ΑΝΤΙ-ΛΟΓΙΕΣ ✽ Και οι μάσκες πεθαίνουν

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

 

 

 

Οι μάσκες πεθαίνουν στα πεζοδρόμια. Στο κράσπεδο, μπροστά στην πόρτα του οδηγού, λίγο πριν γυρίσει τον διακόπτη της μηχανής. Ενίοτε αυτοκτονούν και στη μέση του δρόμου, παρότι κανένας δεν αποδέχεται τέτοιες αυτοκτονίες. Αν τις ρωτήσεις θα σου πουν ότι ντρέπονται, που δείχνουν ξεδιάντροπα τα σωθικά τους. Μάζεψα τέσσερις προχθές, όλες τα ίδια παράπονα έκαναν. Οι μάσκες μόνο ν’ αναρωτιούνται μπορούν και να δείχνουν πόσο υποφέρουν. Γιατί είναι ευαίσθητες και στεναχωριούνται όταν δεν έχουν έναν αξιοπρεπή θάνατο.

Οι μάσκες είναι μοναχικές από άποψη. Δεν αγκαλιάζονται μεταξύ τους ούτε δίνουν τα χέρια για καλωσόρισμα ή αποχαιρετισμό. Μόνο γραπώνονται στα πρόσωπα. Από φόβο; Από απελπισία; Άσχετα από πού προέρχεται το αγωνιώδες σφίξιμό τους, μερικές φορές κόβει την ανάσα. Περίεργο φαίνεται αυτό γιατί οι μάσκες δεν αντέχουν την ένταση. Δεν τσακώνονται ποτέ. Πνίγονται από την αγριεμένη εκπνοή και σε σφίγγουν. Όμως δεν αναμετριούνται μαζί σου. Δεν αγωνίζονται. Καταθέτουν γρήγορα τα όπλα και υποχωρούν. Και αν προλάβεις να τους επιτεθείς διαλύονται «εις τα εξ ων συνετέθησαν».

#

Όταν έκλεινα τα μάτια, άκουγα να περνάει ρυθμικά στο αίμα μου ένα καυτό υγρό, σαν νερό από βραστήρα, λες και καθόριζε τις δόσεις του μια βαλβίδα. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Με είχαν δεμένη πάνω σε μια τάβλα, που μου τρύπαγε τα κρέατα. Δεν θα φύγεις μου είπαν. Έμεινα χωρίς να κουνήσω βλέφαρο. Ούτε ανάσα, που να μην ήταν αναγκαία, δεν βγήκε από μέσα μου. Τόση αυτοκυριαρχία. Να κρατήσω δυνάμεις γι’ αργότερα ήθελα. Για πότε; Δεν ήξερα. Ερχόταν καλοκαίρι, άκουσα να λένε. Δεν περίμενα και κάτι καλύτερο γι’ αυτή τη χρονιά. Πριν βρεθώ στη θέση που ήμουν δεν είχα σκεφτεί καν τις διακοπές. Δεν υπήρχε λόγος. Από τότε που διώξαμε τους βαρβάρους είχαμε αρκετό χρόνο να γίνουμε εμείς οι ίδιοι βάρβαροι, είπε κάποιος πάνω από το κεφάλι μου. Και γίναμε, συνέχισε. Οι δύο τελευταίες λέξεις του κόλλησαν στη σκέψη μου. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που το μυαλό μαζεύει ό,τι αιωρείται. Τότε άκουσα κάποιες ασύνδετες πληροφορίες και για τις μάσκες. Μετά χάθηκα. 

Κάποια χαράματα ξύπνησα από τον δικό μου θάνατο με έναν πόνο στο στήθος. Έξω στο δρόμο το απορριμματοφόρο κατάπινε τα σκουπίδια του εικοσιτετράωρου. Ζω, σκέφτηκα, δεν μπορεί να υπάρχουν σκουπιδιάρες στον άλλο κόσμο. Πνιγόμουν. Το σώμα μου ήταν διάτρητο από σωληνάκια. Μικρά, μεγάλα, διαφανή, πολύχρωμα, τα περισσότερα κατέληγαν στον λαιμό μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω από πού προέρχονταν. Ούτε να δω μπορούσα. Όλα γύρω μου ήταν θαμπά, ασαφή. Έφταιγε και η μάσκα τού οξυγόνου, που ήταν σφηνωμένη στο πρόσωπό μου. Το σώμα μου, σημαδεμένο από μια ακινησία, μύριζε θανατικό. Τα πρόσωπα, των ανθρώπων που με πλησίαζαν, συγκεχυμένα. Δεν μου απευθύνονταν κι εγώ όσο και αν προσπαθούσα δεν μπορούσα να βγάλω φθόγγο. Ούτε να σκεφτώ μπορούσα.

#

Όταν συνήλθα, ρώτησα πότε θα δω τους δικούς μου. Ούτε και τότε μου απάντησαν. Κατάλαβα πως δεν ήθελαν να δεσμευτούν. Έπνιξα τ’ αναφιλητά μου για να μην δω το δάκτυλο κάθετα στο στόμα, να μην ακούσω το παρατεταμένο σσσ. Έμεινα ώρες αμίλητη. Μπορεί να ήταν μέρες ή και μήνες. Ο χρόνος σ’ αυτή την κατάσταση δεν είναι συγκεκριμένος. Η απόσταση από τους ανθρώπων με ανάγκασε να κουβεντιάζω με τις μάσκες. Ναι, αυτό ξέχασα να το γράψω: μόλις ξεμπέρδεψα με τη μάσκα του οξυγόνου, έπρεπε να φοράω τη χειρουργική και να την αλλάζω όταν νότιζε. Τότε άρχισα να μιλάω μαζί τους. Ήταν οι μόνες που χάιδευαν το πρόσωπό μου. Όταν τις πέταγα στο καλάθι ένοιωθα σαν να αποχωρίζομαι ένα κομμάτι μου. Πριν τις αποχαιρετίσω, έπιανα κουβέντα μαζί τους, μάθαινα τις ιστορίες τους και κυρίως πώς να παίζω χρησιμοποιώντας την αναπνοή μου. Μία βαθειά εισπνοή και τα χείλη μου κόλλαγαν ξεραμένα πάνω στις πτυχές τους. Δύο ή και τρεις εκπνοές μέχρι να περάσει το διοξείδιο έξω από το πλαστικό τους κάλυμμα. Μέχρι να μουσκέψουν από το χνότο και τα δάκρυα.

Επέστρεψα σε ένα σπίτι γνώριμο που μύριζε ξένο. Πόσον καιρό έλειπα, τόλμησα να ρωτήσω. «Μην τα σκέφτεσαι» απάντησαν οι μάσκες, η μόνη μου συντροφιά. Οι μάσκες μού μοιάζουν, είναι μοναχικές. Δεν αγκαλιάζονται, ούτε δίνουν τα χέρια για ν’ αποχαιρετίσουν. Μόνο γραπώνονται πάνω σου, από φόβο μήπως δεν έχουν έναν αξιοπρεπή θάνατο.

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου