι εκκλησιασμοί, τα κάλαντα, οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γιορτές, οι χαρές, οι ευχές, οι αγκαλιές, ο αέρας, η ανάσα, το γέλιο, η ελπίδα. Κανένα ενδιαφέρον για τις γιορτές. Τις είπαν θλιβερές, ψυχοφθόρες, απάνθρωπες, βασανιστικές, μεγάλη ταλαιπωρία για τα γενέθλια ενός υπερμαθουσάλα που δεν τους ενδιέφερε. Φυσικά απαγορεύτηκαν και τα ταξίδια. Για το κοινό καλό, τους είπαν και στόλισαν υποκριτικά με κακόγουστα λαμπιόνια τους δρόμους, τις πλατείες και τα πάρκα. Άφησαν στο ημίφως τους άνεργους, τους μοναχικούς, τους άστεγους, τους πρόσφυγες, τους ανήμπορους γέρους, τους γιατρούς, τους νοσηλευτές, όσους πάλευαν με το θάνατο.
Όταν έδειξαν τους ανυπότακτους με το δάχτυλο εκείνοι υπάκουσαν και κλειδώθηκαν στα σπίτια τους, ο καθένας μόνος με τις σκέψεις που ήθελε να ξεφορτωθεί για να μη γίνει παραβάτης. Έκλεισαν οι τηλεοράσεις που μάτωναν τις καρδιές, σώπασαν τα γέλια και τα τραγούδια. Η ζωή δεν είχε πλέον ενδιαφέρον, δεν ήταν επιλογή η απομόνωση, ήταν επιβολή. Όταν το αντιλήφθηκαν ένιωσαν την ανάγκη να γιορτάσουν όσα απέρριπταν μέχρι τότε. Ίσως, όχι όλοι· κάποιοι, που είχαν συνηθίσει τις μοναξιές τους, διαφωνούσαν ακόμα για να αισθάνονται δυνατοί. Όμως, ήταν θέμα χρόνου να αναθεωρήσουν και αυτοί. Είχαν εκπαιδευτεί να σκέφτονται ορθολογιστικά. Γι’ αυτό είχαν αποδεχτεί και την επιβολή της υποταγής.
Από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε πως εκείνες τις μέρες πέθανε και ο Τσε. Έπαθε ανακοπή, είπαν, στο αεροδρόμιο του Βερολίνου. Κανένας δεν ήξερε τι ήθελε εκεί παραμονή Χριστουγέννων. Το χιόνι τον είχε σκεπάσει όταν τον βρήκαν. Δεν είχε πάνω του εισιτήριο· μια παλιά φωτογραφική μηχανή Leica και ένας μαύρος μπερές ήταν πεσμένα δίπλα του. Όλοι τον θυμόντουσαν να τραβάει φωτογραφίες μέσα στο χιόνι με αυτή τη μηχανή, φορώντας στραβά τον μαύρο του μπερέ κι έχοντας καλυμμένα πάντα τη μύτη και το στόμα του με ένα μακρύ μάλλινο κασκόλ, μαύρο και αυτό. Έκλαψαν για το χαμό του. Δεν θ’ άκουγαν ξανά τις ταξιδιωτικές ανταποκρίσεις του από την Ευρώπη. Κοίτα να δεις τώρα κάτι περίεργα πράγματα: μετά από τόσα χρόνια, κανένας δεν θυμόταν αν εκείνη τη χριστουγεννιάτικη Παραμονή των νεανικών τους χρόνων την είχαν γιορτάσει στη Βαρσοβία ή στο Βερολίνο. Ο διπλός αφορισμός είχε κατακαθίσει στο μυαλό τους σαν να ήταν ένας. Αν και δεν είχε πια σημασία. Έτσι κι αλλιώς, κανένας δεν θα ξαναπάταγε σ’ αυτά τα δύο μέρη. Και φυσικά δεν θα μάθαιναν ποτέ αν τελικά ο Τσε είχε αναθεωρήσει τις απόψεις του για τη Γερμανία.
Δεν τους επέτρεψαν να τον αποχαιρετήσουν. Ούτε μπόρεσαν εκείνη τη χρονιά της υποταγής ν’ αγκαλιάσουν τους αγαπημένους τους και να τους ευχηθούν «Καλά Χριστούγεννα».
Κατερίνα Παναγιωτοπούλου