Αντι-λογίες | Εγκώ Γκιατρό

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

 

Στο τρόλεϊ συνωστισμός. Από την τελευταία στάση κατάφεραν να μπουν μόνο δύο, ο ένας Μαυριδερός.
«Για χάρη σου έμειναν οι δικοί μας απ’ έξω. Να πας στη χώρα σου» είπε ένας Ιθαγενής.
«Να πας» επανέλαβαν κάνα δυο ακόμα.
Ο Μαυριδερός δεν μίλησε μόνο ακούμπησε το βλέμμα στα παπούτσια του. Κάποιοι Ιθαγενείς γύρισαν το κεφάλι τους, με αποστροφή, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο ήλιος έκαιγε τα χρώματα της οροφής τού τρόλεϊ κι έμπαζε τη μυρουδιά τους από το παράθυρο. Παράταιρος καύσωνας για τέτοια εποχή. Σήκωσε ο Μαυριδερός το βλέμμα του κι έψαξε έξω από το τζάμι για γνώριμες εικόνες. Ωραία ετούτη η χώρα, ωραίο και το όνειρο, όμως είχε αρχίσει να ξυπνάει. Δεν ήθελε αλλά γύρω του γινόταν τόσος θόρυβος.
«Να πας στη χώρα σου» ακούστηκε μια χορωδία ομογενών Ιθαγενών.  
Ήθελε να πει «δεν έχω» αλλά δεν μίλησε· δεν είχε σκοπό ν’ απολογηθεί ούτε να τους προσβάλει άθελά του ήθελε. Αν ήξερε καλύτερα τη γλώσσα μπορεί και να απαντούσε, όμως ήταν πολύ δύσκολη για να τη μάθει σ’ ένα μήνα. Αγάπησε αυτή τη χώρα πριν τη γνωρίσει, μέσα από την ιστορία της. Φοιτητής είχε επιλέξει τη Φιλοσοφία της σκέψης σαν προαιρετικό μάθημα στο Πανεπιστήμιο της δικής του χώρας. Πριν τον πόλεμο δεν υπήρχε λόγος ν’ αφήσει τον τόπο του, ήταν τακτοποιημένος. Δούλευε στο μεγαλύτερο νοσοκομείο της χώρας, με καλό μισθό. Η ζωή του είχε βρει το δρόμο της δίπλα σε μία εξαιρετική γυναίκα και δυο όμορφα παιδιά. Μπορεί να μην ήταν χριστιανός, ήταν όμως ευρωπαϊστής. Αν δεν ερχόταν η καταστροφή τού πολέμου δεν θα έφευγε από τη χώρα του παρά μόνο για αναψυχή ή για κάποιο επιμορφωτικό σεμινάριο.  
Η ματιά του ξέφυγε από το παράθυρο και πήδησε στο δρόμο. Μία γυναίκα με δύο παιδιά διέσχιζαν το φανάρι. Του φάνηκε σαν να έβλεπε τη γυναίκα του με τα παιδιά του. Που να ήταν τώρα; Που πάνε οι άνθρωποι όταν σκοτώνονται στον πόλεμο; Ακόμα δεν είχε καταλάβει. Τόσους είχε σώσει στα χαλάσματα κι ακόμα τόσους δεν τους πρόλαβε. Λες και ήθελαν να φύγουν σώνει και καλά, παίρνοντας μαζί τους και την οικογένειά του.   
            Κάποιοι φώναζαν από τα πίσω καθίσματα. Κάτι συνέβαινε, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από το παράθυρο.
«Έναν γιατρό. Υπάρχει ένας γιατρός εδώ μέσα;», φώναξε μια γυναίκα με τσιριχτή απελπισία. Συνήλθε απότομα. Ο Ιθαγενής, που λίγο πριν τον έδιωχνε, είχε κυλίσει λιπόθυμος στο πάτωμα.
«Εγκώ γκιατρό» είπε· δύο λέξεις που γνώριζε καλά τη σημασία τους.
Στο απέναντι πεζοδρόμιο τα δυο παιδιά, με σηκωμένα τα χέρια τους όσο πιο ψηλά μπορούσαν, χαιρετούσαν το τρόλεϊ που μόλις ξεκινούσε.  

 

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου