–κι έσονται αυτοί εις σάρκαν μίαν–
Ο άντρας είχε δύο μήνες που είχε αφήσει το αμάξι του και είχε ανηφορίσει πάνω στα άγρια βουνά. Λίγο-λίγο μαγευόταν από την όμορφη φύση και εγκατέλειψε τον εαυτό του. Πρώτα πέταξε τα κινητά. Στη συνέχεια άφησε τα εργαλεία ορειβασίας. Όλο ανέβαινε πάνω στο βουνό και το βουνό του πρόσφερε φρούτα και έτοιμα θηράματα για να τον παρασύρει κάνοντάς τον για πάντα δικό της. Ο άντρας είχε δύο μήνες που άφησε τα κλειδιά στο αμάξι.
Είχε σταματήσει το αμάξι μιας και άκουγε το επίμονο κλάμα ενός μικρού παιδιού πίσω από το αυτί του. Θα είμαι κουρασμένος είπε και φρέναρε απότομα με χειρόφρενο. Ύστερα, τράβηξε ίσια σε ένα μονοπάτι και από το μονοπάτι άκουγε το κλάμα παιδιού να παιχνιδίζει και να συνοδεύεται από το κελάηδημα των πουλιών. Άλλοτε δυνάμωνε, άλλοτε μαλάκωνε. Ένας αυλός εκεί τριγύρω κρυμμένος μέσα στους πυκνούς θάμνους έπαιζε σαν από άγνωστο χέρι σαγηνευτικές μελωδίες που μέλωναν τον νου του ανθρώπου σε μακάρια ηδονή. Ύστερα από μία μέρα δρόμο βρήκε έναν αυλό κοκάλινο κρεμασμένο μέσα στην χλιαρή φυλλωσιά μιας φιλύρας. Τον έλυσε και τον πήρε με χαρά στα χέρια του.
Έπαιζε αυτοσχεδιάζονται και το μωρό έπαψε να κλαίει με παράπονο παρά μόνο γέλαγε. Έτσι, ο άντρας οδηγήθηκε χωρίς να το θέλει σιμά στα ρυάκια και με τον αυλό έπαιζε στο νερό που γελούσε σα μωρό κελαριστά. Ο άντρας είχε εγκαταλείψει τα πράγματά του. Είχε βγάλει τη μπλούζα και ήταν γυμνός με το στήθος να δασώνει σαν πυκνό ρουμάνι. Κοιμήθηκε μέσα σε μία γούβα με δροσερά χορτάρια.
Μετά από μία βδομάδα ο άντρας μπορούσε να μιλά με τα πουλιά και να τιθασεύει με το τραγούδι του αυλού τα κύματα από τα ποτάμια. Το αντάλλαγμα αυτής της πειθαρχίας ήταν να του χαρίσει η φύση ένα πυκνό τρίχωμα που κάλυπτε όλο το σώμα και πύκνωνε στα πόδια. Μέρα με την μέρα τρεφόταν πιότερο με κρέας. Τα πόδια δυνάμωναν και μεγάλωναν υπερβολικά σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα. Μία ουρά που φύτρωσε στο τέλος της σπονδυλικής του στήλης τον βοήθαγε να αποδιώχνει τις μύγες και τα έντομα και αυτό τον χαροποιούσε ιδιαίτερα.
Μέχρι που δύο μήνες από τότε που άφησε το αμάξι πέτυχε σε μία κορυφή του βουνού ένα νεφέλωμα. Μέσα στην ομίχλη είδε το πρόσωπο της μητέρας του. Την είχε χάσει από μωρό παιδί. Λένε εξαφανίστηκε μέσα σε ένα δάσος. Δε γύρισε ποτέ. Από τότε έβλεπε αχνά στο όνειρό του πως θα έμοιαζε το μακάριο πρόσωπό της. Και μέσα στο όνειρο συναντιόταν με τη μάνα του μυστικά, την αγκάλιαζε και την φύλαγε, αφού αυτό ήταν το μόνιμο παράπονό του κι ας ήταν άντρας ώριμης ηλικίας. Έτσι και τώρα, μέσα στο νεφέλωμα συνάντησε τη μάνα του να του χαμογελά μειλίχια. Την είπε Νεφέλη και της ζήτησε να τον πάρει κοντά της. Η Νεφέλη το νωπό νεφέλωμα έκλαψε και τάραξε τον ουρανό τριγύρω με έναν καταρρακτώδη και σύντομο κατακλυσμό. Βροχή λούστηκε πάνω στο σώμα του άντρα και ενώθηκε με τα δάκρυα των ματιών του. Ώσπου μια αστραπή και δυο πέσανε κοντά του. Ο άντρας προσπάθησε να φυλαχτεί αλλά η αστραπή έπεσε πολύ κοντά του. Άρχισε να αισθάνεται τον ηλεκτρισμό μιας μόνιμης αλλαγής. Σύγκρυο έτρεχε από τους κουρασμένους του κροτάφους και επιθυμία γλυκιά για ύπνο τον επισκέφτηκε.
Ναρκωμένος από τον πόνο σύρθηκε μέσα σε ένα κούφωμα. Κουλουριασμένος κοιμάται και φυτοζωεί όπως-όπως με βρύα και υγρά σαλιγκάρια εδώ και τριάντα μέρες. Πονάει το σώμα του και με τα χέρια που το ψηλαφεί δεν το αναγνωρίζει πια. Δύο σκουλήκια κρέμονται κάτω από την ρωμαλέα του κοιλιά. Τα σκουλήκια σιγά-σιγά χόντρυναν σαν βόες και στη συνέχεια δυνάμωσαν σε περισσευούμενα κάτω άκρα. Τα κανονικά του πόδια ολόσκεπα με τρίχα απόκτησαν οπλές. Πολύ σύντομα ο κατάκοιτος άντρας απέκτησε τέσσερα πανομοιότυπα πόδια αλόγου. Ήταν κουλουριασμένος και διαρκώς έσκαβε την τρύπα και το τοίχωμα όπου τον προφύλασσε από τις αστραπές. Έξω η Νεφέλη του μίλαγε διαρκώς και τον νανούριζε να μη φοβάται την επιβολή της φύσης πάνω του. Του μίλαγε έτσι όπως δεν έχει μιλήσει μάνα σε γιο. Γλυκά και τραγουδιστά.
Τρεις μήνες μετά, αφού ο άντρας άφησε το αμάξι του στην στροφή του δρόμου η μεταμόρφωση του είχε ολοκληρωθεί. Ένα βράδυ με φεγγάρι ολόγιομο, ξαναβγήκε η Νεφέλη και με το φέγγος της πανσελήνου τον κάλεσε να κάνει τα πρώτα του βήματα στο αγαθό χορτάρι. Ο άντρας δοκίμασε να στηθεί στα πόδια και παρατήρησε ότι απόκτησε ταχύτητα ανθρώπινων κινήσεων σε ελάχιστα μόλις δευτερόλεπτα. Δεν τον έπιανε ανθρώπου μάτι. Όταν πλησίασε σε μια πηγή να πιει νερό είδε τον εαυτό του να ομορφαίνει άγριος μέσα από το καθρέφτισμα μιας δροσοσταλίδας. Αυτό που είδε ήταν ένα άλογο να τινάζει ρυθμικά τις οπλές του και από τη μέση και πάνω το όμορφο σώμα του να γυαλίζει από ιδρώτα.
Γύρισε τότε με άγρια χαρά και είδε ψαχουλεύοντας με τα χέρια και τα μάτια τον εαυτό του μεταμορφωμένο σε κάτι άλλο. Μισός άλογο, μισός άντρας. Η Νεφέλη τον είχε κυκλώσει σαν προστατευτικό λευκό βέλο και φωσφόριζε χαρωπά για τον άντρα που συνάντησε την δύναμή του. Είχε δύναμη όσο δέκα άντρες και ταχύτητα όσο δέκα άλογα μαζί και πείνα όσο είκοσι πλάσματα καθισμένα σε ίδιο τραπέζι.
Τρεις μήνες μετά την πρώτη φορά που άφησε το αμάξι ξεκλείδωτο και όλα του τα προσωπικά αντικείμενα στο ντουλαπάκι. Ο άντρας είχε μεταμορφωθεί. Καμιά φορά από περιέργεια ζύγωνε τα σπίτια των ανθρώπων. Μαζί του πάνω από το κεφάλι του έφερνε και ένα συννεφάκι ζαχαρί. Όπου έβλεπε σπαρτά ανθρώπων τελειωμένα από τη λειψυδρία έπαιρνε το συννεφάκι του καλπάζοντας γοργά πάνω στα χωράφια. Τα διέσχιζε εν ριπή οφθαλμού και τα δρόσιζε. Εκείνο το θέρος τα χωραφάκια θα αποδίδανε στο διπλό από την ευεργεσία του αλογανθρώπου. Το μόνο αντάλλαγμα που ζήταγε εκείνος ήταν ένα θερμό φιλί. Όταν πήγαινε η όμορφη κυρά του χωραφιού να πιει νερό από τη νερομάνα, ήθελε αυτός να την πιάσει από τη μέση και να τον φιλήσει στην πληγή που έφερε άγνωστο πως πάνω στην καρδιά. Διότι αν κοινή θνητή τολμήσει να φιλήσει κανονικά και να αγαπηθεί από κένταυρο, ποτέ δε θα γύριζε ξανά στο σπίτι. Τόσο καλά φίλαγε ο κένταυρος.
Τρεις μήνες μετά τον επίσημό θάνατό του. Ο μεταμορφωμένος κατέβηκε στην πλαγιά που είχε πέσει το αμάξι του. Στην αρχή δε θέλησε να το πιστέψει. Στην πληγή που έβαζε τις γυναίκες να τον φιλούν, είχε καρφωθεί ένας βράχος. Στο πέσιμό του με το αμάξι χτύπησε ένα άγριο άλογο και οι σάρκες τους ενώθηκαν. Η βροχή και η ομίχλη της περιοχής τους είχε ενώσει σε κομψοτέχνημα που θα ζήλευε και ο πιο επίδοξος γλύπτης. Παντού βρύα και κισσοί είχαν καλύψει τα σώματα των δύο νεκρών πλασμάτων. Από μακριά έβλεπες έναν ρωμαλέο Κένταυρο όρθιο πάνω στο σώμα αλόγου να κοντοστέκει στηριγμένος πάνω στον βράχο που μπηγόταν με τρυφερό τρόπο στην καρδιά του.
Τρεις μήνες μετά την εξαφάνισή του. Ένα ζευγάρι ορειβατών ακολούθησε το άσμα ενός μυστικού αυλού. Μέσα στην αντάρα είδαν το τρομερό θέαμα ενός Κένταυρου. Κάλεσαν γρήγορα την πυροσβεστική και εκεί αποκαλύφθηκαν οι συνθήκες του μυθολογικού δυστυχήματος. Δεν βρήκαν ταυτότητα και ποτέ δεν αναγνωρίστηκε ο άγνωστος άντρας.