«…Τα τανκς περνούν, το χιόνι μένει…»
Το Τυφλό Άλογο από τις εκδόσεις Σμίλη είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Αλέξανδρου Κορδά. Ο Αλέξανδρος με την έκδοση αυτή που αριθμεί δεκαοχτώ μόλις ποιητικά έργα, συμπεριλαμβάνει συν τοις άλλοις αναφορές άμεσες και έμμεσες σε προσωπικότητες ιστορικές, επιστημονικές και μυθικές συνδυασμένες τις πιο πολλές φορές με μια θρησκευτική ατμόσφαιρα και μια φιλοσοφική εμβάθυνση εννοιών όπως ο «Λακάν» και ο «Μαρξ» στις σελίδες 18-19 του ποιήματος «Η ανάδοχη Πατρότητα του Δόκτορος Λακάν», ο «Σεφέρης» σελ. 17 του ποιήματος «Angelus Novus» καθώς και η αναφορά στην «Έρημη Χώρα» του στο ποίημα «Ο Τσαρλατάνος» σελ. 22.
Γενικά η μυθολογία και η επιστήμη έχουν έντονη την παρουσία τους στη συλλογή και καταδεικνύουν την ευρυμάθεια μα και την αναζήτηση καθολικών εννοιών του γράφοντος. Πιο συγκεκριμένα, η αναφορά στον Λακάν και στις επιστημονικές του πρακτικές συσχετίζεται έντεχνα με μυθολογικούς χαρακτήρες όπως ο «Hastur» στο ομώνυμο ποίημα στη σελίδα 26, ο «Πάνας» ή «Βαάλ» σελ. 27 καθώς και με την αναφορά σε αιγυπτιακές θεότητες στο ποίημα «Αιγυπτιακή εικών» σελ. 25. Επιχειρείται με αυτό τον τρόπο μια βαθύτερη αισθητοποίηση του εκάστοτε συγκειμενικού πλαισίου των ποιητικών εννοιών οι οποίες διατρέχουν ολόκληρη την ποιητική συλλογή.
Αρχικά, ο Ιουλιανός δανείζει μια διαπίστωσή του στην πρώτη σελίδα της συλλογής και ο ποιητής μας εισάγει στην προβληματική της αναπαράστασης της Τέχνης και του Λόγου. Τι είναι αληθινό, το απείκασμα ή το ον αυτό καθαυτό αναρωτιόμαστε πάνω στα λόγια του Ρωμαίου Αυτοκράτορα «… Όποιος λοιπόν αγαπά τον βασιλιά, βλέπει με ευχαρίστηση την εικόνα του.»
Η πρώτη ποιητική σύνθεση ονομάζεται «Θεία Λειτουργία» και αποτελείται από τρία αυτοτελή μέτριας έκτασης ποιήματα σε ελεύθερο στίχο. Το περιεχόμενο νοηματοδοτεί τον τίτλο μα και την βαθιά θρησκευτικότητα του ποιητή που επανέρχεται συχνά πυκνά και σε άλλα ποιήματα της συλλογής.
Στο πρώτο μέρος ο χρόνος προσδιορίζεται ήδη από τον πρώτο στίχο «Κυριακή πρωί» και ο τόπος λίγο πιο κάτω «περπατώ προς την εκκλησία». Βέβαια, σε ποιά εκκλησία ακριβώς δεν θα μάθουμε καθώς δεν έχει σημασία τόσο η τοποθεσία αυτή καθαυτή, μόνο ο θεσμικός ρόλος του λατρευτικού χώρου.
Στο δεύτερο μέρος ο Αλέξανδρος βρισκόμενος εγγύθεν ενός ίδιου λατρευτικού χώρου συνομιλεί με έναν φίλο του για την οντολογική ανάγκη ύπαρξης Θεού «βουβά και χωρίς Θεό/ είναι τα χρόνια πού’ ρχονται.» Και ο ποιητής μέσω του φίλου διαπιστώνει «Αυτή, συνέχισε, ειν’ εποχή για ν’ αγιάσεις/ ή να γίνεις φάντασμα».
Στο τρίτο μέρος, μετά το πέρας της θείας λειτουργίας, όπως είθισται στην ορθόδοξη παράδοση, ο ιερέας τελεί και κάποιο προγραμματισμένο μνημόσυνο. Είναι ένα λατρευτικό μυστήριο το οποίο ο ποιητής παρατηρεί ως ενεργό μέλος του και καταγράφει τις προσωπικές του σκέψεις «Σκέφτομαι πως δεν μισώ όλους τους ανθρώπους…», σαν ένας άλλος μισάνθρωπος μύστης συνειδητοποιεί την ιερουργία της στιγμής μα και τη ματαιότητα του πεπερασμένου « Πως τώρα, που όλοι φεύγουν…» καταλήγει πως «…ίσως υπάρχει λίγος ακόμα χρόνος,/ όχι για να σωθώ,/ μα για να γνωρίσω καλύτερα τα πρόσωπα αυτής της τραγωδίας». Η αναφορά στην αρχαία τραγωδία εδώ διαπλέκει αριστοτεχνικά την αρχαία ελληνική παράδοση με τη βυζαντινή και τη νεότερη καθώς οι εποχές μπορεί να αλλάζουν όμως η πνευματική αναζήτηση της ανθρωπότητας μένει ριζωμένη στο ασυνείδητο ες αεί. Και ο Αλέξανδρος αυτό θέλει να είναι κάτι που θα το εμπεδώσουμε εις βάθος διαβάζοντας τη συλλογή του.
Παρακάτω, στη μικρή ιστορία «Θανάσης», η «Λύπη» συμβολίζει ένα πρόσωπο που δρα και επηρεάζει έντονα τον ψυχισμό του ήρωα. Κι αλλού υπάρχουν προσωποποιήσεις, για παράδειγμα ο «Θάνατος» στη σελίδα 13, η «Άνοιξη» στη σελίδα 15, το «Άλογο» στη σελίδα 16, ο «Λόγος» στη σελίδα 17, η «Ιστορία» και η «Λέξη» στο ποίημα «Η ανάδοχη πατρότητα του δόκτορος Λακάν» σελ. 18.
Το «Άλογο» στη σελίδα 16 είναι μιας συνειρμικής τεχνοτροπίας ονειρική αναδιήγηση, η οποία συνδυάζει την χεττιτική μυθολογία με την υποσυνείδητη αφηγηματολογία. Το ίδιο το «Άλογο» προσωποποιείται ως ένα ζωόμορφο ον ή ως το ανθρώπινο ά- λογο το οποίο έρχεται σε διάλογο με τον ποιητή και τον παρασύρει σε ζοφερές πράξεις. Το όνειρο γενικά εργαλειοποιείται στα χέρια του δημιουργού και οι έννοιες-σύμβολα καταδεικνύουν το αμφίσημο της γνωσιολογικής ύπαρξης απ’ άκρη σ’ άκρη του ποιήματος.
Ο ποιητής γίνεται ακόμα συμμέτοχος τις περισσότερες φορές στη δράση των ποιημάτων του τονίζοντας την βαθιά συγγένεια του δημιουργού με τα δημιουργήματά του «… όταν το κούρεμα είχε τελειώσει, μού ’δινε το σακάκι μου…» σελ. 12, «Μία να κάνω έτσι με το φτυάρι…» σελ. 13, «θα ’θελα να ’βρισκα πολύ ένα κουτί από πούρα…» σελ. 15, «Αρχίζω να κάνω πουσάπς, καθώς ένας μεταλλικός δίσκος ίπταται πάνω από το κεφάλι μου…» σελ. 16, «… κι ένιωσα πως δεν είχα κοινωνήσει.» σελ. 17, «Δάσκαλε, φώναξα, βοήθα με, βουλιάζω.» σελ. 19, «Την θλίψη μου την ζήλεψαν αγύρτες/ κι οι ποιητές δεν με γνωρίζουν» εκπροσωπώντας τον αντί- ήρωα του ποιήματος «Ο Τσαρλατάνος» σελ. 22, «Έτσι, λοιπόν, τα εγκόσμια εγκαταλείπω…» και λίγο πιο κάτω «Μίλησα χθες με το φεγγάρι και μου είπε:» σελ. 23, «Ένιωσα πάλι την υγρασία να κατεβαίνει απ’ τον εγκέφαλο…» σελ. 24, «Σχεδόν, με είχε πείσει ο μάστορας» σελ. 28.
Οι εικόνες είναι βασικό εκφραστικό μέσο της συλλογής και σχηματίζουν έναν τόπο άλλες φορές φαντασιακό με υπερρεαλιστικές αναφορές, άλλες με κρυμμένη σημασία και συνυποδήλωση «… παρακολουθούσε την Λύπη με την κοντή της φούστα να περνάει έξω από την βιτρίνα του» σελ. 12, «Ένα σιδερένιο ρολόι στον τοίχο γάβγισε τον ερχομό αλλόκοτων ωρών…» σελ. 24 από το «Δυο Τούρκοι Φοιτητές», «Κι ευθύς το πάτωμα γίνηκε νερένιο-/ απύθμενος μου φάνηκε ο βυθός του» σελ. 19, «Μ’ ένα χέρι τυφλό ψαχουλεύει για το ψαλίδι του…» σελ. 21, «Η ανάσα εδώ βουλιάζει στο τσιμέντο» σελ. 23, «Τότε βρέθηκα να περπατώ σε μια βαθιά γαλαρία…» σελ. 24, «μιαν άβυσσο οι συνειρμοί μου ανοίγουν,/ κι ένας προς έναν λύνονται οι κόμποι του μυαλού» σελ. 26, «Και στον ορίζοντα άλλα πλάσματα, ογκώδη,/ ερχόντουσαν υπνωτισμένα από πέρα…» σελ. 27.
Το σονέτο είναι παρόν στην τεχνοτροπία των ποιημάτων «Νεκροταφείο Ζωγράφου» σελ. 13, «Στο Λεωφορείο» σελ. 14, «Ακίδα» σελ. 15, «Angelus Novus» σελ. 17, «Η Αράχνη» σελ. 20, «Αιγυπτιακή Εικών» σελ. 25 και «Πάνας» σελ. 27. Συγκεκριμένα, η μορφική επιλογή των ενδεκασύλλαβων στίχων σε ίαμβο με κατάληξη πλεχτή που αποτελείται από δυο τετράστιχα και δυο τρίστιχα καταδεικνύει έναν διαχρονικό φορμαλισμό που δεν παύει να αναμετριέται με την σύγχρονη ματιά του ποιητή. Ο ένατος στίχος σε κάποια σονέτα του Αλέξανδρου δημιουργεί μιαν αλλαγή περιεχομένου τονίζοντας το πέρασμα από την παρουσίαση του θέματος σε μια πρόταση- λύση – συνειδητοποίηση «τα τανκς περνούν, το χιόνι μένει» σελ. 17, «Όμως το φίδι ζήλεψε τ’ αυγά,» σελ. 25.
Αξίζει να σημειωθεί πως δυο μικρά πεζά της συλλογής λειτουργούν κατοπτρικά ως προς το νόημα και την αφηγηματική τους αξία. Αυτά είναι το «Ο Θανάσης» σελ. 12 και «Ο Κουρέας του Κάτω Κόσμου» σελ. 21. Ο ήρωας του πρώτου μικρού αφηγήματος, ένας κουρέας του «Πάνω Κόσμου» κουρεύει τους ζωντανούς εν αντιθέσει με τον κουρέα του «Κάτω Κόσμου» ο οποίος κάνει το ίδιο στους νεκρούς. Αυτή η αναλογία των προσώπων και των ενεργειών τους μας κάνει να αναρωτηθούμε σε ποιόν «Κόσμο» τελικά υπάρχουμε και από ποια πλευρά στοχαζόμαστε και εποπτεύουμε την ύπαρξή μας, ως όντα ή ως μη- όντα;
Επιπλέον, το αστικό τοπίο εισβάλλει έντεχνα στο ποίημα «Κύκλος» σελ. 23. Το ποίημα είναι γραμμένο σε πέντε τετράστιχες στροφές με ομοιοκαταληξία. Στην τελευταία στροφή το αστικό περιβάλλον της Αθήνας γίνεται ένα πεδίο κατακρήμνισης των διαπροσωπικών σχέσεων καθώς «… Η ανάσα εδώ βουλιάζει στο τσιμέντο./ Δυο χέρια θέλουν να ενωθούν, τα είδα/ μα πέφτουν κάτω ασώματα,/ σε κύκλο δίχως κέντρο.»
Το «Δωμάτιο», το τελευταίο μικρό αφήγημα αποπειράται να μας προβληματίσει ποικιλοτρόπως. Αρχικά, η έννοια του «άλλου» εισέρχεται ως λογοτεχνικό μα και ως οντολογικό εύρημα του ποιητή. Εδώ θυμόμαστε τον «Άλλο» του Ρεμπώ «Εγώ είναι ο Άλλος» και του Ζεράρ Ντε Νερβάλ «Είμαι ο Άλλος». Για τον Αλέξανδρο ο «Άλλος» είναι ένα πράγμα, ένα δωμάτιο, ένα έξωθεν αντί- κείμενο ον. Ο «άλλος» βέβαια διαχρονικά πραγματώνει το αλλότριο, το ξένο, το ακατανόητο. Πράγματι, είναι ακατανόητη η «φωνή» του δωματίου καθώς σκέφτεται και παρατηρεί. Με μια μετα- βιομηχανική ανιμιστική διάθεση ο ποιητής ζωντανεύει το περίκλειστο τετράγωνο περιβάλλον και του προσδίδει ένα δημιουργικό πρώτο πρόσωπο. Θα μπορούσε ο αναγνώστης να ταυτιστεί με τα υπαρξιακά «προβλήματα» του δωματίου και να συμπάσχει με τα κοινωνικά αδιέξοδα που περιγράφει «…Δεν θα’ θελα να υπάρχουν παράθυρα και πόρτες, θα ήθελα να υπάρχω μόνο εγώ και ο άλλος», «… Εκείνος φεύγει και πού πάει δεν ξέρω…» σελ. 31. Άλλωστε και ολόκληρη η συλλογή του Αλέξανδρου Κορδά Το Τυφλό Άλογο έχει γραφτεί περισσότερο για να διεγείρει τον υπαρξιακό διάλογο του εαυτού μας με τον λόγο (τη γλώσσα και τη λογική), τα πράγματα και το φανταστικό.
Στην ποιητική συλλογή κλείνοντας παρατηρούμε μιαν εσκεμμένη διάχυση ύφους και μια διαρκή εξερεύνηση τόσο στιχουργική όσο και εννοιολογική. Τα ποιήματα ζυγίζονται προσεκτικά στη νοηματική τους προέκταση και η φόρμα τους επιλέγεται σκόπιμα για να υπηρετήσει το περιεχόμενο. Θα έλεγε κανείς πως πίσω απ’ τη συλλογή υπάρχει ένας διαδραστικός αλγόριθμος που ενεργοποιεί ποικιλοτρόπως την προσληπτική μας ικανότητα ως μια υπερ- καρκινική επιγραφή νοημάτων που εννοιολογείται παντοιοτρόπως και κάθε φορά ο αναγνώστης προσθέτει στην κατανόηση κι ένα καινούργιο λιθαράκι άλλοτε φιλοσοφικό, άλλοτε ιστορικό μα πάντα με αμιγώς λογοτεχνικό χαρακτήρα. Ένα πλατωνικό μωσαϊκό με προεκτάσεις ελεύθερου συσχετισμού που αναπτύσσεται μπροστά στο φως της δικής μας αναγνωστικής εμπειρίας με στοιχεία υπερρεαλισμού, παραλόγου και συμβολικής οντολογικής καταβύθισης. Και είναι μόλις δεκαοχτώ ποιήματα και πεζά.
Μπράβο σου Αλέξανδρε.
Πηνελόπη Ζαρδούκα