Στην Κατοχή, από πάρε-δώσε στην Κομμαντατούρ
έμαθε πρώτα τα γερμανικά:
Ich nicht Kommunist
Ich Kammarad. Sieg Heil!
Αργότερα το γύρισε στα αγγλικά
’λεγαν πως νοίκιασε επί τούτου το πάνω
πάτωμα στον Άγγλο Ταγματάρχη:
I, amico, captain.
Rule, Britain, rule.
Κι εν τέλει με το σχέδιο Μάρσαλ
με άψογη του Τέξας προφορά
μέσα στον ύπνο του παραμίλαγε για dollars.
Σήμερα λεν ακόμα οι συγγενείς: τι έξυπνος
παιδί μου, τι πολύγλωσσος, πώς έπαιρνε τόσο εύκολα
πάντα τις ξένες γλώσσες.
(Γιάννης Καρατζόγλου, Ο θείος Κώστας)
Δικαιολογήστε μου τη σύγχυση περί επετείων, άλλωστε τα γραφτά μου είναι συνήθως γεμάτα ποιήματα (άλλο ένα όπλο στους άσπονδους φίλους), –και όχι μόνο την μέρα της Ποίησης, οπότε συγχωρούνται. Αντιθέτως την 21η Μαρτίου επιβάλλονται για γκλάμουρους ρεπορτάζ που βοηθούν στην απομυθοποίηση και αυτής της επετείου. Άλλωστε η εποχή μας διαχειρίζεται τα πάντα τόσο αποκαθηλωτικά («αποκτηνωτικά» προτείνει επίσης ο διορθωτής του PC), ώστε θύτες, βιαστές, θύματα, ρατσισμός, ποίηση, βασανιστήρια, Μιχαλολιάκος, Κολοκοτρώνης, Τρέμη, Βαλτέτσι, Αλβανία, Τζέιμς Πάρης, Βενιζέλος, Παπαδήμος, η παραχώρηση των (ελεγχόμενων) εκλογών, το θείο και το ανήθικο, να μετατρέπονται σε έναν αχταρμά που δεν μπορεί –κι αυτό είναι το αίτημα/διακύβευμα, να αφομοιώσει ο μέσος άνθρωπος. Κι έτσι ευκολότερα σηκώνουμε τα χέρια ψηλά παραδομένοι σε σωτήρες φονιάδες, σε βιαστές που υπόσχονται παρθενοραφή. (Που αφού τους τέλειωσαν τα χαϊμαλιά κι οι χάντρες, γιατί να μην αρχίσουν να πυροβολούν ιθαγενείς;)
Αφού μας πήραν τα πάντα –ακόμα και το πολυτιμότερο απ’ την ψυχή μας, το αμάξι μας– έρχονται να μας επιβάλουν και κανόνες εθνικού πατριωτισμού: συμπεριφορά στις παρελάσεις, βαθμό εθνικής υπερηφάνειας και συγκεκριμένη ένταση στις ζητωκραυγές. Για τη δική μας ασφάλεια θα αστυνομεύεται το πατριωτικό φρόνημα. Όπως αστυνομεύονται και τα αστυνομικά τμήματα., με τους μισούς αστυνομικούς να φυλάνε τους άλλους μισούς εαυτούς τους. Όπως επί χούντας αστυνομευόταν και το θρησκευτικό συναίσθημα. Με τα βεγγαλικά να ’χουν τεθεί εκτός νόμου, μαζί με την Ανάσταση.
Έγραφα την προηγούμενη Κυριακή για τους μηχανισμούς που απλώνει το σύστημα: ένα τεράστιο χταπόδι, μια υπερμεγέθης μέδουσα, που δεν αρκείται μόνο στον πλούτο και τη διαχείριση εξουσίας, αλλά διεκδικεί και την υποταγή του μυαλού μας. Επιβάλλει τους ποιητές, τους παιχνιδιάρηδες λογοτεχνίζοντες πανεπιστημιακούς, τους αναλυτές εκλογικών αποτελεσμάτων, τα καθεστωτικά περιοδικά, τους καθεστωτικούς συγγραφείς, τα καθεστωτικά κανάλια, καταβροχθίζοντας κάθε παρέκκλιση. «Παραποιείστε» «Αποσιωπείστε» «Τρομοκρατείστε» στο τέλος δεν θα μείνει τίποτα. Ελπίδα τους πέρα απ’ το φόβο και τον εθισμό στη διογκούμενη καταστροφή, το εθνικό μας αλτσχάιμερ.
Ηδονίζονται να προαναγγέλλουν τα χειρότερα, να διαχωρίζουν, να διαστρέφουν, να αποπροσανατολίζουν: αφυδατωμένες μορφές σε στεγνωμένα χείλη. Ποιος τολμά λοιπόν να τα βάλει με το Mega, ν’ αντιταχθεί στον Σκραβελάκη, να σχολιάσει το αποτυχημένο botox της Στάη, την παραμορφωμένη Κατερίνα Ακριβοπούλου, το παραλήρημα εν μέσω σιέλων του Προτοσάλτε; Υποχρεωμένοι να πλασαριστούμε στους όρους τους, αλλάζουμε ασθμαίνοντας γραβάτες –πάντα στην απόχρωση του κόκκινου, δηλωτικό της αριστερής νομιμόφρονος ιδεολογίας μας, και τρέχουμε από κανάλι σε κανάλι, από κοκορομαχία σε κοκορομαχία, κι από ραδιοφώνου σε ραδιόφωνο. Ό,τι να ’ναι, για τα λίγα λεπτά δημοσιότητας και ψήφων. (Οι ιδέες θα βρεθούν στην πορεία). Το μήνυμα, ή το μέσον προέχει; Οι λίστες, ο διαχωρισμός υποψηφίων στις περιφέρειες, ποιος θα πλασαριστεί πού, ποιος πριμοδοτείται, ποια εκλογή εξασφαλίζουμε. Για τα υπόλοιπα «έχει ο θεός».
Ίσως γι’ αυτό η μόνη αξία στις μέρες μας να απόμεινε η ποίηση: τουλάχιστον υπόσχεται να διασώσει το μυαλό, την ώρα που η εξουσία επιδίδεται σε λοβοτομή για τους πολίτες, ανήσυχους και μη. Γιατί η αληθινή ποίηση αντιστρατεύεται την άρχουσα τάξη, δεν γίνεται καθεστώς. «Δεν ξεπέφτω σε Θεό, εγώ», μας είχε πει ο Μιχάλης Κατσαρός.
Αποκτά νόημα από την ώρα που καθίσταται επικίνδυνη, από τη στιγμή που καίγεται στην πυρά, που τίθεται εκτός νόμου, που λογοκρίνεται, εκτοπίζεται, φυλακίζεται. Μη γίνεσαι ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΝ, έγραφε στην περίφημη Αμοργό του ο Γκάτσος. Αλλά ποιος νοιάζεται για την ουσία της; Αρκούν δυο στίχοι σε μια προεκλογική αφίσα.
Την αντίθεσή μας στην τυραννίδα της καθημερινότητας, σε κάθε ρυπαρό μεσάζοντα, εκβιαστή, αρχομανή τεχνοκράτη, στη νωθρότητα της ευκολίας, στο εφήμερο και στο αναπαυτικό, στη φυσικοποίηση της απόγνωσης και της φρίκης, στη βαναυσότητα της διεθνούς πολιτικής, στον εθισμό των βασανιστηρίων, στα εθνικιστικά μερακλώματα, στον ακαδημαϊκό βερμπαλισμό, στην αυτάρεσκη πόζα, στην εξίσωση Χρόνου-Ισοζυγίων, στην παθητικότητα του εικονικού, σε ό,τι διχάζει, επιβάλλεται και εξουσιάζει, σημειώναμε την 21η Μαρτίου 2005 στην μπροσούρα του Μανδραγόρα με αφορμή την τότε Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, καταλήγοντας πως ο Ποιητικός Λόγος συνενώνει τους ενικούς του σε έναν διαρκή πληθυντικό ενάργειας και πανανθρώπινης δυναμικής. Το δυστυχώς επίκαιρο ακόμα, δηλώνει ανημποριά και ανεπάρκεια. Άλλωστε όμοια με του Γιάννη Καρατζόγλου, και στη δική μας οικογένεια δεν είχαμε νεκρούς: ούτε από δυστυχήματα –όλοι ανεβαίναμε σιγά σιγά τις σκάλες/ προσεκτικά απ’ τα πεζοδρόμια στα ψώνια/ και οδηγώντας συνετά στις εκδρομές–// ούτε από άλλες αιτίες, κι αυτές συνηθισμένες./ –στο κίνημα του ’35 ήμασταν μικροί,/ στην Αλβανία νοσοκόμοι ή συσσιτιάρχες/ αμέσως ύστερα υπάλληλοι εκ των μη αναμιχθέντων/ και όταν ήρθαν οι ασύρματοι κι ο 375/ εισηγητές πια, ή τμηματάρχες με δύο τριετίες.// Στην οικογένειά μας δεν είχαμε νεκρούς, είχαμε μονάχα πεθαμένους.
Κώστας Κρεμμύδας