«Αι δάφναι δόξης της σημαίας με τον αγκυλωτόν σταυρόν και η μεγαλοφυής διάνοια του Αδόλφου Χίτλερ»

In ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ by mandragoras

glezos

«Δεν είναι δυνατόν να ήσαν άνθρωποι με σώας τας φρένας αυτοί που υπεξαίρεσαν εν ώρα νυκτός την Γερμανικήν σημαίαν, η οποία εκυμάτιζεν, επί της Ακροπόλεως, παραπλεύρως της Εθνικής μας Σημαίας. Διότι μόνον παράφρονες ή όργανα ξένης προπαγάνδας ημπορούσαν να διαπράξουν μιαν τόσο επαίσχυντο πράξιν. Και είναι βέβαιον ότι, αν οι δράσται του εγκλήματος περιήρχοντο εις χείρας του ελληνικού λαού, θα λυντσάροντο ως εχθροί της πατρίδος μας. […] Eίναι φυσικόν ότι αι στρατιωτικαί αρχαί της Κατοχής δεν ανέχονται τοιαύτας προσβολάς κατά της εθνικής των σημαίας και επιβάλλουν αυστηράς κυρώσεις τας οποίας δεν υφίστανται μόνον οι δράσται των ανοήτων τούτων πράξεων, αλλ’ ολόκληρον το Έθνος. Είναι περιττόν να τονισθεί ότι εν τω συνόλω του ο ελληνικός λαός θλίβεται ειλικρινώς δια τας παράφρονας αυτάς πράξεις ελεχίστων μεμονομένων ατόμων […] Η Ανωτάτη διοίκησις του Στρατού Κατοχής σε συνεργασία με την Κυβέρνησίν μας προσπαθεί, κατά το δυνατόν, να θεραπεύσει τας σημερινάς επισιτιστικάς δυσχερείας της χώρας μας, των οποίων τα αίτια είναι ανεξάρτητα της θελήσεως των Γερμανικών αρχών. Εκείνοι που έθεσαν βέβηλον χείρα επί της σημαίας ενός γενναιόφρονος και ιπποτικού κράτους είναι εχθροί της ίδιας των της πατρίδας».

Όχι, το πιο πάνω κείμενο δεν το έγραψε ο Κύρτσος στα free press του, ούτε ακούστηκε ως τοποθέτηση του Μανώλη Καψή στις ειδήσεις(;) του Mega. Δημοσιεύθηκε στη «Βραδυνή» τη Δευτέρα 2 Ιουνίου 1941, όταν οι παράφρονες Λάκης Σάντας και Μανώλης Γλέζος με την επαίσχυντη πράξη τους «τραυμάτισαν τη δημόσια εικόνα της χώρας» και έβαλαν σε περιπέτειες έναν ολόκληρο λαό που προσπαθούσε να ξεπεράσει «τις επισιτιστικές του δυσχέρειες», δηλαδή να επιζήσει, με τη γενναιόφρονα στήριξη της ιπποτικής Γερμανίας. Τα αίτια των προβλημάτων μας, και τότε όπως και τώρα «είναι ανεξάρτητα της θελήσεως των γερμανικών αρχών». Περιττή λεπτομέρεια, και στις δύο περιόδους, η εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας. Ολόκληρης τότε επί Αδόλφου, μέρους σήμερα επί Βόλφγκανγκ. (Ας το αναγνωρίσουμε στα θετικά της διαπραγματευτικής δεινότητας του Γιωργάκη, έναντι του συνονόματου Τσολάκογλου).

Οι «μεμονωμένοι» παράφρονες και τα «μίσθαρνα» (σ.σ. ο ήχος της λέξης αυτής πάντα με ανατρίχιαζε) όργανα ευθύνονται για «την ηθική και υπαρξιακή κρίση της χώρας», όπως την προσδιόρισε πρόσφατα και ο Ευ. Βενιζέλος.

Και βέβαια ας μην ψέξουμε, (όπως έψεξε εμάς ο Παπούλιας), τους Γλέζο-Σάντα που «αντιμετώπισαν το δημόσιο χώρο» του Ιερού βράχου, τότε, (των παρελάσεων, σήμερα), «ως ιδιοκτησία τους».

Δεν έχει τόση σημασία ο παραλληλισμός των γεγονότων, όσο οι επικοινωνιακοί κώδικες και οι συρρικνωμένες πολιτικές απόψεις που πλειοψηφικά διαμορφώνουν το μοντέλο μιας καθεστηκυίας τάξης που εξακολουθεί ν’ αγωνιά όχι απλώς για τα συμφέροντά της, αλλά, κυρίως, για την καθυπόταξη του λαού που, αν από άμορφη μάζα, αποκτήσει υπόσταση, θα θέσει σε κίνδυνο, αυτά ακριβώς τα συμφέροντα. Οι σχεδόν πανομοιότυπες θέσεις κάτω από τον μανδύα μιας γενικόλογης θεσμολαγνείας, του πολιτικώς δέοντος και του ευπρεπούς, δεν κάνουν άλλο από του να διαμορφώνουν μια κοινωνία σε καταστολή. Όσο πιο προβλέψιμοι οι πολιτικοί κανόνες, τόσο πιο ελεγχόμενος ο λαός.

Και αν το πράγμα ξεφύγει, γιατί δε διακυβεύονται μονάχα οι κυβερνητικές εξουσίες αλλά και οι ενδοκομματικοί μηχανισμοί, (όχι και να στερηθεί η Βουλή του πολιτικού διαμετρήματος ενός Ψαριανού!), τότε τρέχουμε διακομματικά να το μαζέψουμε αγωνιούντες από κοινού οι Ψαριανός-Ρέππας-Μητσοτάκης-Ντόρα και πολλοί άλλοι για «συνεργασίες μακράς πνοής», ώστε να συνεχίσουν να μας κυβερνούν (και να υπάρχουν), έστω και με συνέταιρο. (Κάθε απώλεια είναι πάντα επώδυνη, πόσο μάλλον της εξουσίας). Αν δεν με πιστεύετε, ρωτήστε και τον Μπίστη.

Έρχονται λοιπόν οι δηλώσεις για «ενέργειες που τραυματίζουν τη δημόσια εικόνα της χώρας, αλλά και προσβάλουν τη σημαντική μέρα» (ΔΗΜΑΡ), ή «έκθετες διχαστικές μειοψηφίες στη συνείδηση του ελληνικού λαού» (Μόσιαλος), ή «Πατριώτες είναι εκείνοι που αμαυρώνουν μια εθνική επέτειο; Αγωνιστές είναι όσοι προσβάλλουν; Δίκιο έχει όποιος φωνάζει περισσότερο; Είναι δημοκράτες όσοι αντιμετωπίζουν το δημόσιο χώρο ως ιδιοκτησία;» (Παπούλιας).

Ή ανακαλύπτονται τα δημοψηφίσματα για ήδη πλειστάκις προειλημμένες αποφάσεις και δεσμεύσεις, όπως αυτό του Κονδύλη του 1935 για επαναφορά με 109% της μοναρχίας, του Γεωργίου Παπαδόπουλου με 92,21% του 1968 και του 1973, με ποσοστό 78,4%, για την πολιτειακή αλλαγή και την εκλογή του στην τότε Προεδρία της Δημοκρατίας. Ή, τώρα, του επίσης συνονόματου, που ψάχνει χρόνο και μηχανεύεται ελιγμούς αγωνιώντας να προσθέσει στο ενεργητικό του, και στο παθητικό μας, ένα ακόμα Μνημόνιο.

Ας παρακάμψουμε, την απορία μας, το γιατί τραυματίζουν οι διαμαρτυρίες των πολιτών την εικόνα της χώρας, ή μια εθνική επέτειο που, άλλωστε, υπάρχει χάρη σ’ αυτόν τον λαό. Ή το ανήκουστο του Προέδρου της Δημοκρατίας που μας επιτρέπει να εκφραζόμαστε μόνο κάθε τέσσερα χρόνια!

Ας μην αποφύγουμε όμως τον παραλληλισμό των πρόσφατων απόψεων, με το κύριο άρθρο της Βραδυνής του 1941. Για να καταλάβουμε ότι αυτό που ορίζει τη διαφορά μεταξύ φάρσας και ιστορίας δεν είναι τα μικρά ή μεγάλα συμφέροντα, οι επικοινωνιολόγοι, τα τετριμμένα, οι μηχανισμοί αναπαραγωγής μιας κομματικής εξουσίας, ή οι κυβερνητικοί τυχοδιωκτισμοί, αλλ’ αντιθέτως, οι παράτολμοι –δηλαδή οι εκτός και πέραν ορίων–, όσοι ρισκάρουν, δηλαδή αυτοί που κινδυνεύουν.

Η καταδίκη ακολουθεί συνήθως μια παράτολμη πράξη. Όπως και η άφεση, μια παράνομη.

Αλλά…. τέλος χρόνου! Η συνέχεια στο επόμενο…

Κώστας Κρεμμύδας