Όλο αγάπη
μπροστά
στο τέλος
η γοργόνα δέχτηκε
να πεθάνει [1]
Βασιλεία Οικονόμου
λέει: πού το νόημα που ηχούν οι τελετές. λέει πως γιορτάζαμε μαζί και τώρα είμαστε μόνοι. θρηνεί κανείς την πολύτιμη ιεροτελεστία του να ζεις. η ζωή παρουσιάζεται τώρα α σ ή μ α ν τ η. δηλαδή δεν σημαίνεται απ’ τα ισχυρά εκείνα γεγονότα που ως σ η μ ε ί α ορίζουν το χώρο της – ή αλλιώς μ ε τ α π τ ώ σ ε ι ς: τις αναγκαίες μεταπτώσεις προς μια κατεύθυνση που εν πολλοίς νοείται γραμμική, περισσότερο δε στην ενήλικη εποπτεία. όντας παιδί σημαίνω ούτως ή άλλως χρόνο καινό ο οποίος – εν τη αγνοία του, που δεν διαφέρει πουθενά απ’ την παντελή σοφία – ανα-καινίζει το χώρο. αλλιώς ο χώρος – χώρος μας – δεν θα ήταν παρά μια σταφίδα στο διάστημα, άχρηστη ακόμα κι ως τροφή για τα πουλιά.
διερωτάται κανείς τη ζωή. το κλειστό σύνολό της. παραδεχόμενοι το τελετουργικό, κατακυρώνουμε ως αξία χρήσης το ανθρώπων συμμάζεμα. είμαστε αχανείς. τούτο κατά μια έννοια – και μάλλον δυτικότροπα – ισοδυναμεί με θάνατο, κατά το οράν και γνωστικά. η Κυριακή είναι η μέρα που τινάζω τα σεντόνια μου. γ ά μ ο ς: η μερική κένωση των επιθυμητικών τόπων εν όψει της ανα-καίνισης. ομού και η εργασία, παρεκτός της κρυφής της ιδιότητας ν’ αναπτερώνει μόνο τον εαυτό της και έναν ου-τόπο που ουδέποτε μπορεί να πατηθεί (εργασία σύγχρονη). αυταξία.
ορίζω λοιπόν τον παρόντα μέλλοντά μου με τελετουργικές στιγμές-τελειώσεις, τονίζοντας κυρίως το πεπερασμένο ως ίδιον του ίδιου μου χρόνου (εμού ο χρόνος;). πρέπει να ξέρω πως π ρ ο χ ω ρ ά ω, κι αυτό συμβαίνει με τη δυνατότητα ν’ αφήνω τα πατήματά μου με τρόπο τέτοιο ώστε ατενίζοντάς τα να χάνονται πίσω. ειδαλλιώς β η μ α τ ί ζ ω. μια ζωή χωρίς τελετουργικό νοείται ως προαυλισμός. τριγυρίζω γύρω από τα βήματά μου, πάνω τους, τα σβήνω. βήμα, σβήμα. έχω άραγε υπάρξει; ποιο κορυφαίο σημείο και άσβεστο μπορεί να δικαιώσει τα χρόνια μου; δεν εφευρίσκονται τυχαία οι σφραγίδες και οι υπογραφές. σφραγίζομαι απ’ ό,τι σφραγίζω. θα πει κανείς: η ιδιοκτησία; το προφανές – απ’ ό,τι αναφέραμε – είναι πως νοείται ως κατακύρωση μόνο ό,τι ανα-νεώνω. τα παλιά σπίτια δεν περιέχουν πουθενά τον άνθρωπό τους. τα εγκαταλειμμένα αμάξια και τα σπασμένα ποδήλατα επίσης.
και ο έρωτας; θεωρούμε αυτόν μεν ως άρρεν και δη φτερωτό. τι σημαίνει αυτό για τη φύση του; μιας κι ήτανε ανάγκη το να δώσουμε σε μια ιδέα φύση. η αρχαία δυτική σφραγίδα δηλοί πως ο έρωτας εμπεριέχει λαβωματιά. με βρίσκει με το αίμα. οι πεταλούδες φτερουγίζουν στα σάπια ξύλα εν πλήρη αγνοία – παντός σοφία – πως τίποτα δε βρίσκεται σ’ εκείνα που να θρέφει – ή έστω: να μοσχοβολά. όταν όμως εγώ λαβωθώ απ’ τον έρωτα, τότε: γ ν ω ρ ί ζ ω. και πρώτα απ’ όλα τον πόνο και το φθαρτό μου. την ίδια ώρα – τι παράδοξο – δείχνομαι αθάνατος. έχω ένα βέλος στην καρδιά μα δεν πεθαίνω. τρόπον τινά ο έρωτας αναδεικνύει τη δυνατότητα του τέλους. την ίδια ώρα που απεγκαθιστά τον θάνατο απ’ τα ζωτικά μας όργανα, θέτοντάς τα: ερώμενα. σου δίνω συκώτι μου να μην το φάει το όρνιο. να περικόψω τ’ αλκοόλ. να γειάνω. με τετριμμένους όρους ο έρωτας είναι μια υπόσχεση υγείας για το ερώμενο υποκείμενο. κι είναι ταυτόχρονα μια διαδικασία αντικειμενοποίησής του – σαφώς τετριμμένα. τώρα μπορώ να αφεθώ. γδύνω το σώμα μου και δες μου τις πληγές. γίνομαι ζώο, τραπέζι και δούλος. βρίσκω τον ερώμενο μια ύπαρξη που πάσχει. αντίθετα, ο εραστής: μια πάσχουσα ο ν τ ό τ η τ α. το ενεργητικό ρήμα του έρωτός μας, βεβαιώνει πως είμαστε εδώ. να ο πόνος. διότι είναι ο έρωτας απ’ το εδώ αχώρετος. διότι δεν φτάνει η ζωή να τον μπορέσει.
μια στιγμή. είμαστε αχανείς. συνεπώς ο χώρος για το έρωτα βρίσκεται εντός μου. μα καθώς που είμαι θνητός και τούτα χάνονται αν ξεχαστώ για μια στιγμή π.χ. σήμερα πέθανε η μητέρα[2], προβαίνω τότε στην πράξη του, ώστε κάτι – χειροπιαστό – να ξυπνήσει την αχανή αίσθησή μου. χειροπιαστά εισδύω μες στο σώμα σου. χειροπιαστά μου εισδύεις μες στο σώμα. χειροπιαστά φιλάς το πίσω μέρος του γονάτου – αν το φιλάς. η κτηνώδης μου φύση εκεί καταδείχνει το αιώνιο. παρ’ όλα αυτά και μ’ όλα αυτά, το αιώνιο δεν χωράει στη συνείδηση. απαιτεί το λοιπόν τέτοια πράξη ένα τελετουργικό. ν’ ανασκαλίσει τις δομές του ασυνειδήτου να εκφραστούν τ’ ανείπωτα. καμιά τελετουργία που πάνω της ασκεί τον έλεγχό της η συνείδηση δεν είναι ικανή για να δώσει στιγμή κορυφαία. άσε με να εκφραστώ όπως δεν ξέρω ότι μπορούσα να εκφράζομαι – το λέω αυτό στο τρίτο μάτι. άσε με να μην ξέρω. άσε να μιλήσει η γιορτή τον εαυτό της. μισή σφαγή μισή σαν σύρραμμα. μετά από κάθε πράξη έρωτα να επιστρέφω ατελής. ειδάλλως: Φρανκενστάιν. να μην ραφτούν τα πράγματα στη θέση που πρότερα ήταν – μα: σιγά σιγά ή καταπώς αυθόρμητα να συρρεύσουν εν είδει υδραργύρου σε μια παχύρρευστη ένωση. ένα μέλι. εραστής και ερώμενος είναι – έπειτα απ’ τον εμπράγματο έρωτά τους – άνθρωποι από μέλι. σκληραίνονται μετέπειτα στον καθ’ ημέραν βίο, όμως – τι τύχη – πάλι χύνονται και πάλι πάλι πάλι.
ο δίχως γέννα έρωτας είναι η κορυφαία βουλητική πράξη του ατόμου. ακολουθεί η αυτοκτονία. έπειτα η αγωνία του Ηρόστρατου[3], ο φόνος. πέρα απ’ το καλό και το κακό, ο έρωτας είναι απ’ τις τρεις τους η μόνη που εμπεριέχει τον άλλο άνθρωπο. είναι η πρώτη μικρή κοινωνία κι η μόνη ακαθαίρετη. η γενεσιουργός αιτία της γλώσσας κι η εγκαθίδρυση μιας αυθεντίας μη-γλώσσας που ανέκκλητα ως επικράτεια εγκιβωτίζει τις λέξεις με πόνο να μην το μπορούν να πετάξουν. το οδυνηρό του έρωτα κι η εξάλειψη κάθε είδους πόνου κατοικεί μες στις μύχιες κραυγές μας τις άναρθρες. ο εμπράγματος έρωτας είναι απ’ τη φύση του ένας αταβισμός. στρώνομαι ύστερα στη δουλειά κι αποδείχνω με λέξεις τον έρωτά μου που άμποτε να ‘μεναν άλεκτες. σφραγίζω το μέτωπο του ερώμενου. εραστής και σφραγίζομαι – κι όμως. δικαιώνω το χρόνο των ιδρώτων και των σωματικών υγρών, των χαδιών, των βλεμμάτων που προηγήθηκαν. κι έτσι ωραία μου πεταλούδα – που λέγαμε – γύρω απ’ το χαλασμένο μου συκώτι ‘λαφροπετάς και τα φτεράκια σου ποτέ δεν θα ‘ναι ίδια στο υγρό σκούρο μέρος που σ’ έκλεισα.
μιλώ. μιλώ για έρωτα. λέω τις πεπερασμένες λέξεις. και ο έρωτας; θεωρούμε αυτόν ως άρρεν και δη φτερωτό. προσεγγίζουμε ωρισμένα το χάος το φάος το επέκεινα. κανένας άνθρωπος δεν μου αξίζει. ανθρώπινα κομμάτια[4] συρραμμένα μαρμαρυγούν. πού το μέλι του; πώς να χυθώ; θα σκορπίσω σωρός γράμμα-γράμμα που ούτ’ ένα δεν μπορεί να πει τον έρωτά μου. σας παρακαλώ μην με ρωτάτε. σε παρακαλώ μην με ρωτάς. το αχανές υποφέρει στη σφαίρα του ορατού. αν “φαίνομαι” σημαίνει γίνομαι ο ίδιος γλώσσα και “αποφαίνομαι”, αρνούμαι να γίνω [5], θα προτιμήσω το μονόλογο του χάους.
επιστρέφω στην τελετή. χωρίς να λέω σφάγιο. χωρίς να λέω σφάχτης. παρά μόνο το μέλι το άναρθρο. μην πιστέψεις στους στοχασμούς μου για σένα. στη μικρή που προηγείται ελεγεία με το κομπινεζόν. τη λεκτική ατμόσφαιρα που περιέχει το όλον. κατευθύνομαι προς το στόμα σου εγώ ένα στόμα. Σε προκαλώ να πιστέψεις στην πείνα μου // και πάνω απ’ όλα / πίστεψε / στην πηγαία / ζωώδη μου / πρόθεση / να κοιμηθώ / στα πόδια σου [6]. θυσία που θυσιάζει και θυσίασμα και θυσιαστή. δεν πρόκειται για βάδισμα μα κάποιο είδος πτήσης – η πτώση: εμπεριέχεται. ό,τι αν είμαι – αν είμαι – μαζί: να χυθούμε σ η μ α ί ν ο ν τ α ς ως η ζωή. ατελείωτοι.
Κατερίνα Ζησάκη
[1], [6] Βασιλεία Οικονόμου, Εφήμερα Ζώα, εκδ. Θράκα, 2018
[2] Albert Camus, Ο Ξένος, εκδ. Δαίδαλος, 1955
[3] Jean-Paul Sartre, Ηρόστρατος, εκδ. Γράμματα, 1986
[4] Γιώργος Χειμωνάς, Ο Γιατρός Ινεότης, εκδ. Κέδρος, 2008
[5] Γιώργος Χειμωνάς, Τα όνειρα της αϋπνίας, εκδ. Πλέθρον, 1994