Σουρουπώνει. Όπου νάναι θα βγει το φεγγάρι. Τα αστέρια θα σκορπίσουν στον ουράνιο θόλο, κλαριά θα θροΐσουν, άνεμος θα φυσήξει, τραγούδι για την κλεφτουριά θα ξεκινήσουν τα βουνά…[i]
Μόνο που για την Δρόσω το πιο πιθανό είναι όλα αυτά να μείνουν απαρατήρητα. Όπως και για όλη την ομάδα της. Υποχωρούν μετά από ακόμα μια άνιση μάχη, στην οποία η Ιστορία, όταν της έρθει το κέφι να ασχοληθεί μαζί τους, θα τους ανακηρύξει ηθικούς νικητές. Το κεφάλι της το έχει σκυμμένο και μπροστά στα μάτια της εμφανίζονται τα πόδια της εναλλάξ για να προσθέσουν και άλλη πλήξη στο συνεχόμενο άσπρο του χιονιού. Δεξί, Αριστερό, Δεξί, Αριστερό. Αυτή η μονότονη εναλλαγή την νυστάζει. Φοβάται πως θα την πάρει ο ύπνος και θα βρεθεί με την μούρη στο παγωμένο χιόνι. Η αίσθηση που της προκαλούν οι έννοιες «παγωμένο» και «χιόνι» την ξαγρυπνούν. Δίπλα της περπατάει με κουρασμένο βήμα η Τζώνα, το μουλάρι. Ακούει την ανάσα της και τα χρεμετίσματά της. Δεν αποκλείεται να κουβεντιάζει και αυτή με τον εαυτό της, να επιλύει κάποιο σοβαρό μουλαρίσιο ζήτημα. Κάπου πίσω και όχι πολύ μακριά ακούγονται πυροβολισμοί. Ριπές πολυβόλου και σκόρπιες μοναχικές ντουφεκιές. Βλέπει τα αυτιά της Τζώνας να τεντώνονται και να διαπερνάει το κορμί της το ρίγος του τρόμου. Τόσον καιρό στο βουνό και το μουλάρι δεν έχει συνηθίσει ακόμα τους πυροβολισμούς. Η Δρόσω τής δίνει ελαφριά χαϊδευτικά χτυπηματάκια στον λαιμό που την ηρεμούν. Της ψιθυρίζει: «Ηρέμησε. Στα τυφλά βαράνε». Τα λόγια της σαν να πιάνουν τόπο. Το μουλάρι κατεβάζει το κεφάλι και συνεχίζει να σκαρφαλώνει δίπλα της στην ανηφόρα. Και οι δύο τους είναι φορτωμένες. Το ζωντανό με όλα τα βάρη του αγώνα που οι άνθρωποι προτιμούν να κουβαλάνε άλλοι. Η Δρόσω έχει περασμένους στους ώμους της τον ιμάντα του ντουφεκιού της και το σακίδιο των πρώτων βοηθειών. Ένα κομψό, αμερικάνικο σακίδιο πρώτων βοηθειών. Θα μπορούσε στο χωριό να το μοστράρει στις φίλες για τσάντα. Θα ζήλευαν. Αυτές πάντα θα ζήλευαν. Θα την ζήλευαν ακόμα και για την σημερινή της κατάσταση. Μπορεί να την αντιλαμβάνονταν σαν φυγή από το χωριό. Φανερά βέβαια θα έλεγαν αυτά που θα ικανοποιούσαν τους άλλους. Μέσα τους όμως… Στα καπούλια την χτυπάει το κοντάκι του τουφεκιού της, ένα παλιοντούφεκο, μακρύκανο σαν σισανές. «Μάνλιχερ μοντέλο του 1911» απήγγειλε ο διμοιρίτης ο Φάνης όταν της το πρότεινε όλο επισημότητα, για να συμπληρώσει με περήφανη φωνή «λάφυρο από τους βούλγαρους μοναρχοφασίστες το 1944!» Η σκέψη της Δρόσως απλούστευσε τα πράγματα «Λάφυρο από τους Βουλγάρους! Πώς πέρασε έτσι ο καιρός από το σαράντα τέσσερα;» Δεν θα απαντούσε ποτέ σε αυτή την ερώτηση. Στο Δημοτικό ο δάσκαλος, ο κύριος Παναγιώτης, τους είχε πει πως υπάρχει συγκεκριμένος όρος που χαρακτηρίζει αυτές τις ερωτήσεις. Τώρα πια δεν τον θυμάται. «Ρητορικές ερωτήσεις;» Πετάγεται πίσω της ο Φάνης ο διμοιρίτης σαν να έχει ακούσει τις σκέψεις της. Μπορεί και να παραμιλούσε και να τις εξέφραζε φωναχτά. Μπορεί. Τίποτα δεν αποκλείεται σε αυτή την μονότονη σαν ύπνο πορεία. Συχνά ανοιγοκλείνει τα μάτια της για να ξενυστάξει. Χαϊδεύει τον λαιμό της Τζώνας, τον χτυπάει ελαφριά. Το μουλάρι αποκρίνεται στο χάδι με ένα σιγανό χρεμέτισμα που έχει την μυρωδιά φρεσκοκομμένου χόρτου. Ανοιξιάτικου δηλαδή. Άγνωστο γιατί η σκέψη της Άνοιξης την θυμώνει. Ίσως επειδή η Άνοιξη στο βουνό διαφέρει πολύ από την άνοιξη στο χωριό της. Μπορεί και να είναι ιδέα της. Ποιος θυμάται τώρα πώς ήταν η άνοιξη στο χωριό. Μπορεί ο θυμός της να είναι γέννημα της κούρασης. Σήμερα δεν έκαναν και κάτι διαφορετικό. Συνέχεια περπατούσαν. Βιαστικοί. Αρχικά για να φτάσουν στην θέση τους την ώρα που όριζε το σχέδιο μάχης. Και μετά, στην υποχώρηση, για να μην τους προλάβουν «αυτοί». Η συμμετοχή τους στην μάχη τής φάνηκε ευχάριστο διάλειμμα σε αυτό το συνεχές ποδοβολητό στις ανηφόρες και τις κατηφόρες του βουνού. Ευχάριστο επειδή κανείς από την ομάδα τους δεν έπαθε τίποτα, ούτε μία γρατσουνιά. Αυτό και αν ήταν σπάνιο. Οι άλλες ομάδες; Αν κρίνει από τον αχό της μάχης σίγουρα θα είχαν πολλές απώλειες. Μια ερώτηση περνάει αστραπιαία από την σκέψη της: «Πρόλαβαν έστω και πρόχειρα να τους θάψουν;» Ανήμπορη να δώσει απάντηση συνεχίζει το βάδισμα. Τώρα η διμοιρία τους είναι η οπισθοφυλακή και πάλι τρέχουν στην ανηφόρα.
Το παγωμένο χιόνι στα πόδια της έχει δανειστεί από το σούρουπο μπλε απόχρωση. Τα σημάδια από τα βήματα αυτών που προπορεύονται είναι βαθειά και έχουν παγώσει, όταν τα πατάς σπάνε με κρότο. Τα άρβυλά της τώρα που τα έχει συνεχώς μπροστά στα μάτια της δείχνουν άσχημα και βρώμικα.
«Δεν υπάρχει τέτοιο χρώμα Δρόσω μου. Βρώμικο ! Αλλά πώς αλλιώς να τα πω; Άσε που μου πέφτουν μεγάλα, τουλάχιστον δύο νούμερα. Για να τα νιώσω καλά στο πόδι μου πρέπει να φορέσω δύο ζευγάρια χοντρά μάλλινα τσουράπια. Καταντήσαμε ανέκδοτο με αυτά τα άρβυλα, εγώ και ο ξάδερφος ο Θάνος. Όταν ανεβήκαμε στο βουνό, τον Ιούλιο του 47, εμφανίστηκα με το καλοκαιρινό μου το φόρεμα και τα πέδιλα, α ναι πρόλαβα και πήρα μια ζακέτα. Και ο Θάνος με τα τσαρούχια. Αν δεν ήξεραν τους πατεράδες μας σίγουρα θα γελούσαν μαζί μας για μέρες. Εμένα πάντως αμέσως μου βρήκαν άρβυλα, μόνο που ήταν δύο νούμερα μεγαλύτερα. Έχωσα κάτι εφημερίδες μέσα και τα βόλεψα κάπως. Του Θάνου ήταν μικρά. Για μέρες κυκλοφορούσε με αυτά τα άρβυλα κρεμασμένα από το λαιμό του, δεν είχε πού να τα ξεφορτωθεί. Πέρασε καιρός μέχρι να βρει άρβυλο στο νούμερο του. «Είναι Λάφυρο» της περηφανεύτηκε. «Πέντε στρέμματα οργωμένο χωράφι ισοπεδώνει με μία του πατημασιά αυτό το άρβυλο. Ίδια με του Τσαμτσαμούδη την πατημασιά».
Υπάρχει ένα τέτοιο μέρος στο χωριό τους. Πάνω σε μεγάλο βράχο φαίνεται ένα βαθούλωμα που μοιάζει με αποτύπωμα μεγάλου ανθρώπινου ποδιού. Του Ταμτσαμούδη η πατημασιά, έτσι το λέγανε. Και του Θάνου, εκεί που χάζευε χαρούμενος τα νέα του άρβυλα, του ξέφυγε αυτό ακριβώς. «Σαν του Τσαμτσαμούδη την πατημασιά, τέτοια αποτυπώματα θα αφήνω». Δεν έπρεπε να το πει φωναχτά. Κάποιος τον άκουσε και του το κόλλησε. Έγινε το αντάρτικο του ψευδώνυμο. Ο Τσαμτσαμούδης. Πολλοί στο βουνό με το έτσι θέλω πήραν ονόματα βουνών, αστραπών, βροντών και γενναίων κλεφτοκαπεταναίων. Ο Θάνος έγινε ο Τσαμτσαμούδης. Του φορτώσανε και ένα «κροκόδειλο»[ii] και μέσα στον αχό της μάχης συχνά ακουγότανε οι φωνές των ανταρτών «βάρα τους με τον κροκόδειλο ρε Τσαμτσαμούδη». Τους βάραγε. Πολλές φορές έσωσε την κατάσταση με τον «κροκόδειλό» του. Το «Τσαμτσαμούδης» όμως του έμεινε».
–Πρέπει να τους ξεφύγαμε. Σταμάτησαν να μας ακολουθούν. Μπορεί να φοβούνται μήπως στήσουμε ενέδρα. Λίγο πιο πάνω είναι ένα πλάτωμα. Θα σταματήσουμε να πάρουμε καμιά ανάσα. Θα βρει και η Τζώνα σου κάτι να φάει –είπε ο Φάνης. Η φράση του δεν ακούστηκε ακριβώς έτσι. Οι λέξεις έβγαιναν μία-μία με μεγάλες παύσεις μεταξύ τους, ακολουθώντας τον ρυθμό της λαχανιασμένης αναπνοής του διμοιρίτη.
Στο πλάτωμα η Δρόσω κατέβασε από το σαμάρι του μουλαριού ένα πάνινο σακί και για ώρα έτριβε την μουσκεμένη ράχη του ζωντανού. Επαναλάμβανε τις κινήσεις που έκανε ο πατέρας της όταν ξέζευε τα ζωντανά στην επιστροφή από το χωράφι. Μετά την σκέπασε με την κουβέρτα της. Ψαχούλεψε στο σακίδιό της και βρήκε δύο κομμάτια παξιμάδι. Μπορεί να ήταν και ψωμί τόσο μπαγιάτικο και ξερό που έμοιαζε παξιμάδι. Το ένα το έδωσε στην Τζώνα και το άλλο θρυμματίζοντάς το σε μικρότερα κομμάτια άρχισε να το τρώει η ίδια. Δεν κάθισε. Φοβόταν μήπως νυστάξει και την πάρει ο ύπνος ακόμα και για πέντε λεπτά. Θα την ξυπνούσαν και μετά θα της ήταν δύσκολο να συνέλθει, θα έτσουζαν τα μάτια της και το στόμα της θα το ένιωθε θεόπικρο. Σαν να είχε καπνίσει ένα σωρό τσιγάρα. Δεν κάπνιζε, προσπαθούσε όμως να το φανταστεί. Είχε ακούσει τους άλλους να το λένε και της έμεινε. Περπατούσε λες και από κεκτημένη ταχύτητα. Περνούσε ανάμεσα στους συναγωνιστές ρίχνοντάς τους γρήγορες ματιές, ευτυχώς κανένας τους δεν είχε ανάγκη την βοήθειά της. Κάποιοι είχαν ανάψει κιόλας τσιγάρο. Το καταλάβαινε από τις σχεδόν ακουμπισμένες στο στόμα χούφτες τους και από την αχνή κόκκινη αναλαμπή στο πρόσωπό τους. Είχαν καθίσει στις παρυφές του δάσους. Πίσω τους οι οξιές ύψωναν προστατευτικό τοίχος, μαύρο στο φώς του σούρουπου. Το χιόνι δεν κατάφερε να φτάσει στο έδαφος και το χώμα κάτω από τα δέντρα έδειχνε και αυτό μαύρο. Λίγο πιο μέσα ξάσπριζε με την λεπτή του στρώση από χιόνι ένα ξέφωτο, υπήρχε όμως κάτι που χαλούσε την ομοιομορφία του λευκού στο ξέφωτο, ένας σωρός από φύλλα και κλαριά. Η Δρόσω γνώριζε τι μπορεί να κρύβει. Και άλλα τμήματα πρέπει να είχαν ακολουθήσει αυτή την διαδρομή υποχώρησης. Και κάτω από τέτοιους σωρούς έκρυβαν, ποτέ της δεν θα χρησιμοποιούσε την λέξη «έθαβαν», τους νεκρούς πια συναγωνιστές. Κάθε φορά που συναντούσε τέτοιους σωρούς δεν άντεχε να μην τους πλησιάσει. Καθόταν ακίνητη, με το βλέμμα καρφωμένο στα στοιβαγμένα κλαριά και προσευχόταν, ναι προσευχόταν, ο σωρός να μην κρύβει κάποιον δικό της. Για τις ψυχές τους; Υπήρχαν; Ποιος ξέρει. Παλιά, πριν τον πόλεμο, όταν η ζωή έμοιαζε ταχτοποιημένη, υπήρχαν. Αυτές οι σκέψεις προϋποθέτουν την ηρεμία μιας κάποιας μόνιμης ειρηνικής εγκατάστασης και όχι το αδιάκοπο κυνηγητό της αντάρτικης ζωής. Μπορεί να την απασχολούσαν ξανά μετά από χρόνια, αν επιβίωνε. Ούτε αυτό το σκεφτόταν. «Όταν ο φόβος του θανάτου εισχωρήσει μέσα σου, έχεις σχεδόν ηττηθεί. Καλύτερα να πας να παραδοθείς, έτσι μπορεί και να φανείς πιο χρήσιμος για τον αγώνα». (Σς…. Ας μην πέσουμε στην λούμπα και αποδώσουμε τέτοιες σκέψεις στην Δρόσω.). Στεκόταν μπρός στον σωρό των κλαδιών και επαναλάμβανε άφωνη: «Θεέ μου ας μην είναι κάποιος δικός μου εκεί μέσα» –το μισό της σόι ήταν στο βουνό και ήδη μερικούς τους είχε χάσει. Και τότε είναι που είδε το τόσο γνωστό της άρβυλο του Θάνου. Προεξείχε από τον σωρό και μάλιστα της φάνηκε πως κουνιόταν. Σίγουρα υπήρχε πιο ακριβής όρος για να περιγράψει κανείς αυτή την κίνηση, αλλά η Δρόσω δεν τον γνώριζε. Αυτοδίδακτη νοσοκόμα του βουνού ήταν.
Ο Φάνης ο διμοιρίτης άκουσε την τρομοκρατημένη κραυγή της Δρόσως. Τινάχτηκε όρθιος, ο δείκτης του δεξιού του χεριού ακούμπησε την σκανδάλη του αυτόματού του και έτρεξε προς το μέρος της. Την είδε γονατιστή στο πλάι ενός σωρού από κλαριά να προσπαθεί να τραβήξει κάτι έξω από αυτόν τον σωρό. Στην αρχή του φάνηκε πως ήταν ένα μεγάλο κλαρί και ήταν έτοιμος να της βάλει και κατσάδα. Ο εχθρός, όσο νάναι, ήταν κοντά και όλος αυτός ο θόρυβος και οι κραυγές θα μπορούσε να προδώσουν την θέση τους. Τον είδε και τον υποδέχτηκε έξαλλη:
–Ζει Φάνη μου ζει! Ζωντανό τον χώσανε μέσα !
Ο Φάνης δεν καταλάβαινε τίποτα, προσπάθησε να την πιάσει από τους ώμους
–Μην μ’ ακουμπάς! Σου λέω ζωντανό τον έχωσαν!
Μόνο τότε ο Φάνης πρόσεξε πως αυτό που κρατούσε η Δρόσω στα χέρια της δεν ήταν κλαρί. Προσπάθησε να την απομακρύνει, δεν τα κατάφερε. Η κοπέλα στεκόταν εκεί πλάι στο σωρό και προσπαθούσε να τραβήξει το πόδι. Δεν θα μπορούσε με τίποτα να την μετακινήσει.
–Το πόδι του είναι ζεστό και κουνιέται– είπε με σπασμένη φωνή η Δρόσω. Βοηθήστε με! Ζει ακόμα!
Οι μαχητές της διμοιρίας, που είχαν πλησιάσει, δεν περίμεναν την διαταγή του Φάνη, είχαν αρχίσει να απομακρύνουν τις κλάρες από τον σωρό. Το επαναλαμβανόμενο σχεδόν ψιθυριστό «Ζει ακόμα! Ακόμα Ζει!» τους παρότρυνε να συνεχίσουν παρόλο που διαισθανόταν πως το θέαμα που θα αντίκριζαν θα ήταν φριχτό. Μεθοδικά απομάκρυναν τα κλαριά. Ήταν τέσσερεις. Οι τρείς είχαν χτυπηθεί στο στήθος και ήδη τα χέρια τους είχαν παγώσει στην στάση που τους είχαν αποθέσει. Ο τέταρτος, ήταν όντως ο Θάνος ο Τσαμτσαμούδης, του είχαν επιδέσει το κεφάλι και ο επίδεσμος ήταν νοτισμένος. Έτρεμε. Ήταν ζωντανός. Τον τράβηξε σέρνοντάς τον μακριά από τους άλλους. Τα παιδιά της διμοιρίας άρχισαν αμέσως ξανά να τους σκεπάζουν. Ψαχουλευτά έβγαλε από το σακίδιό της ό,τι χρειαζόταν· καθάρισε ξανά τα τραύματα. Ο Θάνος έτρεμε. Έστρωσε στο έδαφος μια κουβέρτα που της έδωσε κάποιος από τους μαχητές και απόθεσε πάνω της τον Θάνο. Τον τακτοποίησε έτσι που το κεφάλι του να είναι σταθερό πάνω στην κουβέρτα. Τα πόδια του προεξείχαν και σίγουρα θα χτυπούσαν στο χιόνι αφήνοντας μιαν αυλακιά σαν να πέρασε μεγάλο βαρύ έλκηθρο. Αν πράγματι τους ακολουθούσαν «αυτοί» θα ήταν ο σταθερός οδηγός τους. Μπορεί όμως και να μην έδιναν σημασία. Τόσα ίχνη πατημασιών στο χιόνι είχαν στην διάθεσή τους.
Συνέχισαν την πορεία τους. Προπορευόταν η Δρόσω που οδηγούσε κρατώντας από τα γκέμια την Τζώνα. Το βήμα της τώρα ήταν βιαστικό· στο μυαλό της μια χορωδία τραγουδούσε ένα ζωηρό εμβατήριο. Τα πόδια της ασυναίσθητα ακολουθούσαν τον ρυθμό του. Σίγουρα είχε την αγωνία της για τον Θάνο. Μα ένιωθε ανακουφισμένη. Ή μήπως ανάλαφρη; «Ο δάσκαλος ο κύριος Παναγιώτης ας έβρισκε την σωστή διατύπωση, ή ο Φάνης, ο διμοιρίτης, αυτός πάντα πεταγόταν και έλεγε την σωστή απάντηση. Ποιος ξέρει, μπορεί να ήταν καλός μαθητής. Τώρα είναι διμοιρίτης και έχει βρει για τον εαυτό του το ψευδώνυμο ο «Έλατος», με το μπόι του δεν ήταν η σωστή επιλογή. Τι το χρειαζόταν ; Το Φάνης μια χαρά όνομα είναι και ο ίδιος μια χαρά παλικάρι».
Πού και πού η Δρόσω σήκωνε το κεφάλι της στον σκοτεινό πια ουρανό. Τα άστρα φιλικά της έκλειναν το μάτι, τους το ανταπέδιδε. Ακολουθούσαν οι τέσσερεις μαχητές που κουβαλούσαν τον βαριά τραυματία Τσαμτσαμούδη –τα σακίδιά τους τα είχανε φορτώσει στο μουλάρι– τα άλλα παιδιά τα διμοιρίας, και τελευταίος, με την πλάτη γυρισμένη στους υπόλοιπους, ως οπισθοφυλακή, ο Φάνης.
***
[i]μετάφραση σε πεζό μέρος του ποιήματος του Χρ. Μπότεφ «Χατζί Ντιμίταρ»
[ii] γερμανικό πολυβόλο MG 42