Η οντολογία του πέρατος, με την έννοια του πεπερασμένου (ορίων, αιτημάτων, δυνατοτήτων), και η αποστροφή απέναντι σε κάθε ελπίδα διαρκούς ανανέωσης, χαρακτηρίζει τη λογική των νοικοκυραίων, πολύτιμο συστατικό κάθε κυβέρνησης και κάθε εξουσίας. Προϊόν ή προϋπόθεση κάθε συναλλαγής/συνδιαλλαγής μ’ αυτούς που ερμηνεύουν τις επιθυμίες μας και εξουσιάζουν τα όνειρά μας∙ βέβαιοι πως η μακροχρόνιες δουλείες μας: στο σχολείο, το στρατό, την οικογένεια, την κοινωνία, την εργασία, εν γένει στο σύστημα (ακόμα και το καλλιτεχνικό), μάς έχει καταστήσει επαρκώς λοβοτομημένους και διαχειρίσιμους. Γι’ αυτό και δεν τους αρκεί το θεόπνευστο «Πίστευε και μη ερεύνα», αλλά αδίσταχτοι και αδηφάγοι προχωρούν στο επόμενο στάδιο: «Μη πιστεύεις τίποτα, πέρα από την πάρτη σου», φροντίζοντας ακόμα και την προστακτική άρνηση της έρευνας, να υποκαταστήσουν με την άβουλη κατανάλωση: «Κατανάλωνε όσα σερβίρουμε εμείς οι ειδικοί, για να υπάρχεις».
Είναι οι φίλοι μας οι Μιχαλάκηδες: επιτυχημένοι επαγγελματικά, ενημερωμένοι περί τα μουσικά και τον Χατζηδάκι, υπέρμαχοι, πριν 30 χρόνια, του Μητσοτάκη, καθότι Κρητικοί, προσεκτικά πλασαρισμένοι στο Πασόκ όταν χρειάστηκε να διεκδικήσουν θέση υποδιευθυντή, αφού γνώριζαν πως, χωρίς το σχετικό σπρώξιμο, καρέκλα δε βλέπουν… Σήμερα νουνεχείς και φανατικά υπέρμαχοι των θυσιών που πρέπει να κάνουμε ως Έθνος, γιατί δεν υπάρχει άλλη λύση. «Εγώ είμαι μετρημένος», ανταπαντά στη δικαιολογημένη οργή σου, «βλέπω τα πράγματα συντηρητικά, και δε θέλω ν’ αφήνω χρέη στα παιδιά μου».
Και «η πολιτεία πλέοντας εις την μελανόλευκον», κατά το γνωστό σκίτσο του Μίνου Αργυράκη στην Επιθεώρηση Τέχνης για τα Ιουλιανά, ευτυχεί καθοδηγώντας έντεχνα, μέχρι σήμερα, το ποίμνιό της, κατά τις πάγιες επιτυχείς συνταγές του συστήματος: «Ομάδα που κερδίζει, δεν την αλλάζουμε». Εξ ου και οι ευτυχείς γόνοι που κυβερνούν με την ανοχή μας και τις ευλογίες, και εκ του τάφου τους ακόμα, των Γκέμπελς, Λαμπράκη.
Με πικρό τρόπο περιγράφει εύστοχα ο Μάριος Χάκκας στο «Το Ψαράκι της γυάλας», τις αντιδράσεις ενός νουνεχούς και μικρομεσαίου στελέχους της Αριστεράς (σ.σ. το φαινόμενο των νοικοκυραίων είναι διαταξικό), εκείνη την αλησμόνητη Παρασκευή της 21ης Απριλίου 1967: Πήγαινε στα Ιουλιανά άκρη-άκρη κρατώντας ένα καρπούζι, για παραλλαγή, (Αξία παραλλαγής) Αν γινόταν φασαρία γλιστρούσε δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου», τους έλεγε. Πραγματικά πήγαινε σπίτι του φορούσε πιτζάμες, παντόφλες κι εκεί στην βεράντα έκοβε το καρπούζι και το ’τρωγε (Αξία χρήσης τώρα πια). Με το που ξέσπασε η δικτατορία τον ζώσαν τα φίδια: –Πώς θα πέσουν;, άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους, ή τινάζοντας το δέντρο γερά;» «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωνε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήταν δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτό του ένα μ’ αυτόν τον λαό. Ναι, αλλά τότε έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο, εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν τα γεγονότα… Ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε, κι ο ίδιος, να φυλαχτεί;
–Δεν μπορώ, δεν με πάνε τα πόδια μου προς το κέντρο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατέβουν στο κέντρο οι νέοι…
–Τι γίνεται; Θα ’χει την Κυριακή ποδόσφαιρο;, τον ρώτησε ο άντρας της ξαδέρφης του. –Έχεις και το ραδιόφωνο, όλο εμβατήρια παίζει! Για τα γήπεδα τίποτε…
Βέβαια, μπορεί στο σπίτι να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό της, ένας μπατζανάκης, ο γείτονας να κάνουν παρέα, όμως είχε κι εκείνο το ψαράκι στη γυάλα… Και ποιος θα του άλλαζε το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει την ευθύνη της… –Δεν γίνεται, σκέφτηκε, πρέπει να πάω. Έπρεπε να νοιαστεί για το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει εκείνη την κρίσιμη μέρα ήταν ν’ αλλάξει νερό στο ψάρι. Για τ’ άλλα, τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη. (βλ. Άπαντα Μάριου Χάκκα, εκδ. Κέδρος σελ. 161-169). Ας έβγαζαν οι άλλοι το φίδι από την τρύπα.
Κι επειδή είμαστε πολύ νέοι για να ζήσουμε, από τώρα, τις αναμνήσεις μας, πολύ μεγάλοι για να ξαναπιστέψουμε στο θαύμα, περισσότερο υποψιασμένοι για να υποκλινόμαστε στη μοναδική αλήθεια, πιο πεπειραμένοι για να δικαιολογούμε φιλοδοξίες, ακόμα και υπέρμετρες, αρκετά βαριεστημένοι για ατέρμονες συζητήσεις, άνευρες συνεδριάσεις και πλαδαρά λογύδρια/κείμενα, αρκούντως γειωμένοι για να αποζητούμε την αυταπάτη της επαναστατικής φαντασίωσης στους τέσσερις τοίχους ενός κομματικού αχτίφ, απαιτητικοί για να εξαντλούμαστε σε ανούσιες επαναστατικές γυμναστικές, πιστεύουμε πως πρέπει επιτέλους να μας δοθεί ξανά η ευκαιρία να βγούμε ουσιαστικά ενωμένοι στους δρόμους. Όπως συμβαίνει άλλωστε σε κάθε κρίσιμη περίσταση: στη γερμανική Κατοχή με το ΕΑΜ, στις μετεμφυλιακές διώξεις, με την ΕΔΑ, στα βασιλικά παρατράγουδα, με τους Λαμπράκηδες, και σήμερα, στη νέα κυβερνητική αγυρτεία. Γιατί η αριστερά δεν έχει άλλη επιλογή και άλλο χρόνο: παρά ν’ ανθίσει, όπως ο κάκτος που θεωρείτο νεκρός.
Το 1995 ένας από τους σημαντικούς έλληνες ποιητές, ο Νίκος Φωκάς, έγραψε το δικό του Δεκέμβρη, δείχνοντας πως η ποίηση έχει θέση:
Ευχαρίστως θα κατέβαινα ακόμα και σήμερα, ναι
Ιδίως σήμερα μάλιστα, ιδίως σήμερα,
Στους δρόμους της Αθήνας αν μου δινόταν μια ευκαιρία,
Αν είχα ένα σύντροφο, αν είχα ένα μυδράλιο, θαρραλέος,
Αποφασισμένος να σκοτώσω και να σκοτωθώ σε μια νέα μάχη
Ευχαρίστως θα ’δινα τη ζωή μου για την ίδια αυτή σημαία
Τον δίχως σύνορα αιθέρα μιας ευδίας χειμερινής,
Αν ήταν μέρα το γαλάζιο κι αν ήταν σούρουπο το κόκκινο,
Σημαία ή λάβαρο από πάνω μας που κανείς δεν κρατά–
Κι ίσως, σύντροφε εσύ φανταστικέ –το υπογραμμίζω– μαχητή,
Ίσως, με λίγη τύχη, τη φορά τούτη, εσύ κι εγώ νικούσαμε.
Μακάρι να αποδειχτεί κι η Αριστερά το ίδιο ώριμη.
Κώστας Κρεμμύδας
Και όχι αυταπάτες προπαντός