35 ποιήματα από την ανέκδοτη συλλογή
“Τα χειρόγραφα μιας χαμένης συνειδητότητας”
I
Κάποιος έσπειρε ψυχές στο έρεβος
και μέσα σε αυτές σήραγγες φωτός
θραύσματα αιωνιότητας
οι λέξεις άπειρα ονόματα του άπιαστου
εκείνου που δημιουργεί και καταστρέφει
στη θλιμμένη μουσική του χρόνου.
Τυφλό αίνιγμα γεμάτο προαισθήματα
τί αντιλαμβανόταν τί ποθούσε
πίσω από άγονους αιώνες εξορίας
ένα καθρέφτη ίσως να δει
τους κατοπτρισμούς του προσώπου του
μια περιπλάνηση στο αδιάστατο
να βρει την ταυτότητά του
να τρέξει πίσω από τη θνητότητα
αυτό το άφθαρτο
να χτίσει κλιμακώσεις του άπειρου
αδιάτρητη μοναδικότητα όλο νόημα και φως
παιδί προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από ένα
έναστρο λαβύρινθο απουσίας.
Κι έτσι είπα να φύγω
να πάω σε ένα ωκεανό βαθύτερο
αυτός που γύρευα δεν είμαι
αναχωρητής στης πλάνης το όνειρο
αιωρούμενο ψέμα που βλάστησε τυχαία
φλέγεται και ακτινοβολεί στη μελλοντική τέφρα του.
II
Όσοι γεννιούνται σε αυτόν τον κόσμο
αλλά αναγεννιούνται κάπου αλλού
όσοι αγαπούν και αναδύονται
από τις αβύσσους της προδοσίας
περιπλανιούνται στο φέγγος που τους καλεί
σείοντας παρτιτούρες ημιτελών προφητειών
νεροποντές ονείρων.
Κατοπτρικός ταχυδρόμος της ουτοπίας η ζωή
όλα είναι και δεν είναι
είμαστε και δεν είμαστε
φαντασιώσεις του ανύπαρκτου χρόνου
ψυχές του αντίο
ίχνη βημάτων στην άμμο.
Δεν αναγνωρίζω προορισμούς
ούτε το σώμα που με έφερε
σημείο συναντήσεων κατοπτρισμών είμαι
έρχομαι από το ελάχιστο τίποτα
και προχωρώ
αργοπορώντας
στις παρυφές τού φωτός.
III
Η γη που πατούμε
τόπος θνητότητας ολοκαυτώματος ονείρων
δεν υπάρχει δεύτερη πράξη όταν πέφτει η αυλαία.
Μυστηριώδης χορδή παρτιτούρα…
ρυθμίζει την απροσδιοριστία του τίποτα
τις διακυμάνσεις του χάους και του χρόνου.
Και οι λέξεις ακόμη κελύφη αδειανά
γαντζωμένες στη ροή απομυζούν κατοπτρισμούς
να αποκτήσουν νόημα να αντιληφθούν
τις αισθήσεις του κόσμου.
Ο αλχημιστής κρυμμένος στο φως
μεταστοιχειώνει τις χαώδεις εκδοχές σε πεπρωμένα
καθελκύει το εφήμερο τους προορισμούς του τυχαίου.
Οι λέξεις είναι ο τρόπος του να υπάρχει
να μετακινείται στο συμπαγές αόρατο
λαχταράει να λύσει το αίνιγμά του
να απελευθερωθεί από τη μοναδικότητά του
να γίνει ον
παιδί που κλαίει στις όχθες του ποταμού
νιότη που γερνάει.
IV
Αν έτσι είναι η ζωή
το διηνεκές διαρκεί όσο υπάρχεις
τεντώσου με όλες τις αισθήσεις σου
δες
σε αυτό το εκμαγείο της ευτυχίας
το εφήμερο διασώζει
τη λεηλασία του φωτός
αναδιπλώνονται ξεμακραίνουν οι καιροί
χιονίζει βαθιά στην απουσία.
Αν αυτή είναι η ζωή
αλληγορίες θαμμένες στις νυχτερινές σκιές
μες στο ενύπνιο οι ευτυχισμένες μέρες
γυρεύουν το χαμένο νόημα
την αόρατη αρχή της ύπαρξης
όσο το κουπί ενός άλλου δίδυμου πορθμέα
σκαρφαλώνει
σαν ένα σαλάχι στο σκοτεινό κύμα.
Αν πραγματικά αυτή είναι η ζωή
ποιο μονοπάτι τράβηξε έξω
την ελπίδα που κατοικεί
στη νύχτα του κόσμου
ηχώ βυθισμένη στην ενθύμηση.
Βουλιάζουμε όπως βουλιάζουν
οι ερωτηματικοί άνεμοι
μέσα στο χρόνο.
V
Ανολοκλήρωτη η αρχή το τέλος ελλείπον
έτσι τελειώνει η κάθε μέρα
ροή μες σε μιαν άλλη ροή ονειρεύεται
να συναντήσει τη διαφάνεια μιας ενθύμησης
όπου γεννιέται ο χρόνος.
Πεθαίνουν τα άστρα στη μακρινή σιγή
συμβαίνει ακόμα
στις θάλασσες στα ημιτελή μονοπάτια
στην απουσία που έρχεται από μακριά
όλα ακίνητα
προχωρούν μες στον μύθο.
Ορίζοντας στο διηνεκές ο κόσμος
κάποιοι λένε η αιωνιότητα ποντίστηκε
στις όχθες άλλου κόσμου
περιπλανιέται μόνη της κατάστικτη
από μοναξιά και φως
λένε πως αυτοσχεδιάζει παίζοντας
με τις ανταύγειες των στιγμών
ανάμεσα στο εφήμερο και στο παντοτινό.
VI
Στο κρησφύγετο της λήθης ο εφιάλτης χρόνος
το αναπάντητο αίνιγμα του ανθρώπου φλέγεται
στην απροσδιοριστία
ως την τελική εξαΰλωση
επανασυνδέεται με τη σιγή
των πρώτων γεννητόρων του φέγγους
των αστεριών που κυοφορούνται στο χάος.
Εφήμερος δύτης
θέλω να κυλιστώ
στις αιωνιότητες
να βυθιστώ στη ροή
να αφουγκραστώ προτού ξεχάσω τα πάντα.
Άραγε το σύμπαν έχει αντιληφθεί
την ουτοπία των στιγμών εντός μας
η γύρη έρχεται από αλλού
κυλά και φεύγει
ποτάμι
αιμορραγεί γυρεύει ανεξιχνίαστες κοίτες
να αποθέσει κάτοπτρα
τη μοναξιά και το θαύμα.
VII
Η νύχτα λάμπει
φωτισμένη αρτηρία
και το παιδί με ένα κεφάλι
μυημένο στη μαγεία
φωτίζει στον ύπνο του
τη ροή της νιότης
αγνοεί τον χρόνο που το γέννησε.
Τρέχει στα μονοπάτια του κόσμου του
ένσαρκη ψυχή αθάνατη
ρέει σε δρόμους παρθένους
από αυτή τη ζωή
σε ένα άλλο φως
κι από εκεί
στα έφηβα δάση της καρδιάς.
VIII
Τα έργα της αγάπης τελειώνουν εδώ
στην κοιτίδα ανεξιχνίαστης
θάλασσας από φως
επιστρέφουν γεμάτα γνώση και λήθη
στο αδιαπέραστο ταξίδι του αινίγματος.
Σε κάθε αναχώρηση αναδύεται
ο επινοημένος γυρισμός
ό,τι αγαπούσαμε και μας διέφευγε
η άγνοια της αιώνιας ροής και του πεπερασμένου
νομαδικές ψυχές σπίτια που κατοικήσαμε
αθόρυβα μεταναστεύουν έξω από εμάς
μαγικοί σιτοβολώνες της νιότης
η βάρκα που γλιστρούσε στο νερό
τραβώντας για τις διασταυρώσεις τού πουθενά.
Παντού στην άμμο ίχνη βημάτων
σπασμένα κουπιά
ο ήχος του κύματος.
Η αιωνιότητα είναι βίντεο όπου εμείς
δεν προλαβαίνουμε να φανούμε.
IX
Στο ημίφως των αιώνων
το είναι μου γονυπετές ζητά
αχτίδα φωτός να μπει
να αποκτήσει ο έρωτας σώμα
και η ψυχή παιδί
στο ξέφωτο του ανοίγματος κοιμάται
αγκαλιά με ένα ήλιο
ζωγραφίζει παράθυρα στο άπειρο
θραύσματα αθωότητας.
Για ποιον σχεδιάζει
νεύει στο άυλο προσπερνώντας
μιαν άβυσσο χωρίς τέλος
ποιο μονοπάτι ακολουθεί
στο άχρονο αχανές
το μόνο δρόμο που γνωρίζει.
Γύρω η ζωή σωπαίνει
φως γυμνωμένο μες στο ποίημα
διάστικτες λέξεις μοιράζουνε τον κόσμο
σε αυτό που ήταν σε ό,τι θα ’ναι
ό,τι ανεκπλήρωτο πόθησε η διάνοια.
X
Δεν έχω ρίζες
η λέμβος είμαι του βαρκάρη
ταξιδεύω
ανάμεσα στις ρυτιδώσεις της ροής
δεν έχω ηλικία
γερνώ μες στη νιότη της κάθε μέρας
που ρυμουλκεί το μάταιο αύριο
για όσους αρνούνται να τραγουδήσουν.
Τι θα ’λεγε η μάνα μου
αν με έβλεπε να βαδίζω ξυπόλητος
στην επιφάνεια μιας θάλασσας ομιλούσας
ο πατέρας μου από το παγιδευμένο τέλος του
τί προσπαθώ τώρα πια να πω
αγνοημένος
σε ένα αντεστραμμένο σύμπαν
όπου έχει εκλείψει η συνοχή
το κάθε μόριο θυμάται μόνο τον εαυτό του
και η αντιύλη έμαθε βίαια
να συγκατοικεί με την ύλη.
Αμετανόητος εραστής του φωτός
εφήμερο ενθύμιο της ύπαρξης
αυτοεκπληρούμενη προφητεία
ακούω το θρόισμα του τίποτα
εκεί που ακόμα και ο θάνατος
αποσυναρμολογεί το είναι του.
XI
Στην καρότσα επιταγμένου φορτηγού
τις νύχτες σήκωνα πανιά
πλοηγός ιστιοφόρου
δέντρου γεμάτου πουλιά
τραβούσα πέρα από τον λαμπρό Ωρίωνα
τα περάσματα των γαλαξιών
στο βαθύ παρελθόν του χρόνου
αγγίζοντας το δέρμα άγνωστης συμμετρίας.
Στη μαΐστρα τού ιστιοφόρου γερμένος
συνταξιδιώτης ο Τόλης
για όσο μας μένει
ακούει το τραγούδι των σειρήνων
ιστορίες για την καταγωγή του ουρανού
από το θρόισμα των ψυχών της Γένεσης
γράφει ποιήματα για τη Σοφία
μικρές αιωνιότητες στο βάθος των λέξεων
και τα ρίχνει
στις χαραμάδες της νιότης.
Αυτά ισχύουν για εκείνους που μπορούν να ακούσουν
να δουν το ιστιοφόρο να περνά
στις μυστικές διαδρομές του φωτός
μορφές παιδιών απόπειρες και χίμαιρες
ένας καινούργιος κόσμος μετασχηματίζεται διαρκώς
και εκκρεμεί
κάτι που ήταν πάντα εκεί.
XII
Ο νους μου πάει σε αυτούς που αγνοούν
χτίζουν το σπίτι τους εδώ
ανεγείροντας μια άυλη Βαβέλ
στο πουθενά.
Στη μοναξιά του ταξιδιού
η ψυχή διηθητικό μέσο
στον πλου του κόσμου
είμαι ο κανένας
σήκω ψυχή μου και δες
το δίχτυ του χρόνου
γερνάω
αιχμάλωτος στη μη πληρότητα.
Υπάρχει τόση απροσδιόριστη ενοχή
ανάμεσα στα αστρικά διαστήματα
για την αιώνια νεότητα
όλα ωριμάζουν μέσα στο φως
και κείνο στη σοφία
ένας χάρτης μαγική εικόνα
ο άνθρωπος
απόπειρα μετάφρασης
μιας γλώσσας που αγνοεί
να προλάβει
την κινούμενη άμμο στην ερημιά
τον αναπότρεπτο τελευταίο σαλπιγκτή.
XIII
Στην αδειοσύνη του χρόνου
κάθε φως έχει την αινιγματική σκιά του
μόνος στον αφρό των καιρών
εγώ και τα πανιά μου
ανάμεσα σε δυο καταστρώματα ταυτόχρονα
ή δύο ωκεανούς
καταμεσής του απείρου αποπλέοντας
γράφω
για την αληθινή φύση των πραγμάτων
την αιώνια σπίθα στο βάθος
κρατάει το ανεκπλήρωτο
στις εσχατιές του ονείρου
το νεύμα του μοναχικού απόντος
που δεν ήρθε
ούτε θα ’ρθει
όταν άνεμος ξεκινούσε
και γνώριζα
πώς να περπατώ
πάνω από τη γη
και τα υδατογραφήματα
της θάλασσας.
XIV
Περικυκλωμένος από του κενού την παλίρροια
έφτασα μόνος σε ένα δωμάτιο ιστιοφόρο
που δε γνώρισες
κανένας εκεί δε γνωρίζει κανένα
αν κάτι υπήρξε στη ζωή μας να αγαπήσουμε
ηχούν τα βήματά μας ακόμα
στο ανερμήνευτο νεύμα του ταξιδιού.
Τόσοι αγέρωχοι πολιτισμοί
υποταγμένοι στη χλόη
το φως πολλαπλασιάζει τα ερείπια
και ’μεις κομπάρσοι πλασμένοι
από θραύσματα της αβύσσου
γράφουμε στην αμφίβια άμμο
τη θεϊκότητά μας
ασθμαίνοντας
επιστρέφουμε στο αδέσποτο πουθενά.
Στην καρδιά του αλχημιστή
η αλήθεια μετασχηματίζεται στη ροή
όπως τα φορτία λησμονιάς όταν
περνούν τις γέφυρες του άχρονου.
Κάτω από τον φλοιό της συνείδησης
οι αυτοφυείς καταδότες μέσα μας
μεταναστεύουν
από κύτταρο σε κύτταρο.
XV
Ψηλά στις γέφυρες πιασμένοι στο δίχτυ αρχαίας κλήσης με τις βαλίτσες γεμάτες παφλασμούς και υποσχέσεις χαρτογραφούμε τις στιγμές αθέατου παζλ. Ποια μονοπάτια μας βρήκαν ποιοι προορισμοί και ποια χαράξαμε. Η θνητότητα αναδημιουργία αινιγματικής θεϊκότητας η ύπαρξη πλοηγός απόπειρας μετάβασης στο άχρονο. Κάτι καινούργιο αιωρείται από πάντα. Σκόρπισε το είναι του στις αποβάθρες του κόσμου ανάμεσα γης και αβύσσου απροσδιόριστη εκκρεμότητα λαχταράει να βγει από τα δεσμά του να συναντήσει την απάτητη πλευρά των όντων.
XVI
Στο βάθος του καθρέφτη ο μαντατοφόρος της εντροπίας αρνείται την ύπαρξή του στο ταξίδι επιστρέφει στα τιμαλφή του νόστου. Κρατώντας τον χάρτη της ουτοπίας χαράζει μια πύλη να βγει στο επόμενο όνειρο να ξαναγίνει το δέντρο το θρόισμα του ανέμου η ροή του ποταμού. Ένας βαρκάρης στην θάλασσα λάμνει γερνώντας στο πουθενά τα κουπιά στα χέρια των προγόνων του η μοναξιά του λέξεις που συμπιέζεται το νόημά τους γνωρίζοντας πως κάτω από την κοίτη του ουρανού εμείς πεθαίνουμε τα όνειρα όχι.
XVII
Πού να ’ναι άραγε
τα πρόσωπα της βυθισμένης νιότης
ρυάκια εκβάλουνε στην απορρυθμισμένη μνήμη
ακόμα ελπίζουν ή
πέρασαν τη μεθόριο
μύθου εφήμερου που έσβησε στη ροή.
Ο ανυπότακτος καιρός που να ’ναι
πλάι στη θάλασσα
κατοπτρισμοί του πνεύματος
αποκρυπτογραφούν τις αφετηρίες
των απειροελάχιστων στιγμών του φωτός
σε αυτό το μόριο σκόνης που αιωρείται
σε μια ηλιαχτίδα κρεμασμένο.
Η παραδοχή του αιώνιου στους ωκεανούς
η απολιθωμένη αλαζονεία βεβαιότητας των βουνών
όλα προορισμένα να προδοθούν στη ζωή.
Η τύχη το έφερε να ζήσει
στο λιγοστό μιας ολότητας
ευτυχισμένος που δεν κατανόησε ποτέ
τις ενσαρκώσεις τού πουθενά.
XVIII
Ατέρμονη κοσμική αρένα
ο χρόνος
το αρχέγονο φως διαχέει στο χώρο
την αθανασία
τα ίχνη μιας αόριστης επιθυμίας
μετασχηματίζονται σε νότες
έτσι ξεκινά η παρτιτούρα
της ύπαρξης.
XIX
Πάει καιρός από τότε
αποχαιρέτησε νοερά τους φίλους του
που συνεχίζουν το ταξίδι
συγκεχυμένοι αντίλαλοι μες στον κατακλυσμό
ανύποπτος
για τα εκκολαπτόμενα άστρα
στο αίμα μέσα των αλχημιστών
τον τρόπο που οι απελπισμένοι πεθαίνουν.
Αέναη η προαναγγελθείσα αναμέτρηση
της ζωής με το θάνατο
μεταβατικές ψυχές κλειδωμένες αντηχήσεις
πιασμένες στον ιστό της αράχνης του αδιανόητου
ό,τι πέρασε κυλάει στην επιφάνεια
των επινοημένων πραγμάτων.
Κάποτε ταξίδεψε
δραπετεύοντας
από την εξορία του Αδάμ
στις ρωγμές της μνήμης
του σύμπαντος
να βρει τη θέση του σε ένα κόσμο
που παρακμάζει στην αδειοσύνη
θα ’θελε να πει ένα αντίο
δεν ήξερε σε ποιον ή σε τι.
Λήθη το όνομα όλων
είπε ο αγέννητος άγγελος
κι έφυγε θροΐζοντας πάνω από τους φράχτες.
XX
Άγγελοι-ψυχές στο σώμα των ανθρώπων εφαλτήριο για το αναπάντεχο έλξη προς μια αόριστη τελειότητα πλοηγοί άλλης νιότης όλα περνούν και απομακρύνονται κι ύστερα αναρρώνουν μες στη σωσία της. Η ύπαρξη ριζώνει στο ανέφικτο αγαπά ακόμα και τη στέρηση φωτός στο αίμα της. Ό,τι δεν κατανοήσαμε ένας παλιός δεσμός αντικατοπτρισμών. Ο νους μια ατελής κρύπτη αληθειών απροσδόκητο συμβάν με θέα στο τίποτα. Σκιές εμείς κι ο κόσμος φλοιός από ό,τι απρόσιτο γεννιέται μες στις οδύνες.
Κάποιος βάδιζε πάντα δίπλα του ανταύγεια αναχωρητή μιλούσε για την άγνοια χάραζε μονοπάτια για κείνους που χάθηκαν αβοήθητοι στο χωροχρόνο χωρίς να γνωρίζουν γιατί ήρθαν και πού πηγαίνουν. Ο χρόνος και το άπειρο μακριά. Ίσως υπάρχει καιρός να ξαναγίνει αυτός που ήταν. Είναι το είδωλο που μένει πίσω τού άλλου όταν περνά την πύλη του καθρέφτη με αργή κίνηση παράθυρο ανοιχτό που βλέπει τη ροή. Υπάρχει ακόμα χρόνος για ένα μακρινό ταξίδι στη σκόνη όταν συναρμολογεί ο αλχημιστής μάταιες απόπειρες να διεισδύσει στην πυκνότητα του άπιαστου. Ίσως υπάρχει χρόνος για όλα και τίποτα. Η αγάπη εφήμερη διασταύρωση κατοπτρισμών όπως το πουλί αποκρίνεται στο φως κελαϊδώντας η ηχώ προσπαθεί να πάρει πίσω τις χαμένες καταλήξεις.
Δεν μπορεί να περιμένει την ιδέα του αύριο να μάθει αν είναι ον από έναν άλλο φασματικό ή πραγματικό καταυλισμό μιλά μα δεν ακούγεται γλώσσα παράξενη ανεμόδαρτη από το παντοτινό.
Είμαστε οι άλλοι κάτι βαθύ αναπάντητο ψυχές από άγριο φως και εκστατικό σκότος αυτοαναφλεγόμενες αφηγήσεις υπαινιγμοί στο διηνεκές.
XXI
Εποχές της άγνοιας του κενού και της λύπης
κάθε ψυχή ταράζει το σύμπαν
αήττητα συμβάντα της ήττας εμείς
στην αιωνιότητα που ελλοχεύει.
Οι αιώνες έγιναν για να σε ψάξω
στις μελαγχολικές ρωγμές της λήθης
θα ’μαστε βαθιά μόνοι
σε ένα διαρκές τέλος που
υπερβαίνει τον αφανισμό.
Γερνάμε ανεπίστροφα
όμως
ο αλχημιστής καιρός
αναλαμβάνει
κι ο κόσμος είναι πάντα νέος.
Από όποιον δρόμο κι αν έρθεις
θα σε βρει
παλιός όσο το τέλος και η αρχή των πάντων
κωπηλατεί στους προορισμούς της σκόνης
μονοπάτια
του θανάτου και της αναγέννησης.
Ποιος είναι αυτός
ακόμα βαδίζει πλάι μου
με απειλεί ή με προστατεύει
ζώντας στις αιωρήσεις του πουθενά
σκοτεινός μύθος του χάους
νιότη και γήρας όψεις του αέναου
περιστρεφόμενου κόσμου.
XXII
Ανάμεσα στους τροπικούς και τους πόλους της νοημοσύνης
υπάρχουμε
προς ένα τέλος που κερδίσαμε
ζώντας στα προάστια του αυτοθαυμασμού
ερχόμαστε και φεύγουμε από παντού
αγνοημένες και αγνοούμενες συνειδήσεις
στο λυκόφως
κάθε βεβαιότητας και πίστης.
Ψυχή του άπιαστου Είναι η ύπαρξη
ο χρόνος μας ακολουθεί βραχύβια στην αδειοσύνη
όπως η ομορφιά μονάχη κάτω από τα άστρα
διαχέεται και φθίνει.
Εθισμένοι στη φθορά
αποχωρούμε
των ενοχών ο απόηχος μονάχα μένει
στο όνειρο παιδιού που κατοικεί
στο βάθος της φωνής μας
ψηλαφώντας
κάτι πέρα από τις δυνάμεις του
περιπλάνηση
ανάμεσα σε τόσες πλάνες και αλήθειες
να βρει ένα νόημα.
XXIII
Τα αηδόνια ολοένα λιγοστεύουν
πληθαίνουν τα άστρα στον ουρανό
σκύβουν με προσοχή να ακούσουν
της τελευταίας παρτιτούρας
το κύκνειο άσμα.
Ο ήλιος έδυσε
νύχτα στον κόσμο
το ρέκβιεμ τρυφερής νότας
αγγίζει το φως μιας άλλης γης
εισχωρεί στο αίνιγμα που
υπάρχουμε και κατοικούμε
προσπαθεί να λησμονήσει την αγωνία της ύπαρξης
γνωρίζοντας
πως δεν θα κρατήσει για πάντα.
XXIV
Σταμάτησα να γερνώ
αλλά όχι να πλησιάζω
ανάμεσα σε μένα και σε εσένα
μια άλλη γη
στο βαθύ ανεξιχνίαστο
ένας άλλος έρωτας πέρα από τον έρωτα
των λησμονημένων σταθμών.
Ο κόσμος με παίρνει μαζί του
απειρία επινοήσεων ο χρόνος
καταπίνει
τις γενέθλιες προοπτικές
το φως φτάνει μεταμφιεσμένο σε σκιές
καθελκύει νέες κορυφές
του ανείπωτου.
Δεν ζήτησα τίποτα
ανέλπιδο φως μέσα μου
σημειώματα πλάνης
μπαρκάρησα ναύτης
σε μια απροσδιόριστη ανάμνηση
που μου άφησε την αιωνιότητα του εφήμερου
αρχή ή πέρας
πρόλογος ή επίλογος
παλίμψηστα φύλλα
έξαρσης και πόνου
μια καρδιά
από ανακυκλωμένα όνειρα.
XXV
Ανταύγεια της ύπαρξης
αυτό το αηδόνι
αποδημεί στα άστρα
και επιστρέφει στο αίνιγμα
γυμνάζει την ψυχή του
ασφυκτιά μέσα του ο πόνος
η φωνή του φεγγοβολά κυλώντας στη ροή
για όσους μπορούν να δουν το φως
ίσως γυρεύει κάτι
από καρδιά σε καρδιά.
Αγαπάει ολοένα πιο πολύ
το ανεκπλήρωτο
όσο της αιωνιότητας η ακίδα
στην ψυχή του βαθιά εισχωρεί
το άπειρο κρυμμένο στο κορμί του
απαλά μες στα χρόνια φεύγει
προπορεύεται στο ταξίδι
αλλάζει σε φως
τον κόσμο αυτόν που παραμένει παιδί.
XXVI
Τα ωραιότερα ποιήματα για τη ζωή και το θάνατο
έχουν γραφεί
τα βαθύτερα για την ύπαρξη
όχι ακόμα
έτσι θα μείνει η στιγμή της γέννησης
αινιγματική συνωμοσία φωτός
ταυτόχρονος κατοπτρισμός παρουσίας και απουσίας
καθώς το άπειρο γερνά
μες στη φωνή μας
οργασμός απροσδιόριστης διάνοιας
του μηδενός με την εντροπία του σύμπαντος.
Τίποτα δεν έχει τέλος στο μύθο
(ζούμε σε μια νικηφόρα πλάνη)
προχωρούμε ανάμεσα σε ήττες
θανατηφόρες πληγές
επινοημένοι από θραύσματα λέξεων
σε ένα δυσνόητο ποίημα μέσα
γραμμένο από άλλου χέρι.
Ένα βήμα πιο πέρα
ένας αμετανόητος έρωτας που δεν έχει όνομα.
XXVII
Επινόημα ο κόσμος ανέγγιχτης βούλησης
οι λέξεις ναυάγια
κάνουν πάντα λάθος
κανείς δε μιλάει
τη γλώσσα της πρόωρης νιότης
σε κάθε τέλος
τα ερείπια του εκπεσόντος χρόνου
το αύριο μια αχανής κενότητα.
XXVIII
Αυτή η γέφυρα στο τέλος του δρόμου
ενώνει τις όχθες
όλων των πεπερασμένων αληθειών
βυθισμένη
στην εντροπία της ύλης και του πνεύματος
παρακμάζει στον χρόνο.
Ο ωκεανός που δεν θυμάσαι
ίχνη ροής αρχέγονων βυθών
αίνιγμα από περιπλανώμενες συμπληγάδες και προφητείες
με λιγοστό φως
ανιχνεύει ξένα σώματα.
Είσαι μονάχος τώρα πια
ποίημα η σκιά σου ακολουθεί
μιαν άλλη σκιά
όπως σηκώνεσαι εσύ ο άχρονος
από τον παλιό καιρό.
XXIX
Ο κόσμος πληγή στο χρόνο
οι στιγμές αφουγκράζονται
τα βραχύβια ονόματα των δρόμων
όπου ο άνθρωπος σπέρνει
τον σπόρο τού θανάτου του
στο θαύμα.
Ήταν λάθος που γέρασα
πιο γρήγορα από σένα
ξεκινώντας από εδώ επιστρέφω
στο κύκνειο μονοπάτι.
Ο στοχαστής του χάους
της ορατής και αόρατης πραγματικότητας
κύριος
έχει ένα όνομα παλιό
ψυχή στην αδειοσύνη γυρεύει
τα ελλείποντα σκαλιά για τον ουρανό.
Ασπρόμαυρη ταινία η νεότητα
εφήμερα θραύσματα ευτυχίας
με δίδαξαν
το αναπόφευκτο της ροής
μυστικές αναγεννήσεις του τίποτα
κι αυτή η αδιάκοπη εξέγερση των κυμάτων
κάτω από την ατελείωτα
υποσχόμενη αιωνιότητα.
Στον εύκαμπτο χρόνο
όλα γίνονται ένα.
XXX
Από όλους τους κόσμους ποιος είναι ο αληθινός
μένει αναπάντητο
λύνω τον κάβο
πλεούμενο βαθιά εγκλωβισμένο στο αιώνιο
αφήνεται στην ταραχή
του αινίγματος που το γέννησε.
Μετά από τόσες οδύνες
ποιος θα το πίστευε πως
η αγάπη μισοκοιμάται ακόμα στη στάχτη
και το κορμί ανολοκλήρωτο οδεύει
στη φλόγα της πρώτης αρχής
γυρεύει
μιαν όχθη να ακουμπήσει
να δει την κορυφογραμμή του ταξιδιού του.
Βγάζω το κεφάλι έξω
από τον θόλο του κόσμου
κοιτάζω τις συμπυκνώσεις του ατέρμονου
ποιος νοιάζεται άραγε
για τις ψυχές που εγείρονται ή καθεύδουν
στην απροσδιοριστία της ύπαρξης
στην άφθαρτη εφηβεία του φωτός.
Και συ μια αρτηρία ονείρου
ό,τι έμεινε από ένα παράδεισο
τρεμοπαίζεις στα χείλη ενός αιώνιου παιδιού
γνωρίζοντας ήδη πως αργοπορείς
αλλά υπάρχεις ακόμα
περιμένεις έναν ωκεανό
το τέλος όσων ήξερες.
XXXI
Κόσμοι ο ένας μέσα στον άλλο
η ολότητα
περιπλανώμενη ψυχή ο άνθρωπος
καρδιά από άγνοια
επιστρέφει να γεράσει
στο χάος που γεννάει
τις εκδοχές του χρόνου.
Από τα βάθη του αινίγματος
έρχεται η συνείδηση ή
η δίδυμη αδελφή της
κοιτάζει
το αναπότρεπτο της ύπαρξης
φέρνοντας την αρχέγονη γύρη
αυτόπτη μάρτυρα αρχαίων χειμώνων.
Τον ωκεανό δε νίκησε ποτέ κανείς
από τα έγκατά του μια έγνοια
για εκείνο που περνά
φορτωμένη με αυτό που ήταν
με ό,τι δε φάνηκε.
Η μοναξιά του καθενός
μοναδικό του σπίτι
η άγκυρα που με κράτησε στη ζωή
λαμποκοπάει στην όχθη της ουτοπίας.
XXXII
Βάρκα που κωπηλατεί η νύχτα
στον ουρανό που ακινητεί στο βάθος
η νύχτα με τις περιστρεφόμενες νιφάδες
στο χέρι του βαρκάρη ένα κουπί μνήμης
ψάχνει τον πυθμένα των άστρων.
Και το φεγγάρι ακόμα κυλά
μέσα στο αίνιγμα
ανακινεί το φως του μύθου
στη ροή του άχρονου
τόσο μακριά από όλους
θηλυκή ψυχή
στα αρχιπελάγη του σύμπαντος
δε γνωρίζει τίποτα
παρά μόνο την αγρύπνια της νιότης.
Έτσι
τρέχει το παιδί στις συστάδες της αυταπάτης
που έρπουν στις ράχες του κόσμου
στέκει αγέρωχο κοιτά
μισό στο όνειρο μισό στο θαύμα
γυρνώντας το κεφάλι του νεύει
αιώνες μετά την ύπαρξή του
κρατείστε ένα φως μες στο βράδυ σας για μένα.
XXXIII
Ο γέρος αναγεννιέται στην παλίρροια
διαχέεται σε πολλές υπάρξεις
ξεχνά τη μακρά διαδρομή στον ύπνο του
διασχίζει την αμφιλύκη
να συναντήσει την αυταπάτη
του παιδιού που δεν τον θυμάται
μες στο δικό του θαύμα.
Ο καιρός προχωρά αμείλικτος
των πάντων αλχημιστής
αφήνει πίσω
μυστικές εκτάσεις αναπάντητες
αυτό που θα ’θελε να ήταν
όταν οι μέρες και οι νύχτες
χάραζαν
την πορεία των άστρων
και η άγνοια με τη σοφία
αδελφές δίδυμες
ωρίμαζαν ταυτόχρονα.
Κι ούτε μια κλήση.
XXXIV
Τη νύχτα
οι ψυχές πετούν
έξω από τα σώματά μας
γυρεύουν
το αναπάντεχο άπιαστο
κυοφορούνται στο χρόνο
σωσίβια
στο θερμοκήπιο της γης
να επιβιώσει η ύπαρξη.
Οι λέξεις μένουν ενδεείς
στο ανείπωτο
κάποιοι είπαν ο θεός δημιούργησε
το αιώνιο της απουσίας του
για να κρυφτεί
πίσω από τις βραχύβιες τροχιές των άστρων.
Η ζωή ανήκει
ίσως στους αγέννητους
στα χαμένα γενέθλια
στους κερδισμένους θανάτους
όντα που δεν πρόλαβαν
να γίνουν πρόσωπα
το ένα μες στο άλλο
κανείς δε θυμάται
ποια υπόσχεση εκπληρώνουν
οι αιώνες του τίποτα
όταν η αγάπη και η εγκατάλειψη
πολλαπλασιάζεται μέσα τους.
XXXV
Πλοηγός βαθύνοιας η Γαία
λάμνει
στην έπαρση του κενού
την αδειοσύνη του ανεξιχνίαστου
υπερνού
από λαμπερές και σκοτεινές μνήμες
ενδιάμεσος σταθμός αναγέννησης
κύτταρο πανσπερμίας ζωής
άγνωστης ωκεάνειας επικοινωνίας
από φως
προορισμούς
και αλλεπάλληλα άπειρα.