Οι Γεωγραφίες της Απουσίας του Σωτήρη Λυκουργιώτη

In Κριτική, Λογοτεχνία by mandragoras



 

Στην τέταρτη ποιητική συλλογή του ο Σωτήρη Λυκουργιώτης επιχειρεί ένα ταξίδι στην απουσία. Είναι ένα ταξίδι διανοητικό, μέσα στο περίκλειστο δωμάτιό του· γυμνό, μόνο με τον πίνακα της Μόνα Λίζα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι αναρτημένο στον τοίχο. Μπορεί να γίνει κι από ένα πιθάρι, από μια πέτρα της υπομονής. Είναι, με άλλα λόγια, ένα παιχνίδι. Εκεί που πηγαίνει ο ταξιδιώτης είναι απών γιατί ο τόπος δεν είναι δικός του. Θέλει όμως να αισθηματοποιειθεί μαζί του και κυρίως να αλλάξει μορφή και σώμα. Να μην είναι, ο κόσμος, ούτε μεγάλο Ξενοδοχείο ούτε μεγάλο Νοσοκομείο —όπως τον θέλουν οι Μπωντλαίρ και Σεφέρης. Η ποίησή του, ωστόσο, παρά την απώλεια και παρά την πίκρα, εκφράζεται με ισχυρές δόσεις ειρωνείας —είναι αισιόδοξος. Ο τόπος είναι απώλεια και διεκδίκηση του απολεσθέντος ταυτόχρονα.

Θα έλεγα ότι το ταξίδι του είναι θαλασσινό: οι Δολομίτες των Άλπεων και ο Τιμπέστι της υποσαχάριας Αφρικής —που συναντάμε στα ποιήματά του— μοιάζουν με βραχώδη νησιά που πετάγονται από την θάλασσα. Στο πρώτο μέρος της συλλογής, το πλέον εσωστρεφές από τις τρεις ενότητες, στο ποίημα «Ελευθερία» συνομιλεί με το ποίημα του Χριστιανόπουλου «Θάλασσα». Στο «Θάλασσα» ο Χριστιανόπουλος δίνει της χαρές του κολυμπιού, της ξεγνοιασιάς, της θεραπευτικής αρμύρας, για να καταλήξει στον στίχο: «χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει». Ο Λυκουργιώτης ακολουθεί στην «Ελευθερία» αντίθετο δρόμο. Δίνει τις καταστροφές και τους κινδύνους της θάλασσας για να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα με τον Χριστιανόπουλο:

χιλιάδες ναύτες χάθηκαν
χιλιάδες ακόμα θα πνιγούν

Και τώρα τι
θα σταματήσουμε να μιλάμε για τη θάλασσα
επειδή η πλειοψηφία προτιμάει τις πισίνες;

Στο ποίημα «Μακριά» της πρώτης ενότητας θυμίζει αμυδρά το ύφος του ομώνυμου καβαφικού ποιήματος. Η θάλασσα ρουφά την απώλεια:

Ό,τι αγάπησα ήταν πάντα μακριά
αμμουδερό, απάτριδο κι ανέγγιχτο
ναυαγισμένο σε ύδατα διεθνή.

Ο Λυκουργιώτης είναι ένας αντισυμβατικός διανοούμενος, γνωστός συνεκδότης περιοδικού φιλοσοφικού στοχασμού, δραστήριος πολιτικός ακτιβιστής. Τους κινδύνους να διαβρωθεί το ύφος της ποίησής του από τη γλώσσα του διανοουμένου ή του πολιτικού ακτιβιστή τους απέφυγε ο Λυκουργιώτης. Ο πολιτικός ακτιβισμός του υποτάχθηκε στην φαντασία και στην μεταφορές της ποίησης. Γράφει στο ποίημα «Χαρτογραφώντας την απουσία»:

Στην αρχή έρχονται οι Κολόμβοι
με τον σταυρό ενός παπά,
ύστερα οι Κορτές με τα μουσκέτα,
μετά οι ευγενείς με τους σκλάβους,
οι μέτοχοι των εταιριών με τα μερίσματα,
οι χωροφύλακες, οι καουμπόηδες, οι βιτζιλάντε

κι έτσι στο τέλος
όταν εμφανιστούν οι χαρτογράφοι
αυτό που ήταν κάποτε εκεί

απουσιάζει

Συνοπτικά και με συγκίνηση στη φωνή, με το ποίημά του συμμετέχει στη συζήτηση μεταξύ φιλοσόφων, εθνολόγων και κοινωνιολόγων ως προς τη σχετικότητα των πολιτισμών. Γιατί μας έχουν φορέσει καπέλο ότι όσο προάγεται η επιστήμη και η οικονομία τόσο πιο πολιτισμένη καθίσταται η ζωή μας.

Η ποίηση του Λυκουργιώτη κινείται μεν στην θλίψη για την απώλεια της φυσικής σχέσης των ανθρώπων, της αυθορμησίας στον έρωτα, της ομορφιάς των γυμνών σωμάτων, ωστόσο την απουσία τη μεταβάλλει σε λυτρωτική παρουσία στον δικό του οχυρωμένο ιδιωτικό χώρο. Ζει στην Πάτρα δουλεύει σε γραφείο, δύσκολα φεύγει από την πόλη. Ταξιδεύει όμως στην οδό Αράτου, στο Νότιο Πάρκο, στις στοές και στις παραλίες, στο Ιόνιο Πέλαγος συναντά τον Καβάφη και από εκεί στους Δολομίτες, στο Μεξικό της Φρίντα Κάλο και του δολοφόνου του Τρότσκι, Ραμόν Μερκαντέρ —μια πονεμένη φιγούρα ενός ποτισμένου κομμουνιστή που πίστεψε παράδοξα ακράδαντα ότι με τον φόνο έκανε καλό στην ανθρωπότητα. Ήταν ένας όμορφος, πολύγλωσσος και χαρούμενος νέος που τον υποδύθηκε ο Αλέν Ντελόν σε ταινία και δυο μεγάλοι συγγραφείς, ο Σεμπρούν και ο Παδούρα, έγραψαν βιβλία για αυτόν.

Στο μακρύ ποίημά του «Μόνα Λίζα», 176 πολυσύλλαβων στίχων, με τους δεκαπεντασύλλαβους να τους κινεί το πειρατικό του Καββαδία, ο Λυκουργιώτης υποτάσσετε στο χαμόγελο της Τζοκόντα. Ένα χαμόγελο που απευθύνεται περιφρονητικά στον χρωστήρα του ζωγράφου και επιβεβαιώνει την επίγνωση της ομορφιάς της. Είναι σαν να λέει στον θεατή του χαμόγελού της: «εγώ είμαι η μοίρα σου». Και να ρωτά: «πες μου στον αιώνα σου τι βλέπεις». Ο Λυκουργιώτης απαντά με το χείμαρρο του ποιήματος του «Μάνα Λίζα» και υπότιτλο «στην θάλασσα των Εχινάδων». Ξεκινά με το αρχέγονο Είδα. Η θάλασσα των Εχινάδων είναι εκεί που εκβάλει ο Αχελώος ποταμός, στις όχθες του οποίου γίνεται φεστιβάλ φλογερής νεολαίας. Εξυπακούεται λοιπόν πως ό,τι είδε είναι κυρίως στην θάλασσα. Και η γυναίκα που βλέπει, ένα κορίτσι ίσως στο φεστιβάλ, είναι θάλασσα. Η λέξη που κυριαρχεί στα σαράντα τέσσερα τετράστιχα είναι το «είδα»:

Κάποτε σ’ είδα στη θάλασσα των Σαγρασσών
νύμφη που το σκάσε απ’ το κοινό της Αφροδίτης
σώμα που σμίλεψε ο γρεγός και ο αποσπερίτης
ντυμένη να ‘σαι το αχνό ύφασμα των υδρατμών

Όμως υπάρχει και το «σ’ άκουσα»:

Στον Λυσσασμένων τα έδρανα σ’ άκουσα ν’ αγορεύεις
για τη σκιά που βασιλεύει στον κόσμο να μιλάς
της Μάινχοφ το ανοιχτό παράθυρο να κοιτάς
και μ’ ένα σάλτο απ’ τη βουή να δραπετεύεις

Υπάρχει και το «κοιτώ»:

Τα μάτια μάτωσαν να σε κοιτώ από μακριά
στο σώμα έπλυνα ξανά το κοίτασμά σου
μα αν κάνεις κι έρθεις με τη θάλασσα σκεπάσου
τα λέπια βάλε της γοργόνας τα στιλπνά

Υπάρχει και το «άγγιξα»:

Σ’ άγγιξα κι ήσουν μια σκιά στη Βηρυτό
Κατ’ απ’ τα ρούχα σου φορούσες δυναμίτη
μα όσο κι αν διάβαζες τις σούρες του προφήτη
στα μάτια σου είδα τον ελεύθερο ουρανό

Και οι τρεις αισθήσεις στο ποίημα. Η όραση, η ακοή, η αφή. Και να που στους τρεις τελευταίους στίχους προβάλλει και η όσφρηση της θαλάσσιας αύρας:

ένας λεβάντες θα ‘σαι που χαϊδεύει το νερό
τι κι αν κολύμπησα πιστός για να σε βρω
θα μένεις πάντα άγνωστη στους χάρτες, ουτοπία

Αναρωτιέσαι μήπως το ποίημα μιλά για την αιώνια ουτοπία που όλο την πλησιάζουμε ή πιστεύουμε πως την πλησιάζουμε και όλο φεύγει από τις αισθήσεις μας. Ή μήπως εξ αιτίας του υπότιτλου του ποιήματος «θάλασσα των Εχινάδων» μιλά για ένα κορίτσι στο φεστιβάλ του Αχελώου, ή μήπως. για το θηλυκό σύμβολο της επανάστασης. Τι σημασία έχει; Αυτό ας το λύσουν οι βασανισμένοι χαρτογράφοι. Εμείς ας μείνουμε στο ποίημα ως έχει. Μια μπάντα πνευστών που κλείνει τη συλλογή και σε κάνει να θέλεις να το διαβάσεις πάλι από την αρχή.

Βασίλης Λαδάς

*   Σωτήρης Λυκουργιώτης, Γεωγραφίες της απουσίας, Ποίηση, Κουρσάλ Συνεργατικές εκδόσεις, 2021, σελ. 72