Παρασκευή μπήκε στο χειρουργείο με το πόδι της σακατεμένο σε δύο μεριές. Δεκάξι Παρασκευές θα μέτραγε μέχρι να βγάλει το γύψο· τότε δεν το ήξερε, θα το μάθαινε αργά από βδομάδα σε βδομάδα. Στο δωμάτιο κανένας δικός της. Έφτανε μία αποκλειστική νοσοκόμα, τη δικαιολογούσε άλλωστε η ιδιωτική ασφάλεια. Πριν την επέμβαση έτρεμε. Όχι από τον φόβο τού αιώνιου ύπνου αλλά μην τυχόν και ξυπνήσει πριν την ώρα της. Ο γιατρός είπε πως η προνάρκωση ανέβαζε την αδρεναλίνη κι έφερνε ανατριχίλα και ταραχή. Όσο για τις μετεγχειρητικές οδηγίες, της εξήγησε τα καθέκαστα όταν συνήρθε: Το πόδι της δεν έπρεπε ούτε να χαϊδέψει τη γη. Τελεία και παύλα.
Ήταν επιλογή της να κοιμάται στ’ αντίξοα. Ξάπλωνε στο κρεβάτι, έχωνε το κεφάλι στα σκεπάσματα κι έσφιγγε τα βλέφαρα μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Το ίδιο έκανε κι όταν ταξίδευε με το τραίνο. Έβρισκε την πιο βολική θέση κι έκλεινε τα μάτια για να μην αποτυπώνονται στο μυαλό της οι αλλοιωμένες εικόνες που πρόβαλε η ταχύτητα στο παράθυρο. Το συνεχές κούνημα την έπαιρνε σιγά-σιγά μαζί του σ’ ένα ταξίδι προς τα πίσω.
Στο σπίτι, ο πόνος που συνεχιζόταν δεν την άφησε να ξεσφίξει τα μάτια της σύντομα· ήθελε να την ταλαιπωρεί με την ησυχία του. Όταν είπε να μετρήσει τις αποστάσεις είδε μπροστά της την έβδομη Παρασκευή να σέρνει τον χρόνο. Δεν περίμενε βοήθεια· φίλους δεν είχε πια και οι συγγενείς της είχαν άλλες προτεραιότητες. Χρόνια τώρα κατάπινε την ανάγκη της ν’ ακούσει ένα «Πήρα να δω τι κάνεις». Παλιά, οι γείτονες στην πρώτη απουσία κτυπούσαν την πόρτα της. Απλά πράγματα, ανθρώπινα. Με την επέκταση του τηλεφωνικού δικτύου αραίωσαν οι επισκέψεις. Όταν μάλιστα επικράτησαν τα κινητά και τα δίκτυα μεταφοράς δεδομένων οι ευχές και τα «Χρόνια πολλά» ανέβαιναν από τον πρώτο όροφο στον τέταρτο μέσω οπτικών ινών και δορυφόρων. Με τον καιρό, ξέφτισε κι αυτό κι έμειναν μόνο οι δικαιολογίες. Κι όταν συναντούσε κάποιους τυχαία στο δρόμο πέταγαν ένα βιαστικό «θα τα πούμε» και την ξεχνούσαν. Όμως τους δικαιολογούσε πως είχαν κι αυτοί τις δουλειές τους. Σαν να ήταν ήρωες μιας ιστορίας που είχε γράψει η ίδια και ήξερε από πριν το τέλος της.
Σχημάτισε ένα νούμερο κι ετοιμάστηκε να πει το «Πήρα να δω τι κάνεις», αλλά η τηλεφωνική εταιρία την πληροφόρησε πως ο αποδέκτης θα ειδοποιηθεί με μήνυμα για την κλήση της. Χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα, έσφιξε τα μάτια και περίμενε. Η φωνή του Σαββόπουλου από το διπλανό διαμέρισμα πέρασε τον τοίχο και γέμισε το δωμάτιο:
«… τα κορίτσια τα καημένα κι ούτε λέξη πια γι’ αυτά…».
Κατερίνα Παναγιωτοπούλου