«Προχθές είδα για πρώτη μου φορά τον Θεό!
Όχι ολόκληρο. Είναι τόσο πελώριος που δύσκολα μπορείς να συλλάβεις όλο Του το μεγαλείο. Ίσως, αυτό που είδα, να ήταν η Θεϊκή πατούσα, ή μέρος από την κνήμη Του. Πρώτα βέβαια σείστηκε η γης. Από μακριά ακούγονταν τα βήματα Του, που κάνανε την Γης να τρέμει.
Ακολουθούσε ο θυελλώδης άνεμος απ’ τις κινήσεις Του. Αέρας με τεράστια δύναμη, που σαρώνει τα πάντα. Μαζί με μια δυνατή υγρή οσμή. Την μπόχα του θανάτου! Οι μεγαλύτεροι λένε πως έτσι μυρίζουνε τα βαλτοτόπια, εκεί που κατοικούσε ο λαός μας πριν εκδιωχθούμε στις άνυνδρες σπηλιές. Μεθυστική, μα κι απαίσια μυρωδιά – κάτι σαν ξινό και σάπιο μαζί. Είναι δυνατόν ο Θεός να μυρίζει έτσι; Μα εγώ κατάλαβα. Ήταν η οσμή του φόβου! Του δικού μας φόβου! Που μας έκανε να παραλύουμε.
Θυμάμαι ο γέροντάς μου, ο αδερφός Σεραφείμ είχε βγει φοβισμένος από την σπηλιά του. Οι κεραίες του τρέμαν νευρικά:
«Κρύψου, αδερφέ!» πρόλαβε να μου πει. «Έρχεται… ΑΥΤΟΣ!» μετά πανικόβλητος βιάστηκε να εξαφανιστεί.
Μα εγώ ήθελα να Τον δω. Να Τον αντικρίσω σε όλη Του την Λάμψη σε όλο Του το Μεγαλείο.
Είναι αυτό αλαζονεία;
Κάθε φορά που έρχεται, κάποιοι από μας πεθαίνουν. Είναι ο φόρος αίματος που πληρώνουμε… Το αίμα, που Του ανήκει. Οι φουκαράδες… (ή μήπως οι τυχεροί;) προσπαθούν να ξεφύγουν. Όμως, όπως συμβαίνει στους εφιάλτες – τα πόδια δεν τους υπακούνε. Δεν τους οδηγούν πουθενά. Τότε πια παγώνουν στις θέσεις τους. Και δεν φέρνουν καμία αντίσταση. Δεν ακούγονται κλαψουρίσματα. Ούτε φωνές. Σιγοσβήνουν οι προσευχές τους. Αντηχεί μονάχα το τρομερό «Smash!» που τους διαμελίζει.
Μερικοί προλαβαίνουν να συνέρθουν. Πανικόβλητοι ψάχνουν να κρυφτούν, προσπαθούν να φύγουν, να πηδήξουν στο κενό, μέχρι και να πετάξουν… Για λίγο. Μετά ακούγονται ξανά τα χτυπήματά Του. Το καθένα είναι κανονικός σεισμός που κάνει τις σπηλιές μας να γκρεμίζονται σιγά, σιγά. Ίσως κάποιες γροθιές του να πέφτουν άστοχα, αν και είναι ύβρης η κάθε αμφισβήτηση της τελειότητας Του. Εγώ νομίζω πως απλώς παίζει με τα θύματά. Σκόπιμα τα αφήνει ζωντανά για μερικά ακόμη δευτερόλεπτα. Για να ελπίζουν… Μέχρι να ακολουθήσει το αναπόφευκτο πετυχημένο «Smash!»… Μαζί με το ουρλιαχτό αγωνίας:
«Γιατί, Θεέ μου;!»
Είναι η τιμωρία για τις αμαρτίες μας;
Φοβάμαι πως ναι! Κι εμένα αυτό με περιμένει… Που τόλμησα…
Μετά… έρχεται η Λάμψη Του!!! Είναι το εκτυφλωτικό φως, που ξαφνικά πλημμυρίζει τα πάντα και κάνει όλα να φαίνονται διαφορετικά. Πολύ πιο έντονο από το φως της ημέρας! Λευκό! Δυνατό κι επίμονο. Οδυνηρό!
Θυμάμαι την πρώτη φορά που το αντίκρισα… Τα μάτια μου έντονα τσούζανε. Δεν έβλεπα τίποτα από τα δάκρυα. Όταν λιγάκι συνήθισα κοίταξα τριγύρω μου. Και τότε είδα λίγο πιο πέρα τον αδερφό Παχώμιο. Δεν τον συμπαθούσα, το ομολογώ. Δεν μου είχε κάνει τίποτα, μα ένιωθα να βγάζει προς τα έξω κάποια υπεροψία. Νομίζω κι ο γέροντάς μου δεν τον αγαπούσε. Μια φορά μάλιστα του ξέφυγε ο σχολιασμός: «Όλα τα ξέρει ο Παχώμιος!»
Έβλεπα τώρα, μέσα στην όλη αναταραχή από τον ερχομό Του, τον Παχώμιο να συμπεριφέρεται περίεργα. Σκαρφάλωνε άφοβα την κάθετη πλαγιά. Όταν έτρεχε, πήγαινε σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από τα κρησφύγετα μας. Σχεδόν προκλητικά κινούταν δεξιά κι αριστερά. Σαν να ήθελε να εστιάσει πάνω του, την προσοχή Του και να Τον παρασύρει μακριά από μας. Γύρναγε το κεφάλι του, κουνούσε απαλά τις κεραίες του και μπορώ να ορκιστώ, πως χαμογελούσε. Έψαλε σιγανά: «Ο Καρούγκ ζει!» πράγμα ακατανόητο, μια που και βέβαια ο Καλός μας ο Θεός ζει και πάντα θα ζει, αφού είναι αθάνατος. Το τελευταίο πράμα που φώτισε το πρόσωπό του αδερφού Παχώμιου ήταν μια προκλητικότητα. Θεέ μου, δεν μετανοούσε για τίποτα! Σαν να ήξερε κάποιο ένοχο μυστικό της ύπαρξης μας.
Ακούστηκε το τρομερό χτύπημα και για πολύ καιρό μετά το έδαφος έτρεμε από τις δονήσεις του. Μέσα στο βρόντο διέκρινα καθαρά το σχετικά σιγανό, μα τόσο καθοριστικό «Smash!» Ένας τεράστιος σκοτεινός όγκος είχε πλακώσει τον αδερφό μας μετατρέποντας τον σε πηχτή, αιματηρή μάζα, μέσα στην οποία διέκρινα έναν πράσινο πολτό – τα μαρούλια που είχαμε φάει για πρωινό…
Μετά ακούστηκε ο ουράνιος βρυχηθμός:
«Γκαο, γκαο, γκαο!»
Δεν μπορώ να εξηγήσω πως μου ήρθε η επιφοίτηση. Περισσότερο ήταν σαν συναίσθημα, παρά σαν επίγνωση.
Καταλάβαινα τι έλεγε!
Καταλάβαινα τη Γλώσσα του Θεού!
Θεέ μου, γιατί επέλεξες εμένα, τον ανάξιο; Γιατί εγώ να πρέπει να μεταφέρω τα μηνύματά Σου. Να είμαι η Φωνή Σου, που κανείς δεν θα θελήσει να ακούσει;! Μου ήρθε ζαλάδα. Ίσως, εκείνη τη στιγμή να γινόμουν εγώ το επόμενο θύμα Του, αν δεν με τράβαγε προς τα μέσα, ο γέροντας μου, ο αδερφός Σεραφείμ. Με έσυρε στην σπηλιά και μου έδωσε λιγάκι νερό. Μετά κάπως συνήρθα. Ακούγαμε με ανακούφιση πως απομακρύνονταν τα βήματά Του. Όμως συνέβαινε κάτι περίεργο.
Είχε μείνει η φωτεινή λάμψη!…
Πως γινότανε δηλαδή; Αυτός…. να είχε φύγει και η φωτεινή Του Λάμψη να είχε μείνει;
Κοίταξα έντρομος τον γέροντα:
«Δεν ξέρω γιατί ακόμη φέγγει!», μου απάντησε εκνευρισμένος. «Κι εσύ, άλλη φορά να κάθεσαι στην σπηλιά σου. Είσαι πολύ ταπεινός ακόμη για να Τον δεις σε όλο Του το Μεγαλείο!»
Ήθελε να πει κι άλλα πολλά, μα εγώ τον διέκοψα με την αναίδεια και την ανυπομονησία της νιότης.
«Νομίζω, πως ο αδερφός Παχώμιος αναζητούσε το θάνατο…»
«Μην λες βλακείες!» με διέκοψε αμέσως ο γέροντάς μου.
«Τον είδα.» πείσμωνα εγώ. «Την τελευταία του στιγμή έψελνε: «Ο Καρούγκ ζει!» … πειθαρχία
«Μάλλον δεν θα κατάλαβες σωστά!» μου αντιμίλησε κοφτά ο δάσκαλός, μα εγώ δεν ησύχαζα:
«Έτσι είπε, το ορκίζομαι. Και κάτι ακόμα… Την ώρα που μιλούσε ο Θεός!… Ένιωσα… να καταλαβαίνω το λόγια Του….!»
Ο γέροντάς μου αναστέναξε με βαρεμάρα:
«Γιατί με τιμωρείς, Θεέ μου! Γιατί πρέπει να ακούω τις βλακείες του!» μετά όμως θύμωσε για τα καλά: « Δεν γίνεται να σκάσεις, ανάξιο σκουλήκι!»
«Αλήθεια λέω!» επέμενα. «Ξέρω τι σημαίνει αυτό το «Γκαο γκαο γκαο;! Το κατάλαβα. Έλεγε: «Χο, χο, χο!»
«Σώπα!» με ειρωνεύτηκε ο δάσκαλος και μου γύρισε την πλάτη. Δεν ήθελε να ασχοληθεί άλλο μαζί μου κι αυτό ήταν καλό, γιατί προς το παρόν γλίτωνα την τιμωρία. Πολύ αργότερα, όταν κάπως συνήρθα έτρεξα και πάλι έξω. Ήθελα να δω πως ενώ Αυτός είχε φύγει, είχε μείνει η Λάμψη Του.
Ήταν επικίνδυνο. Μόλις που συγκρατούσα τον εαυτό μου να μην το βάλω στα πόδια. Έπρεπε ξανά να προσαρμοστώ στο δυνατό φως. Όταν λιγάκι συνήθισα, ξεπρόβαλα ολόκληρος στην επιφάνεια. Βρισκόμουν στην κορυφή του γκρεμού. Γύριζα το κεφάλι δεξιά, αριστερά. Έψαχνα από πού ερχότανε αυτό το δυνατό φως – η Λάμψη Του, που είχε μείνει μετά την αναχώρησή Του. Για μια στιγμή κοίταξα προς τον ασβεστόχρωμο θόλο του ουρανού. Ήταν αστείο. Ένας τεράστιος πυρακτωμένος σωλήνας, κρεμασμένος πάνω απ’ το γκρεμό, έδινε το δυνατό λευκό φως.
«Ώστε, όχι ο Θεός!», αναφώνησα, και κατανόησα πως και πάλι βλασφημώ. Αμέσως μετανόησα. Είπα δυνατά τρεις φορές το «Πατέρα Καρούγκ», ξέροντας πως δεν εξιλεώνομαι για την απερισκεψία μου. Κι όμως, ήταν γεγονός. Η Λάμψη Του προερχότανε από το σωλήνα. Και δεν ήταν τόσο καυτός. Ναι, ζεστός ήταν, μα υποφερτά ζεστός. Σκαρφάλωσα στη βάση του και ήταν το τέλειο παρατηρητήριο. Από εκεί έβλεπα ολόκληρο τον γκρεμό μέχρι και την πεδιάδα του Μεγάλου Μεταλλικού κρατήρα. Την έβλεπα για πρώτη φορά κι έμεινα έκθαμβος από την απεραντοσύνη της. Στο βυθό του κρατήρα κυλούσε απαλά, ένα σχεδόν αποξηραμένο ποτάμι που χάνονταν σε μια Μαύρη τρύπα. Όλοι ξέρουμε πως είναι το ποτάμι της Λήθης κι οδηγεί στα έγκατα του Κάτω κόσμου. Εκεί, πηγαίνουνε μετά τον θάνατο οι ψυχές του λαού μας. Αυτοαποκαλούμαστε ο Λαός του Καρούγκ, που σημαίνει Ο Λαός του Καλού Θεού. Όταν τελειώσει ο χρόνος μας στη γη, απεσταλμένος του Καλού Θεού, έρχεται και οδηγεί τις ψυχές μας. Μέσα από το ποτάμι της Λήθης, φτάνουνε στην Μαύρη τρύπα. Την ίδια διαδρομή ακολούθησε πριν λίγο και η ψυχή του αδερφού Παχώμιου… Μια σχάρα από κάγκελα φράζει την Μαύρη τρύπα. Για να προστατεύσει τους ζωντανούς. Αν τύχει και πέσουν χάμω …
Κοίταγα με δέος τον τρομερό γκρεμό, όταν είδα κάτω χαμηλά να ξεπροβάλλει η μικρή Μιριάμ, με το παιδάκι της. Που πήγαινε τέτοια ώρα; Σίγουρα θα την κατσάδιαζε ο άντρας της. Την είχαν παντρέψει με ένα άξεστο γέρο, που συνέχεια την μάλωνε. Ίσως γι’ αυτό να είχε βγει από το σπίτι, για να ησυχάσει λιγάκι. Το παιδί της όμως την τραβούσε και γκρίνιαζε. Όταν μόρφαζε ήταν ίδιος ο πατέρας του. Είχε τα δικά του σκληρά χαρακτηριστικά και την δική του απαίσια συμπεριφορά. Περνώντας πλάι μου, στην Αγορά, η μικροκαμωμένη Μιριάμ, πάντα μου έδινε ελεημοσύνη, που μάζευα για τους αδερφούς. Ντρεπόμουν να την κοιτάξω στα μάτια. Είχα σκυφτό το κεφάλι. Δυστυχώς, στην αδελφότητα, δίνουμε όρκο παρθενίας, κάτι που πριν γνωρίσω την Μιριάμ, θεωρούσα απολύτως σωστό, και σοφό. Θυμάμαι την πρώτη φορά που σήκωσα το κεφάλι για να την κοιτάξω. Για μια στιγμή τα βλέμματά μας συναντηθήκανε. Είχε μεγάλα θλιμμένα μάτια. Ήξερε από βάσανα κι από συμπόνια. Τότε, το βλαμμένο το παιδάκι της άρχισε να γκρινιάζει. Της μιλούσε άσχημα, την μάλωνε μπροστά μου, σαν να ήταν ο αφέντης της. «Τι κάθεσαι και χαζολογάς μ αυτόν τον τεμπέλη; Ξέρεις, του μπαμπά δεν του αρέσει να πιάνεις κουβέντα με αγνώστους.» Και δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε λέξη! Δεν ήξερα τι να κάνω. Αν έπρεπε να αντιδράσω ή να σιωπήσω. Τα μάτια της καημένης της Μιριάμ, γέμισαν δάκρια Πριν προλάβω κάτι να πω η άτυχη γυναίκα έφυγε. Πολλές φορές από τότε, αντί να σκέφτομαι Αυτόν, αναπολούσα τα βράδια την Μιριάμ…
Είναι κι αυτό αμαρτία;!
Το εξομολογήθηκα στον γέροντά μου. Του τα είπα όλα. Περίμενα να με κατσαδιάσει, να μου πει πως είμαι άθλιος αμαρτωλός, πως χρειάζεται πολύ ακόμη να προσπαθήσω μέχρι να φτάσω στην τελειότητα. Δεν μου είπε τίποτα. Μόνο κούνησε το κεφάλι και με κοίταξε με περιφρόνηση. Με άφησε να βασανίζομαι στην αμαρτία μου… Ίσως αυτή να ήταν η πραγματική μου τιμωρία;!
Έβλεπα τώρα την Μιριάμ με τον μικρό της να περπατάνε πλάι στις όχθες του ποταμού της Λήθης. Και τι δεν θα έδινα να της έκανα λιγάκι παρέα. Θα την ακολουθούσα σιωπηλός και μόνο όταν θα ήθελε να πατήσει σε κάποια πέτρα, ώστε να περάσει χωρίς να βραχεί, θα της προσέφερα το χέρι μου.
Κι όμως! Εκείνη την ώρα η γης και πάλι σείστηκε. Πια ήξερα να αναγνωρίζω τα βήματά Του και ήξερα, πως Αυτός επιστρέφει. Αντηχούσαν οι βαριές πατημασιές. Αισθανόμουν τη βάση του φωτεινού σωλήνα να δονείτε πέρα δώθε. Από τον δυνατό αέρα, που χίμηξε, κατάλαβα πως Αυτός ήταν κοντά μας. Η σκέψη μου ήταν για την Μίριαμ. Ευτυχώς, δεν είχε παραλύσει από τον φόβο. Την έβλεπα, να τρέχει μαζί με το παιδί της για να σωθεί. Εκεί κοντά όμως δεν υπήρχε κανένα κρησφύγετο. Βρίσκονταν εκτεθειμένοι και μόνοι στον πελώριο μεταλλικό κρατήρα. Η Μίριαμ, σκαρφάλωνε απεγνωσμένα με το παιδί της. Ίσως να κατάφερνε να ξεφύγει, μα το μικρό κάτι είχε πάθει. Το πόδι του κάπου είχε σκαλώσει και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Η καημένη η μάνα, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να το βοηθήσει. Δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα. Ευχόμουν Αυτός να μην τους είχε δει, να μην είχε προσέξει την ύπαρξή τους. Άλλωστε είμαστε τόσο ασήμαντοι μπροστά στο Μεγαλείο Του. Κι όμως, τους είδε. Όταν είναι για να μας βάλει σε δοκιμασίες, ποτέ δεν μας αγνοεί. Είδα τη μαύρη μάζα – ίσως τη Χερούκλα Του, να πέφτει πλάι τους. Από το χτύπημα ο μεταλλικός κρατήρας αντήχησε σαν χιλιάδες πένθιμες καμπάνες. Η μαύρη μάζα αποτραβίχτηκε και μ’ ανακούφιση διαπίστωσα, πως δεν τους είχε πετύχει.
«Φύγε, Μιριάμ!» φώναζα από τον φωτεινό σωλήνα. Αμφιβάλω αν μπορούσε να μ’ ακούσει. Το παιδί της είχε ελευθερώσει το ποδαράκι του και τρέχανε για να προλάβουνε. Ακόμη λίγο και θα βγαίνανε απ’ τον Μεταλλικό κρατήρα. Ο Θεός όμως είχε άλλα στο νου. Ξαφνικά άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού και καταρράκτες ζεματιστού νερού όρμισαν πάνω στην καημένη την Μιριάμ με τον μικρό. Μια τεράστια υδάτινη μάζα τους καταπλάκωσε. Εγώ ούρλιαζα από τον τρόμο. Φανταζόμουν τα φρικτά βασανιστήρια που περνούσαν. Έβλεπα τους καυτούς χείμαρρους που παρασέρνανε τα ταλαίπωρα κορμιά τους σαν να ήταν μικρά σκουπιδάκια. Σύννεφα ατμού θολώνανε την εικόνα. Μακάρι να είχαν πεθάνει γρήγορα! Η Μίριαμ, κούνησε το χέρι της σε μια προσπάθεια κάπου να κρατηθεί. Με κάθε της ανάσα οι ατμοί καίγανε τα σωθικά της. Κι όμως παρέμεινε ζωντανή. Ίσως αυτό να ήταν το μεγαλύτερο μαρτύριο. Έσερνε το ήδη νεκρό παιδί της. Τουλάχιστον αυτό είχε γλιτώσει. Ποιος λέει πως οι καλοί πεθαίνουν πρώτοι; Η Μιριάμ δεν ήθελε να αποδεχτεί το θάνατό του. Προσπαθούσε να το βγάλει στην άκρη, εκεί που δεν θα τους άγγιζαν τα ζεματιστά νερά. Δεν τα κατάφερε. Το δυνατό ρεύμα τους οδήγησε ακριβώς στην Μαύρη τρύπα. Θέλησε να κρατηθεί από την σχάρα, μα τότε άγνωστο πως αυξήθηκε η δύναμη του νερού και ο ορμητικός χείμαρρος τους παρέσυρε, ανάμεσα στα σίδερα…
Κι από κει… στα έγκατα του Κάτω Κόσμου…
Και πάλι ακούστηκε η βροντερή φωνή Του. Και πάλι δυστυχώς κατάλαβα την γλώσσα του. Αυτή ήταν άραγε η αποστολή μου; Να είμαι ο διερμηνέας Του; Μόνο που τα λόγια του ήταν τρομερά. Την ώρα που η καημένη η Μιριάμ πάλευε για την ζωή της, ο Θεός ούρλιαζε:
«Θα σας πνίξω άθλια ζωύφια! Βρωμοκατσαρίδες!»
Δεν κατάλαβα τις τελευταίες του λέξεις. Αυτό το «κατσαρίδες» ήταν μάλλον κάτι προσβλητικό, που σχετιζότανε με τα «άθλια ζωύφια». Μας θεωρούσε δηλαδή «άθλια ζωύφια»;!!! Δεν ήμασταν τέκνα Του, ομοίωμά Του;! Δεν ήταν ο σπλαχνικός Πατέρας μας;
Η στιγμή βέβαια, δεν ήταν κατάλληλη για Θεολογικές αναλύσεις. Μπροστά μου η Μίριαμ χανότανε στη Μαύρη τρύπα κι εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Όρμηξα από το παρατηρητήριό μου. Πήδηξα στο κενό. Όταν θέλουμε μπορούμε μέχρι και να πετάμε, δηλαδή, να πλανιόμαστε για λίγο στον αέρα και μετά να πέφτουμε απαλά.
«Κρατήσου Μίριαμ!» φώναξα. «Έρχομαι να σε σώσω.» Η τεράστια σκοτεινή μάζα όμως και πάλι μετακινήθηκε. Και πάλι σείστηκε η γης και φύσηξε ο δυνατός άνεμος. Μόνο που αυτή την φορά έσβησε ο φωτεινός σωλήνας. Κι ακολούθησε το απόλυτο σκοτάδι!
Το σκοτάδι όταν έχει φύγει ο Θεός!!!
Και μόνο τα βήματά του τραντάζανε το έδαφος και δείχνανε πως απομακρύνεται… Την πρώτη στιγμή νόμισα πως είχα πεθάνει. Πως με είχε καταπιεί η Μαύρη τρύπα. Ώστε αυτός ήταν ο Θάνατος; Ούτε ήξερα που βρισκόμουνα. Είχα πηδήξει στο κενό, όταν χάθηκε το φως. Κάπου είχα πέσει. Είχα χτυπήσει. Και κάτι ζεστό και υγρό έβρεχε τα πόδια μου… Μετά έχασα τις αισθήσεις μου. Έμεινα έτσι για πολύ καιρό. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, γύρω ήταν και πάλι σκοτάδι. Το καλό μας συνηθισμένο σκοτάδι, στο οποίο ζούμε μια ζωή. Στο οποίο βλέπουμε άνετα, χωρίς να μας τυφλώνει η Λάμψη Του!
Άρα ήμουν ζωντανός!
Μπορούσα να διακρίνω αντικείμενα και πρόσωπα. Δίπλα μου ήταν ο γέροντάς μου, που χάρηκε όταν με είδε να συνέρχομαι. Κι εγώ του χαμογέλασα εξαντλημένος. Μα ξαφνικά, μια επώδυνη σκέψη με έκανε να μορφάσω:
«Τι έγινε με την Μιριάμ;»
Ο γέροντας μου κούνησε το κεφάλι, όπως κάθε φορά, που του θέτω δύσκολες ερωτήσεις.
«Την σκότωσε ο άτιμος;!» δεν συγκρατιόμουνα πια εγώ. «Ο άνανδρος! Ο τιποτένιος!»
«Σταμάτα!» με χαστούκισε ο γέροντάς μου. «Σταμάτα να βλασφημείς! Ποιος είσαι, εσύ για να κρίνεις τις βούλες Του; Άθλιε! Μπροστά Του είμαστε τιποτένιοι! Είμαστε ζωύφια!»
«Έτσι ακριβώς μας ονόμασε – «ζωύφια!»
«Και πάψε να ισχυρίζεσαι πως καταλαβαίνεις το Λόγο Του. Αυτό είναι ακόμη μεγαλύτερη βλασφημία!»
«Είναι αιμοβόρο τέρας!»
«Μη με κολάζεις! Φύγε! Φύγε αμέσως! Και μην ξαναπατήσεις ποτέ στις σπηλιές μας. Είσαι ανάξιος για την αδελφότητά μας!»
«Αυτή είναι η ηθική Του, να σκοτώνει γυναίκες και παιδιά;!»
Τον προκαλούσα. Δεν είχα πια τίποτα να χάσω. Και δεν με ενδιέφερε η αδελφότητά τους.
«Νομίζεις ένας Θεός θα σκοτίζεται για τέτοια μικροπράγματα;»
Έβλεπα τον γέροντά μου να μιλάει με έπαρση. Τα μάτια του λάμπανε αγριεμένα. Τότε κατάλαβα. Ταυτιζότανε με Εκείνον!!! Με τον δολοφόνο της Μιριάμ!!! Κι όλη μας η ζωή στην αδελφότητα ήταν η προσπάθεια να Τον πλησιάσουμε και να αφοσιωθούμε σ’ Αυτόν!!! Να ταυτιστούμε απόλυτα μαζί Του!… Με τον δολοφόνο!!!
Δεν την ήθελα πια μια τέτοια ζωή. Δεν ήθελα να Του μοιάσω!
Σηκώθηκα με προσπάθεια. Μου ήταν δύσκολο να κουνηθώ. Έπρεπε όμως να φύγω. Με είχαν διώξει από την αδελφότητα, η Μιριάμ είχε χαθεί, μέσα στο ζεματιστό νερό και τα σύννεφα ατμού, και το χειρότερο είχα χάσει την πίστη μου.
Αν και αργά κατάλαβα που βρισκόμουν. Ήμουν κι εγώ στις όχθες του ποταμού της Λήθης. Είχα πέσει στην κοιλάδα του προσπαθώντας να σώσω την Μιριάμ. Κουτσαίνοντας σκαρφάλωσα την πλαγιά του Μεταλλικού κρατήρα. Τα πόδια μου δεν με κρατούσαν. Δεν ήξερα που να πάω και που να κρυφτώ. Δίπλα στους πελώριους βράχους, βρήκα μια γαλαρία. Στην είσοδό της υπήρχε σωρός από κοτρόνες και μπάζα. Τελικά ήταν καλό κρησφύγετο. Μπήκα μέσα και έπεσα σχεδόν λιπόθυμος απ’ την εξάντληση. Για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό κοιμήθηκα βαθιά και χωρίς όνειρα.
Το πρωί αποφάσισα να ακολουθήσω την γαλαρία. Με έβγαλε σε εντελώς άγνωστο τοπίο. Είχα αφήσει πίσω μου την Κοιλάδα του ποταμού της Λήθης. Μπροστά μου άνοιγαν άγνωστοι, μακρινοί ορίζοντες. Έπρεπε να διανύσω, μια τεράστια πεδιάδα. Ήταν βέβαια επικίνδυνο να επιχειρήσω τέτοιο πράγμα με το φως της ημέρας, πόσο μάλλον αν θα χρειαζότανε να το κάνω στο Φως της Λάμψης Του. Προχωρούσα προσεκτικά. Έτρεχα, για μια στιγμή σταματούσα, όσο να κοιτάξω γύρω μου και πάλι τρέχοντας συνέχιζα, μέχρι το πλησιέστερο κρησφύγετο. Και τότε άκουσα ξανά τη φωνή Του. Ο βομβός, σαν από αγριευμένο καταρράκτη ερχότανε από μακριά. Ήταν η τεράστια σκοτεινή μάζα πέρα στον ορίζοντα, που στην αρχή την είχα πάρει για βουνό. Η μάζα κουνήθηκε. Έκανε κινήσεις καθώς μιλούσε κι έτσι μπόρεσα να διακρίνω τα μέλη Του. Ήταν αρκετά μακριά ώστε άνετα να μπορώ να εστιάσω. Το πρώτο που αντιλήφθηκα ήταν πως δεν είχε κεραίες!!!
Ίσως με άλλους πολύ πιο ευαίσθητους αισθητήρες να αντιμετώπιζε την έλλειψή τους, μα η όψη του έτσι γινότανε ηλίθια, καθόλου πνευματώδης κι έμοιαζε με σωστό τέρας!
Όταν ανάσαινε κι όταν μιλούσε μπροστά από το στόμα του έβγαινε σύννεφο από δύσοσμα σταγονίδια, που πιτσιλίζανε τα πάντα γύρω του! Αυτό μου φάνηκε σιχαμερό κι απαίσιο.
Δεν είχε σαν κι εμάς χαυλιόδοντες έξω απ’ το στόμα! Έτσι έμοιαζε με φαφούτικο έκτρωμα, χωρίς καμία αρρενωπότητα και πυγμή.
Είχε μόνο ένα ζευγάρι άνω άκρα, με το οποίο έκανε συνεχώς αλλόκοτες κινήσεις και μια φορά χτύπησε την κάθετη πλαγιά, και ήταν ο ίδιος τρομερός ήχος όταν σημάδευε για να διαμελίσει κάποιον δικό μας.
Δεν είχε καθόλου φτερά! Όχι σαν κι εμάς που έχουμε δυο ζευγάρια, τα σκληρά, προστατευτικά κι από κάτω τα αραχνοΰφαντα λεπτά, για την πραγματική πτήση και για να πλανιόμαστε στους αιθέρες.
Ταράχτηκα αφάνταστα από την μορφή Του. Καλά, αφού μας είχε πλάσει κατ’ Εικόνα και Ομοίωμά Του, πως γινότανε εμείς να έχουμε τέλεια ελκυστική εμφάνιση κι Αυτός να είναι απαίσιο Τέρας. Μου φαινότανε αδύνατον! Κάποιο λάθος σίγουρα υπήρχε. Δεν γινότανε ένας Θεός να ήταν τόσο άσχημος κι αποκρουστικός. Χάζευα το σύννεφο σταγονιδίων μπροστά στο στόμα του και προσπαθούσα να αποκωδικοποιήσω τα λόγια του. Γιατί είχαν τεράστια σημασία:
«Δεν γίνεται Εγώ, ο Μακούμπα να ανέχομαι στο Σπίτι Μου αυτά τα σιχαμερά ζωύφια…»
Μάλλον εννοούσε εμάς. Εμείς ήμασταν τα σιχαμερά ζωύφια!… Μεγαλύτερη εντύπωση μου κάνανε οι λέξεις: «στο Σπίτι Μου». Ζούσαμε δηλαδή στην οικία του Θεού; Κατά μια πιο γενική θεολογική τοποθέτηση «Οικία του Θεού» ήταν όλη η Οικουμένη, μα το τέρας δεν μιλούσε γενικά, ή Θεολογικά. Κυριολεκτούσε κι αυτό με ταρακούνησε. Αν ζούσαμε λοιπόν στον Οίκο Του…, τότε σε πιο δωμάτιο κατοικούσαμε; Με τις πιο πρόχειρες αναλύσεις, μάλλον στο λουτρό, πράγμα καθόλου κολακευτικό και μάλλον ταπεινωτικό. Από κει και οι ουράνιοι κρουνοί με το ζεματιστό νερό, που εξόντωσαν την καημένη την Μιριάμ. Από εκεί και το ποτάμι της Λήθης, μα και ο Μεταλλικός κρατήρας.
Το άλλο που με εντυπωσίασε ήταν πως αποκαλούσε τον εαυτό του «Μακούμπα», ενώ εμείς τον φωνάζαμε Καρούγκ, ο Καλός Θεός κι εμείς τα παιδιά Του, ήμασταν ο Λαός Του Καλού Θεού! Μάλλον είχαμε καταλάβει λάθος το όνομά Του και είχαμε καθιερώσει, το «Καρούγκ», αντί για το σωστό «Μακούμπα». Αυτό εξηγούσε γιατί με πείσμα αγνοούσε τις προσευχές μας. «Τι να τους ελεήσω τους βρομιάρηδες!» θα έλεγε. «Αυτοί δεν μπαίνουν στον κόπο να μάθουν σωστά το Όνομα Μου κι Εγώ θα πρέπει να τους νταντεύω. Αι΄ στο καλό!»
Καθόμουν αποσβολωμένος σε μια ρηχή στοά. Μόνο οι κεραίες μου προεξείχαν. Χάζευα το απίστευτο θέαμα με δέος. Δεν είναι λίγο να δεις το πραγματικό Πρόσωπό Του! Να ακούσεις το Λόγο Του!
Μας είχαν προειδοποιήσει οι Προφήτες μας, όταν μιλούσαν για τις ανομίες μας, για την απομάκρυνσή μας από Αυτόν, μα εμείς κοροϊδεύαμε. Δεν δίναμε σημασία. Μήπως είχε έρθει η ώρα να πληρώσουμε για όλα αυτά; Καθόμουν ακίνητος και σιωπηλός. Είχα να σκεφτώ τόσα πολλά. Ένα ξαφνικό ξέσπασμά Του, με έκανε να συνέρθω. Και να παγώσω απ’ το φόβο! Κάποια στιγμή Τον άκουσα να λέει:
«Θα τα εξοντώσω τα απαίσια ζωύφια. Θα ψεκάσω.»
Δεν ήξερα τι σημαίνει το τελευταίο. Είχα όμως το προαίσθημα, πως ήταν κάτι τρομερό. Που καταδίκαζε ολόκληρο το λαό μας. Έπρεπε να προλάβω την οργή Του! Έπρεπε να σώσω το λαό μας!
Έτρεχα χωρίς να κρύβομαι στο ατελείωτο μαρμάρινο πεδίο. Κάποια στιγμή έπεσε με βρόντο πλάι μου ένας μικρός λόφος. Η γης και πάλι σείστηκε. Μάλλον ο Μακούμπα με είχε προσέξει κι έριχνε ότι βρει κατά πάνω μου, λοφίσκους, βουνά, κεραυνούς…Δεν θυμάμαι πως έφτασε στις στοές του λαού μας. Βγήκα στην Αγορά κι έβαλα τις φωνές:
«Αδέρφια, μετανοείτε! Ήρθε η ώρα του Θεού! Και δεν λέγεται Καρούγκ, μα Μακούμπα! Ο Μακούμπα θα μας εξοντώσει. Τώρα θα πληρώσουμε για όλες μας τις ανομίες και για την αμαρτωλή ζωή μας! Ξυπνήστε αδέρφια!» φώναζα, ούρλιαζα, έκλαιγα, γιατί λυπόμουν το λαό μας. Μήπως όμως, θα έπρεπε να τους παροτρύνω σε φυγή κι όχι στη μετάνοια. Θα μπορούσαν να μετανοήσουν κι αργότερα. Πρώτα, αν και αμαρτωλοί, θα έπρεπε να σωθούν. «Φύγετε όλοι απ’ τις στοές!» φώναζα. «Ο Μακούμπα θα ψεκάσει!»
Οι λίγοι που είχαν βγει με κοίταγαν σαν να ήμουν τρελός. Γι’ αυτούς έλεγα ασυναρτησίες. Ποιος ήταν ο Μακούμπα; Τι σήμαινε «θα ψεκάσει»;
Σύντομα άρχισαν να με πετροβολούν.
«Ψευδοπροφήτη!» φωνάζανε. «Βλάσφημε! Ο Θεός μας είναι ο Καρούγκ! Ο Ένας και Μοναδικός!» «Δεν υπάρχει Μακούμπα!» «Γι’ αυτό σε διώξανε από την αδελφότητα;»
Με γιουχάιζαν, με βρίζανε. Πίσω τους ο αδερφός Σεραφείμ κουνούσε σκεφτικός το κεφάλι. Αυτός τους σταμάτησε.
«Του έχει σαλέψει!» είπε. «Είναι τρελός!» και μου γύρισε την πλάτη. Ήθελα να φωνάξω πως όχι, δεν ήμουν τρελός, μια χαρά ήμουν κι όλα όσα έλεγα κι έκανα ήταν για να τους σώσω, για να βοηθήσω το λαό μας.
Δεν πρόλαβα.
Και πάλι ακούστηκαν τα βήματά Του. Και πάλι ο θυελλώδης άνεμος προανήγγειλε τις κινήσεις Του. Μετά ήρθε η Λάμψη Του. Και τέλος εκείνο το θανατηφόρο σύννεφο από σταγονίδια που τρύπωνε παντού – στις στοές, στις σπηλιές, στις μικρές χαραμάδες, στις τρώγλες μας, παντού όπου υπήρχε λαός Του Καρούγκ. Μάλλον αυτό ήταν ο ψεκασμός. Και πια ήξερα πως το σύννεφο έβγαινε από το Στόμα Του. Ήταν τα βρωμερά χνώτα Του, η Πνοή Του. Μια πνοή όμως, που έσπερνε τον Θάνατο. Τα σταγονίδια εισχωρούσαν παντού. Τα μάτια μας δάκρυζαν και τσούζανε. Στις τραχείες προκαλούσε μόνιμη σύσπαση και δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Χώρια οι παραισθήσεις, που όλα φαίνονταν διπλά και περίεργα παραμορφωμένα. Οι κινήσεις μας ήταν αργές, τα άκρα δεν υπάκουγαν. Όσο για τα φτερά, δεν θέλανε να ανοίξουν. Και παντού πλανιότανε η βαριά μυρωδιά του Θανάτου. Μια ασυνήθιστη οσμή, πικρή κι έντονη.
Ήμουν στα ανοιχτά, στην Αγορά κι αυτό με έσωσε. Όσοι βρίσκονταν στις στοές τους πέθαναν μαρτυρικά. Ήταν γενοκτονία. Μήπως ήμασταν άξιοι της μοίρας μας;
Και το έλεος του Θεού!;
Πως μπορεί να ήταν τόσο αιμοχαρής; Το ευχαριστιόταν να βασανίζει και να εξοντώνει τα κακόμοιρα «ζωύφια», που δεν Τον είχαν βλάψει σε τίποτα; Έβλεπες πως τα αδέρφια μου τρίκλιζαν κι έπεφταν. Προσπαθούσαν να σηκωθούν, μα δεν μπορούσαν. Ασθμαίνανε με συριγμούς και οι τραχείες τους κοχλάζανε. Μα το χειρότερο ήταν οι εφιάλτες που βιώνανε λόγω του ψεκασμού. Βλέπανε «τέρατα» να καταβροχθίζουν τις σάρκες τους και δαγκώνανε ο ένας τον άλλον. Κι εγώ είχα παραισθήσεις. Είδα ξανά την καημένη την Μιριάμ, να πνίγεται μέσα στους ατμούς. «Βοήθησε με!» έλεγε κι εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα…
Δεν ξέρω πόσο καιρό κειτόμουν στην Αγορά. Τα άκρα μου ήταν ακόμη μουδιασμένα. Υπήρχε μια αταξία στις κινήσεις μου. Και μια απαίσια ναυτία. Τότε ακριβώς, μέσα στην παραζάλη, μου ήρθε η επιφοίτηση. Συνειδητοποίησα, πως Άλλο είναι ο Καρούγκ, ο Καλός Θεός, που μας είχε πλάσει κατ’ εικόνα και ομοίωμα Του και άλλο εκείνο το κακομούτσουνο πλάσμα που μας τσαλαπατούσε και ψέκαζε. Ο λαός μας αποφεύγει να κατονομάζει τον Δαίμονα. Τον αποκαλεί «Αυτός που κάποτε θα έρθει», ταυτίζοντας τον με το Θάνατο και την κακοτυχία. Τώρα ήξερα το πραγματικό του όνομα. Τον λέγανε Μακούμπα. Δεν γνώριζα μόνο αν αυτές οι σκέψεις ήταν σταλμένες από Εκείνον, ή ήταν υποβολή του Δαίμονα. Μια φωνή υπαγόρευε στο μυαλό μου:
«Ο καλός σας Θεός, ο Καρούγκ δεν υπάρχει πια! Τον έχει νικήσει ο Μακούμπα…»
«Δεν είναι αλήθεια! Δεν είναι αλήθεια!» του αντιμίλησα σχεδόν κλαίγοντας.
«Και τότε γιατί τον άφησε να σας εξολοθρεύσει. Γιατί δεν τον σταμάτησε;!»
«Ήθελε… να μας δοκιμάσει…»
«Σαχλαμάρες! Απλώς δεν υπάρχει.»
«Ο Καρούγκ ζει!» φώναζα παθιασμένα « Όσο είμαστε ζωντανοί εμείς, ο λαός Του, μέσα από μας θα ζει κι ο Καρούγκ!»
Τότε συνειδητοποίησα, γιατί μας εξόντωνε με τόσο μένος. Σκοτώνοντας κάθε έναν από μας, σκότωνε κι ένα κομμάτι από Εκείνον!!!
Ωραία τα μεγάλα λόγια, όμως η αλήθεια ήταν πικρή κι όλο και κάποτε θα έπρεπε να την αποδεχτώ:
Ήμασταν ένας λαός χωρίς Θεό. Γι’ αυτό παντού βασίλευε το σκότος κι ανομία. Ήταν αναπόφευκτος ο ερχομός του Μακούμπα. Για να σωθούμε, θα έπρεπε να διανύσουμε μόνη μας την μεγάλη σκοτεινή πεδιάδα, αναζητώντας τον Πραγματικό, Καλό Θεό…
Αν υπήρχε…
Αν όμως πράγματι ήταν νεκρός; Ποιος θα έδινε κουράγιο στο λαό μας; Σε τι θα πίστευε για να μπορούσε να σωθεί;…
Όλα κάποτε τελειώνουν. Ακόμη και οι εφιάλτες. Σηκώθηκα αργά.. Όταν μπόρεσα να περπατήσω πήγα στην σπηλιά μας. Βρήκα τον γέροντά μου, τον αδερφό Σεραφείμ σε άθλια κατάσταση. Κοίταγε φοβισμένα χωρίς να μπορεί να με αναγνωρίσει. Του προσέφερα λίγο νερό και πάλι έγειρε χάμω. Προσευχήθηκα για αυτόν και για τον λαό μας. Μετά πήρα το καλέμι του. Έπρεπε να τα καταγράψω όλα! Τώρα, ενώσω τα θυμόμουν. Πήρα βαθιά ανάσα:
«Αδέρφια!» οι πρώτες λέξεις πάντα βγαίνουν δύσκολα. Έπρεπε όμως να συνεχίσω: «Ο Καλός μας ο Θεός ζει! Πρέπει μόνο να διασχίσουμε την τεράστια σκοτεινή έρημο, για να φτάσουμε κοντά Του…»
Εκείνη τη στιγμή η γης και πάλι σείστηκε. Και πάλι σηκώθηκε ο δυνατός άνεμος, σαν το φτερούγισμα του Θανάτου…
Υστερόγραφο από τον γέροντα Σεραφείμ:
«Δεν ήμουν κοντά στον αδερφό μας όταν συνέβη το μοιραίο. Μου είπαν, πως λίγο πριν το SMASH, το πρόσωπό του είχε μορφάσει προκλητικά. Θλίβομαι, πως, αν και γέροντάς του, δεν μπόρεσα ποτέ μου να τον απαλλάξω απ’ την αλαζονεία του. Αυτή τον οδήγησε στο θάνατο. Είθε, ο καλός μας ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του….»