Νάνος Βαλαωρίτης Η οροσειρά των Ταύρων
Ο πατέρας μου ήταν μεταλλωρύχος. Ο παππούς μου ήταν μεταλλωρύχος. Τ’ αδέλφια μου και τα οχτώ ήταν μεταλλωρύχοι. Η μητέρα μου ήταν γυναίκα μεταλλωρύχου. Κι εγώ ήμουν γιος μεταλλωρύχου, εγγονός μεταλλωρύχου κι αδελφός μεταλλωρύχων. Οι αδελφές μου είχαν όλες παντρευτεί μεταλλωρύχους. Τέλος κι εγώ ο ίδιος ήμουν μεταλλωρύχος. Από τότες πέρασαν χρόνια. Τα εργαλεία μου έχουν χαλάσει. Τα μάτια μου δεν βλέπουν πια στο σκοτάδι, όπως άλλοτες, η φωνή μου κατάντησε ψίθυρος. Και μπροστά μας ορθώνεται απειλητική η οροσειρά του Ταύρου. [ ] Γι’ αυτό οι Έλληνες άποικοι και μέτοικοι που κατοικούν στα Άδανα, προστατεύουν το στόμα τους με μαντήλια και τα μαλλιά τους με μαγικά βοτάνια. [ ] Μεγαλύτερη ποινή ήταν η εξορία, μικρότερη ο θάνατος. Οι περισσότεροι προτιμούσαν τη μέση λύση, κι έμειναν στα σπίτια τους. Εγώ, καθώς μεταλλωρύχος, δεν ανακατεύτηκα. Μήτε δοκίμασα ποτέ να διασχίσω την οροσειρά. Όχι πως φοβήθηκα. Αλλά πρέπει ο καθένας να κρατάει τη θέση του.
Εμείς εδώ στα Άδανα κάνομε διωγμούς. Μερικοί ανόητοι γείτονες προσπαθούν να μας ελευθερώσουν. Δε νιώθουν, βλέπεις, οι καημένοι τίποτε από θεάματα και τελετές.
Ν.Β., Λονδίνο 1945
Το ποίημα του Νάνου Βαλαωρίτη, γραμμένο σε μια άλλη φορτισμένη περίοδο που ακολουθεί το τέλος του Β’ παγκόσμιου πολέμου και προμηνύει τη σκοτεινιά του ημέτερου εμφύλιου, θα μπορούσε να αναφέρεται και στην εποχή μας. Σύγχρονο, πολιτικό, ακριβές, εύστοχο και διορατικό, όπως όλο το έργο του, όπως οφείλει να είναι η ποίηση. Γνωστή η πορεία του Νάνου ως λογοτέχνη και μελετητή της σύγχρονης (και βεβαίως ευρωπαϊκής) ιστορίας της avant-garde, μια κι αποτέλεσε, κυριολεκτικά μέχρι το θάνατό του, την εμπροσθοφυλακή κάθε πρωτοποριακής/πειραματικής ιδέας στους χώρους της τέχνης και του πνεύματος: (Μπορούμε ν’ ανατρέψουμε τη σειρά, τη φύση και το νόημα/ των γεγονότων – δεν έχουμε παρά ν’ αλλάξουμε την ερμηνεία/ Δίνοντας μιαν άλλη κατεύθυνση, στρεβλώνοντας εδώ κι εκεί/ μια φράση, παρουσιάζοντας το σύνολο ως το μέρος/ Και προβιβάζοντας το μέρος στην κατηγορία του όλου/ Με αλλαγές ιεραρχίας. επίπεδου και διαστάσεων…)
Καυστικός αλλά πάντοτε ευγενής, ενημερωμένος (με τον φορητό mac στο γραφείο, το tablet στο τραπέζι του χολ, το κινητό για ν’ απαντά σε συνεντεύξεις, να εξηγεί με απλό τρόπο και να σε ξαφνιάζει –διεισδυτικός και ανατρεπτικός (όπως πρέπει να ’ναι ο ποιητής) με μια απερίγραπτη νεότητα σκέψης. Ακριβολόγος με απίστευτη μνήμη. Έγραφε ο ίδιος τα ποιήματά του στον υπολογιστή και θυμόταν απέξω μια μικρή διόρθωση που έπρεπε να προστεθεί στο χειρόγραφο. Αναζητούσε με ευκολία τα βιβλία από τις στοίβες που βρίσκονταν στο πάτωμα, καθώς τα ράφια των βιβλιοθηκών είχαν ξεχειλίσει από χρόνια. Δεν έχανε ποτέ τίποτε κι ας τα «τακτοποιούσαν» οι κοπέλες του σπιτιού. Τ’ αντιμετώπιζε όλα με χαμόγελο κι επανερχόταν στη συζήτηση-θησαυρό. Ήταν χαρά να τον ακούς στο πάντα ανοικτό σπίτι του της Πατριάρχου Ιωακείμ ή, τα Σάββατα, στο πατάρι του Κοραή. Γελαστός και με χιούμορ, με αφηγήσεις ουσιαστικές και αναλύσεις της σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας της λογοτεχνίας (και της ελληνικής βεβαίως) του 20ου και του 21ου αι. Πάντα έκπληκτος αναλογιζόμουν τον επαγωγικό και κυρίως [τον βαθειά] επαναστατικό τρόπο σκέψης του. Σχεδόν αβίαστα έβγαινε ο ενικός. Άλλωστε από καιρό μου ’χε πει, σαν να ακτινογραφούσε τη λογοτεχνική συντεχνία της εποχής μας: «Η υπεροψία είναι η ασθένεια των αδυνάτων και των άδειων».
Μια πρωτοποριακή στάση ζωής που έβλεπε και έλεγε τα πράγματα με τ’ όνομά τους: «Οι Έλληνες δοξάζουν τους ποιητές κι από τη άλλη τους χλευάζουν. Είναι βαθειά υποκειμενική ανάγκη να’ σαι ποιητής. Το πάθος για την ποίηση είναι αποκλειστικό πάθος. Ένας ποιητής δημιουργείται μέσα από μια έντονη εμπειρία. Θυμάμαι τον Ελύτη και τον Γκάτσο, τους είχα γνωρίσει το 1939. Είχαν μανία. Πηγαίναν κάθε τόσο στου Κάουφμαν κι αγόραζαν με πάθος βιβλία. Ό,τι έβγαινε στην Ευρώπη για τον υπερρεαλισμό. Βέβαια οι καλοί οι ποιητές έκαναν ένα κακό: κακούς μιμητές».
Ο Ν.Β. ήταν ο μόνος από τους Έλληνες δημιουργούς της γενιάς του, που αντιτάχθηκε «στην Τρίτη γερμανική Κατοχή», όπως ο ίδιος χαρακτήρισε την πνιγηρή πολιτική των μνημονίων που οδήγησαν στον αφανισμό και την εξαθλίωση, για άλλη μια φορά, του ελληνικού λαού. «Ό,τι δεν πέτυχαν με τους δύο Παγκοσμίους πολέμους, επιχειρούν να το κάνουν σήμερα με την οικονομία», σχολίαζε. Μέχρι τέλους σε ποιήματά του (Άλλοτε στα χαράτσια σου κόβανε το κεφάλι/ και το εναπέθεταν σε ένα ωραίο χρωματιστό καλάθι), αλλά και σε σειρά συνεντεύξεων (κάποιες δημοσιεύθηκαν στον ηλεκτρονικό και έντυπο Μ βλ. τχ 39, 47 κ.λπ.), με φλεγματικό χιούμορ («το προϊόν των πρωθυπουργών») και σαφή δημοκρατική ευαισθησία καταδίκαζε τις απάνθρωπες επιβουλές της ευρωπαϊκής νομενκλατούρας (μέσω της Τρόικας και του ΔΝΤ): «Κοσμήτορες του πόνου και της τραγωδίας/ Σκέπασαν τον κόσμο με τις σαπουνάδες τους».
«Είναι σημαντικό», σημείωνε, «στις κρίσιμες ώρες να ρίξουμε μια ματιά στην Οδύσσεια, να μην γίνουμε βορρά στους σύγχρονους μνηστήρες». Ή: «Τα άρθρα μου μπερδεύονται μες στα δίκτυα τα ρηχά και βγάζουν άναρθρες κραυγές», «Βγαίνουν φιδιοχέρια να σε πνίξουν», [ο άνθρωπος πρέπει] «να πάρει πίσω τον κόσμο του/ τον κόσμο που του έκλεψαν».
Βαθειά αναστατωμένος από την καταστροφική φωτιά και τους δεκάδες νεκρούς τον Αύγουστο του 2007 κι ευαισθητοποιημένος από χρόνια στις ιδέες του οικολογικού κινήματος, όχι ως πολιτικός παράγων αλλά ως πολίτης τέθηκε επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας στις βουλευτικές της 16η Σεπτεμβρίου 2007 με τους Οικολόγους Πράσινους. Δυο χρόνια αργότερα κι αφού θεώρησαν ότι η εκμετάλλευση του ονόματος του Νάνου Βαλαωρίτη είχε αποδώσει, το δίδυμο Τρεμόπουλου-Χρυσόγελου έκαναν τα πάντα για να παραληφθεί από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2009. Δε σεβάστηκαν ούτε την ανιδιοτελή προσφορά, μήτε το κύρος και την ηλικία του. (Είχαν άλλωστε συμφωνήσει το μοίρασμα της θητείας στο Ευρωκοινοβούλιο). «Τι φοβήθηκαν Κώστα», μου έλεγε πικραμένος, «μήπως στην ηλικία μου είχα ανάγκη από ταξίδια και δόξα…». «Εγώ αμέσως θα υπέβαλα την παραίτησή μου…». Η έδρα κερδήθηκε για τους δυο για να ξαναχαθεί 5 χρόνια μετά με γνωστά παρατράγουδα που ξεφεύγουν ορίων ηθικής, περιβαλλοντικής και μη. Ο Νάνος ξαναγύρισε στα δικά του αντίθετος πάντα των μνημονίων και των κυβερνήσεων που τα εφάρμοζαν. Μιλούσε τακτικά, πρόθυμος πάντα να εξηγήσει, με τη ζωντάνια και το βάθος των ιδεών του, για την καταστροφή της χώρας. Η φωνή του ακουγόταν παράταιρη, όπως κάθε πρωτοποριακός αιρετικός λόγος, σε μια συστημική ηγεμονεύουσα τάξη. Που απλώς συνέχισε τα δικά της ερήμην μας, όπως πάντα: Οι παροτρύνσεις των δασκάλων: Ήσυχα παιδιά δίπλα κοιμούνται όλοι αυτοί/ που θυσιάστηκαν για το μέλλον σας...
«Εδώ δεν φοβηθήκαμε τα τανκς και τα κανόνια των Γερμανών και τα σπαθιά των Ιταλών. Εδώ δε φοβήθηκα στην Ασφάλεια επί Κατοχής…», έλεγε με πραότητα δείχνοντάς μας εναλλακτικές οδούς αντίστασης.
Καληνύχτα Νάνο, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ. Καληνύχτα…, θα του ψιθυρίζει απ’ το υπερπέραν ο Νίκος Γκάτσος.
Μ