«Αποστάτες Άγγελοι… ιδανικοί αυτόχειρες»
Η ποιητική συλλογή Αποστάτες Άγγελοι της Πωλλέτας Ψυχογυιοπούλου (εκδόσεις Κουκκίδα, 2024) ανοίγει την αυλαία της για τον/την αναγνώστη/-στρια με ένα ποίημα ποιητικής το «Ποίησης εστία» (σσ. 11 – 12) και την κλείνει με τη «Στοίβα λέξεων» (σ. 77) ένα άλλο, επίσης, ποίημα ποιητικής, η οποία αποτελεί «επιλύχνιο ευχαριστία» (σ. 77) – «φως ιλαρόν» της συλλογής. Και είναι η τέχνη της Ποίησης, κατά τη δημιουργό, «επιλύχνιος ευχαριστία», καθώς φωτίζει τις ψυχές των ανθρώπων, λειτουργεί λυτρωτικά και μεταπλαστικά ως πυξίδα για τη διαδρομή από το σκοτάδι στο Φως, «τα δυσδιάκριτα, όρια τρέλας και λογικής/παντοτινά υμνώντας» (σ. 77). Καταλυτικός, λοιπόν, ο ρόλος της ποίησης καθώς τα ποιήματα «Σκίζουν τον χρόνο σφυρίζοντας/ήχους πένθιμους/επίθετα μεριάζουν/επιρρήματα και μετοχές» (σ. 64) γιατί η καταφυγή στην Τέχνη αυτόματα μεταφέρει τη μνήμη ένα βήμα πιο κοντά στη λήθη. Η ανάκληση του παρελθόντος αποκαλύπτει τη διάθεση της ποιήτριας να αποσιωπήσει, να λειάνει, να βελτιώσει ή να αναδιαμορφώσει όλο εκείνο το οικοδόμημα το οποίο, έξω από το ποίημα, θα αποτελούσε μια ρεαλιστική εκδοχή επενδυμένη με τα αιχμηρά του και, γιατί όχι, οδυνηρά της υλικά.
Και πράγματι το οικοδόμημα των Αποστάτων Αγγέλων αποτελείται από επώδυνα υλικά γιατί «η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί» όπως γράφει και ο Γ. Σεφέρης στη Μνήμη Α΄ (Σεφέρης, 2002). Έτσι και η Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου γράφει: «Κι οι ποιητές;/Μετεωρίζονται στη θλίψη/επιφορτίζονται την ενοχή» (σ. 64). Ο θάνατος και η εσωτερική μόνωση, αλλά και τα ψυχικά νοσήματα (κατάθλιψη, άνοια, σχιζοφρένεια) είναι τα θεμελιώδη υλικά με τα οποία «χτίζει» τα 41 ποιήματα της συλλογής.
«Δίπλα της … οι νεκροί /οικεία εμμονή/θέση πάντα τους κρατά/ασφυκτιά και αναπολεί» (σ. 19) θα γράψει η ποιήτρια στο «Υπέρ ψυχών» (σ. 19) για τον θάνατο. «Ρίχνω την πλερέζα./Καθρεφτίζομαι./Αλλάζω./Το μαύρο φορώ τυρμπάν/εκείνο με τον φιόγκο πίσω» (σ. 21), αξιοποιώντας δημιουργικά υλικά που είναι συνυφασμένα με τον θάνατο. Το τοπίο του θανάτου και του πένθους συντίθεται και εντείνεται και από την επιλογή των χρωμάτων. Το μαύρο και το μωβ έχουν την τιμητική τους. «Ο κάμπος στα μωβ/τάφους καταμετρώ/ζωντανών και νεκρών» (σ. 24), «Μαύρο περιστέρι άπλωσε φτερά/εν ειρήνη» (σ. 11) και «ραμφίζουν της ψυχής τα μονοπάτια/και τα μαυροπούλια» (σ. 24) ενώ «οι μαύρες κορδέλες βυθίζονται» (σ. 12) Συνθέτοντας το στοιχείο του παράδοξου η ποιήτρια θα γράψει: «Μαύρο αίμα κυλά, […] μαύρα φτερά και πούπουλα./Μαύρο σκότος/λεκιάζει το πάλλευκο όνειρο» (σ. 50). Θέλοντας να μεταφέρει στον/στην αναγνώστη/-στρια την παγωμένη ατμόσφαιρα του θανάτου προσθέτει: «Κάνει κρύο εδώ πέρα» (σ. 19) και «θανάτου πάγος αναδεύεται» (σ. 48).
Τα άλλα ποιητικά υλικά, το παράλογο και τα ψυχικά νοσήματα, προσεγγίζονται από την Π. Ψυχογυιοπούλου τόσο εξωτερικά όσο – και κατά κύριο λόγο – εσωτερικά. Η ποιητική φωνή μέσα από ρεαλιστικές απεικονίσεις περιγράφει τις εξωτερικές συνθήκες τις οποίες αλλά και στις οποίες βιώνουν τα άτομα με ψυχική νόσο. «Έβαλα κάγκελα λευκά» (σ. 31) σε «Αλλόκοτη φιγούρα/αλαφροπάτητη/με αγριάδα στα ματόφρυδα/και μαξιλάρι αγκαλιά […] με μάγουλα φλογάτα,/[…]» (σ. 35) σε πρώτο (α΄) ενικό πρόσωπο θα διατυπώσει στο «Τρελοτεχνείον» (σ. 35) καθώς και στην «Έκτη πτέρυγα» (σ. 36). Ο χώρος συντίθεται από «τοίχους που φεγγίζουν στο σκοτάδι/απόκοσμη λευκότητα/αλλόφρονες φιγούρες,/πυρίκαυστες πνοές,/δεμένες μ’ αλυσίδες σχήματα σταυρού, σέρνονται ωχρές» (σ. 36). Η δημιουργός στη συνέχεια υπεισέρχεται στην εσωτερική πραγματικότητα κάνοντας μια βουτιά στον ψυχικό κόσμο. Κάνει μια μετάβαση από τα «κάγκελα εμπρός τους» (σ. 36) στα «κάγκελα εντός τους» (σ. 36) σε εκείνες τις «ψυχές κουρέλια/ [που] σκιαμαχούν παραπεταμένες./Παθήματα μετράνε,/αθέατα γλιστράνε/σε παραληρήματα/και πλανερές φωνές» (σ. 36). Το παραλήρημα ως ένα στοιχείο έκφρασης του παραλόγου του ψυχικά νοσούντος ατόμου κατέχει κεντρική θέση στα ποιήματα καθώς φωτίζει έναν ιδιαίτερο εσωτερικό κόσμο: «Είσαι ο Δίας, κραύγασε η φωνή» (σ. 30) καθώς «Μονάχος στις φωνές του σκότουςˑ/ρόλους υποδύεσαι./[…] Στο παραλήρημά σου, συχνά φωνάζεις:/ «Είσαι η αδελφή του Μέγα Αλέξανδρου»/κι ύστερα μ’ αγωνία με ρωτάς: Δεν χαίρεσαι;/Η αδελφή του Μέγα Αλέξανδρου είσαι!» (σ. 28). «Οι τρόφιμοι άνθη παραφροσύνης/σέρνουν φαντάσματα, χαμένοι στου μυαλού την παράδοξη ρουτίνα/[…] αγκαλιάζονται σύννεφα/ενώπιος ενωπίω με τις φωνές./Φωνές, σπρώξιμο, οιμωγές/[…] Είσοδος άκρατου παραλογισμού.» (σ. 41) γράφει η Π. Ψυχογυιοπούλου στο «Επισκεπτήριο» απεικονίζοντας ρεαλιστικά μ’ έντονες ακουστικές εικόνες την κατάσταση των τροφίμων.
Η ποιήτρια ψαύει και το θέμα της άνοιας γράφοντας σε β΄ ενικό πρόσωπο πως «[…] της άνοιας χάδι/ αφροσύνης ράπισμα/σ’ αγγίζει φευγαλέα/φέρνοντας τους αγαπημένους σου νεκρούς» (σ. 58). Ο χρόνος δεν λειτουργεί λυτρωτικά, απελευθερωτικά και θεραπευτικά. Αντίθετα μπορεί να χαρακτηριστεί ως αντίπαλος του ανοϊκού ατόμου καθώς «Στου χρόνου τα ρωγμές παραδέρνεις. […] Μνήμες ανασαίνεις/σανό μυρίζουν και βρεγμένη γη.» (σ. 58) θα διατυπώσει ποιητικά για την καταλυτική δύναμη του χρόνου στη μνήμη με εικόνες που διεγείρουν την αίσθηση της όσφρησης. «Κυνηγώ τη λήθη,/θάβοντας την ενοχή./[…] Λυγμός οι λέξεις και οι πράξεις./Λεξιπλαστείο θανάτου./Τιμή στους «ιδανικούς αυτόχειρες»/φωνάζει ο ποιητής» (σ. 67) δηλώνοντας την εναγώνια προσπάθεια του ποιητή να μετουσιώσει το ρεαλιστικό πλαίσιο σε καλλιτεχνικά άρτιο έργο, το οποίο αναπόφευκτα επιφέρει την αλλοίωση της μνήμης και τη μετάβαση στη λήθη. Το ποιητικό έργο έρχεται να λειτουργήσει ως το «καταφύγιο» του Κ. Καρυωτάκη στο ποίημά του «Ιδανικοί αυτόχειρες» (Καρυωτάκης, 1927). Η δημιουργός συν-ομιλεί, βρίσκεται σε διάλογο με το έργο του Κ. Γ. Καρυωτάκη, απορροφά και μετασχηματίζει τα διακείμενα (Kristeva, 1969) στο ποίημα «Συναγερμός» (σ. 67). Έτσι το στοιχείο της διακειμενικότητας λειτουργεί ως κλειδί το οποίο ξεκλειδώνει την ερμηνεία του έργου κι αναδεικνύει τη συγχρονική και διαχρονική σχέση της ποίησης με τον θάνατο.
Αλλά και η επιρροή του χώρου στη συνείδηση του ανοϊκού αποτελεί αχώριστη δύναμη, καθώς σύμφωνα και με τον Bachtin στην ατομική μνήμη ισχύει «το αχώριστο του χώρου και του χρόνου» (Bachtin, 2008). «Με τα ακροδάχτυλά σου ψαύεις,/σημαδεύεις αργά/κάνουν κύκλο στη φρουτιέρα/ολόκληρες νιφάδες χιονιού/ στήνουν καθημερινό χορό» (σ. 60).
Θα μπορέσει, τελικά, η ποίηση και η τέχνη εν γένει να αποτελέσει «καταφύγιο»; Θα καταφέρει να απομακρύνει τον φόβο που «στοιχειώνει τη ζωή»; (σ. 66). Η απάντηση δίνεται στους τελευταίους στίχους στο «Χώμα τάφος»: «Κλείνω το μάτι στο σκότοςˑ/τον φόβο διώχνω» (σ. 66). Και ταυτόχρονα γεννάται το ερώτημα στον/στην αναγνώστη/-στρια: Ποιος είναι ο ρόλος της Ποιητικής τέχνης; Η απάντηση δίνεται στην «Έκτη πτέρυγα» (σσ. 36 – 37): «Το μολύβι μένει εκεί/στο έλεος τέχνης δήθεν ποιητικής» (σ. 37). Η ποιητική τέχνη, κάποιες φορές και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, φαίνεται πως έχει αμφιλεγόμενο ρόλο, όπως διατυπώνεται με το επίρρημα «δήθεν».
Η Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου εγκύπτει με ευαισθησία σε θέματα που απασχολούν την ατομική και συλλογική ζωή. Το απλό και ταυτόχρονα πλούσιο ποιητικό λεξιλόγιό της μεταφέρει στον/στην αναγνώστη/-στρια την ατμόσφαιρα και το εσωτερικό κλίμα που βιώνει το ποιητικό υποκείμενο και διεγείρει τις αισθήσεις με τις ποικίλες εικόνες. Η παρήχηση φθόγγων («Μαύρο περιστέρι άπλωσε φτερά» (σ. 11), «φωλιά σε κοχύλι» (σ. 15), «Το μαύρο φορώ τυρμπάν» (σ. 21) αλλά και η επανάληψη λέξεων – συμβόλων (φίδια, γάτες, αλάτι, φωνή, σκιές, κ.ά) φωτίζουν το περιεχόμενο των στίχων προσδίδοντας στην ποίηση έντονη λυρικότητα καθώς και θεατρικότητα. Σε πολλά, επίσης, ποιήματα ο/η αναγνώστης/-στρια αισθάνεται πως βρίσκεται σ’ ένα συνεχή διάλογο με το ποιητικό υποκείμενο με αποτέλεσμα οι Αποστάτες Άγγελοι να κάνουν μια κατάβαση στη γη και άλλοτε να δίνουν κι άλλες φορές να μην δίνουν απαντήσεις σε ερωτήματα που απασχολούν τον άνθρωπο. Σε κάθε, όμως, περίπτωση καλλιεργείται ένα στενό δέσιμο μεταξύ τους, μέθεξη ώστε η υπερρεαλιστική ανοικείωση που προκαλείται με τα «Μύρια δέντρα και καρποί/που έχουν φύκια για κλαδιά» (σ. 65) να μεταβάλλεται σε οικείωση, την οποία βιώνει έντονα ο/η αναγνώστης/-στρια στο ποίημα – σονέτο της συλλογής, «Οι κούκλες» (σ. 71): «[…] Οι κούκλες μου συντροφιά ονειρική/τα μοναδικά της ζωής παιδιά μου/γεμίζουν ευωδιά την αγκαλιά μου,/στήνοντας συγχορδία φανταστική./ Βλέφαρα ανοιγοκλείνουν πονηρά/παιχνίδια στον νου ακροβολισμένα/με φωνάζουν νύχτα μέρα ηχηρά.»
Το «Ξυλόγλυπτο», η «Έκτη πτέρυγα», ο «Μαύρος φιόγκος», τα «Ψίχουλα», οι «Εικονο-στάσεις» συνθέτουν με τη «Σκοτεινή πένα» της Πωλλέτας Ψυχογυιοπούλου, την οποία καταθέτει/θυσιάζει στην «Ποίησις εστία», ένα «Νεροπαραμύθι» και ένα «Πάλλευκο όνειρο» δίχως «Πισωγύρισμα», όπου οι «Αγγελίνες» και οι «Ανοίκειες φωνές» γίνονται «Αγγελιαφόρ[οι] Άγγελ[οι]»!
Νίκη Μισαηλίδη
Βιβλιογραφία
Bachtin, M (2008). Chronotopos. Μτφρ. M. Dewey, Berlin: Suhrkamp
Kristeva, J. (1969). Σημειωτική: Recherches pour une semanalyse. Paris: Seuil.
Καρυωτάκης, Κ. (1927). Ελεγεία και Σάτιρες. Αθήνα: “Αθηνά” – Α.Ι. Ράλλης & Σία, σσ. 78 – 79
Σεφέρης, Γ. (2002). Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄. Αθήνα: Νεφέλη