Τα πικροσάββατα

In ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ by mandragoras

old friends

Δεν είναι για τη φετινή σαββατιάτικη παραμονή Πρωτοχρονιάς που διάλεξα τον παράταιρο για σήμερα τίτλο. Είναι που οι ψυχές μαραγκιασμένες σα σφουγγάρια/ ρουφάνε λίγον ήλιο απ’ το κρασί/ κι αζήτητες σ’ απόμερα πατάρια/ διψάνε για μια στάλα θαλασσί. Όπως σιγοντάρει τη θλίψη μας η φωνή του Μητροπάνου στον χασάπικο του Μίκη Θεοδωράκη και στο «χατίρι» του Λευτέρη Παπαδόπουλου.

Ακόμα και στα πιο μαύρα χαλάσματα, όταν τα λόγια αποκτούν υπόσταση τρισδιάστατη και μεταμορφώνονται σε ύπαρξη, τότε οι ζωές των ανθρώπων αξίζουνε τη λύτρωση, που καμιά βρωμισμένη εξουσία πολιτική, κομματική, θρησκευτική δε μπορεί να υποσχεθεί και να πραγματώσει. Χαίρομαι τη γλώσσα μας, που επιβάλλει ν’ ακούς και να αισθάνεσαι ως το βάθος, τη μουσική ουσία της ζωής: Στους τοίχους της ταβέρνας τα καράβια/ που χάραξε ένα χέρι απλοϊκό./ Γιατί να καταντήσουμε ρημάδια;/ Δεν μάθαμε ποτέ το μυστικό.//Τα δάχτυλα να σφίγγουν το ποτήρι/ παινέματα και λόγια λιγοστά./ Χριστέ μου, κάνε απόψε ένα χατίρι/ κι οι τελευταίοι να ‘ρθουν πιο μπροστά.

Η ίδια κεδροβελόνα που ξέμεινε ξεχασμένη μαζί με την περσινή άμμο μέσα στις σκόρπιες σημειώσεις ξεπερασμένων εικόνων/στιγμών, που λες και δεν υπήρξαν ποτέ, τσιμπά κι απόψε την καρδιά μου. Από τη μοναχική αυγουστιάτικη βραδιά της εφηβείας περάσαν πλήθος τα χρόνια κι όμως συνεχίζουμε να κλαίμε σαν τις παιδούλες μπροστά σ’ ένα πικάπ στα ακούσματα του Θοδωράκη, στα ποιήματα του Μπρέταν Μπίαν, στα ζεϊμπέκικα του Παπαδόπουλου, στους ήχους του μπουζουκιού του Καρνέζη, στις φωτογραφίες των αλυσοδεμένων, στους βομβαρδισμούς των νεκρών, στους άστεγους της Ομόνοιας, στα πρεζόνια και της πόρνες της Αριστοτέλους, στη βρωμιά του ελαιώνα, στην εγκατάλειψη της Αθήνας. Ανήμποροι, απλά οργιζόμαστε στις προκλητικές δηλώσεις των Βενιζέλων και των Πάγκαλων που κάποτε, οι ανανήψαντες, θα κοσμήσουν τα ψηφοδέλτια της κακόπαθης αριστεράς μας.

Πάντως να ξέρετε πώς σε κάθε καμπή, κι αυτή δεν είναι η πρώτη, αλλά φοβάμαι πως θα ’ναι η τελευταία μόνιμη καμπή της γενιάς μας, το ασφαλέστερο καταφύγιο είναι οι αμβλυμμένες απ’ το χρόνο μνήμες. Και οι οικείοι νεκροί, ζωντανοί συμπαραστάτες μας στα δίσεκτα. Γι’ αυτό τους σκέφτομαι και τους επικαλούμαι. Πολλά –πριν κινητών– χρόνια (όταν ακόμα υπήρχαν σημειωματάρια τσέπης για να καταχωρίζουμε τα τηλέφωνα), σημείωνα για το θάνατο του πατέρα μου: …Ο πατέρας μου ήταν διάσημος/ κι όμως ποτέ δε βρήκε θέση στο καρνέ μου/ θυμόμουν απέξω το τηλέφωνό του/ δε χρειάστηκε επομένως ν’ ακολουθήσουν/ τώρα διαγραφές/ Άλλωστε φροντίζω να διατηρώ για χρόνια/ την ίδια πάντα ατζέντα. Είναι γι’ αυτό που/ όλοι οι νεκροί μου παραμένουνε παρόντες.

Έκτοτε θεωρώ ιεροσυλία τη ΔΙΑΓΡΑΦΗ από κινητό, ή mail, από τη λίστα των επαφών μου. Κι έτσι συχνά στις αναζητήσεις μου σε ζώντες συνομιλώ με το τηλέφωνο του Αντρέα Παγουλάτου, καλώ από λάθος τη Ρουμπίνη, απορώ γιατί δεν απαντούν ο Κουλουφάκος στην Ακαδημίας, κι ο Αλέξανδρος Αργυρίου στο τηλέφωνο της Πλουτάρχου, πού χάθηκε ο Κοντοδήμος κι η βέσπα του Χρήστου Ηλιόπουλου, γιατί δεν περνά απ’ το γραφείο μου κι από τον Μανδραγόρα ο Μιχάλης Κατσαρός με την τριζάτη του καμπαρτίνα το χειμώνα και τη θερινή στολή με τη μπεζ τραγιάσκα τα καλοκαίρια… Ενημερώνω για εκδηλώσεις την Ανέζα, αφήνω να χτυπήσει περισσότερο γιατί ξέρω τις δυσκολίες στο βάδισμα του Κακναβάτου, ή νομίζω πως πατώντας το answer θ’ ακούσω την ελαφρώς τραγουδιστή αλλά ξεκάθαρα μεγαλόπρεπη φωνή απ’ το υπερπέραν: «Πετρόπουλοςςςς»!

Αν ήμουν κομματικό στέλεχος θα διάλεγα για σημερινό τίτλο το ελπιδοφόρο «Κι όμως, εμείς οι άνθρωποι θα νικήσουμε», από το επίκαιρο Ουαί τοις ηττημένοι (Vae Victis) του Κώστα Κοβάνη: Κι όμως, εμείς οι άνθρωποι θα νικήσουμε./ Αλλοίμονο! Αλλοίμονο στην οικουμένη/ αν νικηθούμε απ’ τη φθορά τη βία

Παραμένοντας βαθειά απαισιόδοξος, κι όχι αναίτια μπρος στη μακάρια αριστερά, φοβάμαι πως ότι θα με συμπεριελάμβανε, μαζί με τα παραθέματά μου, ο Μανόλης Αναγνωστάκης σ’ αυτούς που καταλόγιζε «μικροαστική αισθηματολογία» στη σύγχρονη ελληνική «προοδευτική» ποίηση, επισημαίνοντας έναν ασυγχώρητο πλατειασμό και μια θεματογραφική πολυλογία που υποκατέστησαν την αδρότητα και την απέριττη ποιητική έκφραση (Κριτική τχ. 2, Απρίλιος 1959).

Όντως, η νέα χρονιά και η σύγχρονη τέχνη, θέλουνε ανοιχτούς ορίζοντες ανατροπών, νέες επεξεργασίες, καινούρια υλικά, φρέσκο ύφος, νέο μέτρο, ολοκληρωμένη πρόταση που θα αντιπαρατεθεί στα κλαψουρίσματα, τη δολιότητα και την αναισχυντία και τον κυνισμό. Ενδεχομένως και νέα πολιτική, ή νέες επερωτήσεις που μπορεί να φαίνονται επαρκείς στους επαγγελματίες της αριστερής δημογεροντίας, γιατί κάθε μικροέμπορος ένα μεροκάματο μεροδούλι-μεροφάι επιδιώκει, αλλά εξακολουθούν να ’ναι αναποτελεσματικές για την κοινωνική προοπτική.

Και βέβαια το μόνο που δε θέλει η κοινωνία είναι ελεημοσύνες των νέων φιλοπτώχων σωματείων ΒΗΜΑ, SKY, FLASH, εκκλησίας –και η υποκρισία έχει τα όριά της–, που αντικατέστησαν τις γριές με τις γούνες και τους εράνους. Όπου τελειώνει ο Δήμος και το ΥΠΕΧΩΔΕ, αρχίζουν οι δράσεις του SKY για το περιβάλλον.

«Όταν βλέπω γριές να τρώνε πάστες, μου φαίνεται πως οι πάστες αυτές είναι μουχλιασμένες», έλεγε ο νορβηγός συγγραφέας Κνουτ Χάμσουν. Έτσι αισθάνομαι τους φιλεύσπλαχνους Τσίμα και Σταύρο Θεοδωράκη, που με καλούν να δέσω κόμπους στο μαντήλι μου αφήνοντας ένα κουτί γάλα για τους απόκληρους.

Πάντως, σαν έρθει η σειρά μου να ελεηθώ παρακαλώ το γάλα και το τυρί να είναι άπαχα. Και μη ξεχνάτε, καπνιστό σολομό, όχι πέστροφα. Κάνει καλό στα Ω3 και στο PSΑ και στο PSI μου, που είναι επιβαρυμένο και γι’ αυτό θέλουν να το περικόψουν οι προστάτες.

Καλή Ανάσταση, (που δεν την βλέπω).

Κώστας Κρεμμύδας