Ημερολόγιο ασημάντων 183: Περί ακεραιότητος | Δημήτρης Τζουμάκας

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

 

15.9.19. Κυριακή μέσα. Το βράδυ στο καφενείο του Παντελή να δω τον Παναθηναϊκό στη Θεσσαλονίκη με τον Άρη. Έφυγα στο ημίχρονο, άλλωστε ήμουν ο μόνος πελάτης που είχα μείνει κι άφησα τον πικρό μου καφέ με δύο γκολάκια στη μέση. Εν συνεχεία έβρασα καλαμπόκι για φαγητό. Και διάβαζα ποιήματα μέχρι το πρωί. Σημείωσα να μιλήσω αύριο με τη διπλανή ένοικο, την 90χρονη Λουτσιάνα, μιλάμε κάθε πέντε μέρες, αυτός είναι ο μέσος όρος, τώρα πιάσαμε δεκαήμερο αλαλίας. Είναι θυμωμένη γιατί ζει μέσα στο φόβο. Έχει κατατρομάξει η ιταλιάνα παρτιζάνος καθώς δύο φορές την κλέψανε, μία τη δέσανε. Έβαλε φωτοκύτταρο, τσουπ ανάβει ένας προβολέας στο διάδρομο, έβαλε συναγερμό, έβαλε και κάμερα πάνω από την πόρτα της. Δεν έχει συγγενείς, έναν ανεψιό δικηγόρο πολύ μπήζυ, πολύ «παρτάκια», θα τα γράψω και τα δυο διαμερίσματα στο Κόμμα, αν κι αυτό για κλάματα είναι, λέει η Λούτσι.

16.9.19 Βγήκα να πάω στο μαγέρικο, στα Εξάρχεια, βαριόμουνα να πάω στο Ελληνικό (μακράν το καλύτερο του λεκανοπεδίου). Ευκαιρία να ολοκληρώσω τον κύκλο της φωτογράφισης των γκράφιτι της περιοχής. Χόρτασα φωτογραφίες. Έχω πλήθος, εκατοντάδες τυπωμένες σε χαρτί, χιλιάδες, αλλά οι πιο πολλές είναι τουριστικές, για πέταμα.

Εξάρχεια. Ζαΐμη και Κουντουριώτη γωνία, μία μόνη λέξη στο τοίχο: ακεραιότητα. Ποιος την έγραψε; Όπως ο Ουγκώ είδε τη λέξη ανάγκη στα ελληνικά γραμμένη στην Παναγία των Παρισίων, εδώ, κάποιος Έλλην Ουγκώ έχει γράψει όχι στα γαλλικά, αλλά στα ελληνικά, ακεραιότητα και την εκλαμβάνουμε με την ηθική έννοια, σαν φυλακτό. Είναι πολύ πιο δύσκολο σήμερα να είσαι ακέραιος και έντιμος παρά ήρωας. Όπως έλεγε η Άννα, ο ήρωας χρειάζεται μία στιγμή γενναιότητας, το να είσαι όμως έντιμος όλη σου τη ζωή αυτό είναι ηρωισμός. Δεν είναι και τόσο απλό μέσα στο κερδαλέο σύστημα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού όπου «ο θάνατος σου είναι η ζωή μου» να διατηρείς την ακεραιότητα. Να είσαι αδιάβλητος, ανιδιοτελής και ανθρώπινος, δηλαδή Δικαιάκος και Μιχελακάκης, Στέφανος και Βασίλης Τσαπαλιάρης. 

Βλέπω κάποιον γνωστό μου σε αμάξι είναι ο Λάζαρος Νίκος Νενεδάκης που οδηγεί. –Τι σύμπτωση;

–Τι κάνεις Νίκο; χάθηκες.

–Σε διαβάζω, μου λέει.

–Πού στο έντυπο φάντασμα ή στις οπτικές ίνες; Ο Νενεδάκης κολλάει κι αυτός, ιδεολογικά τουλάχιστον, σ’ αυτό που προβάλλεται στον τοίχο των Εξαρχείων: ακεραιότητα.

Αλλά υπάρχουν ευτυχώς κι άλλα άτομα ακέραια, όλοι θα ξέρετε κάποιο. Στις γυναίκες δεν υπάρχει κλίμακα. Σκέφτομαι την Αρετή, την Ευρυδίκη, την Ευαγγελία, τη Νάνσ, τη Άννα Συρίβλη. Ανυποχώρητα, αδιαφιλονίκητα, αδιαπραγμάτευτα ακέραιες, σχεδόν σταλινικές! 

Δεν δουλεύει για την ΝΑΣΑ απλώς σε κάποιο summer camp πήγε, λέει ο καθηγητής κ. Μπάγκος στο Τμήμα Πληροφορικής για τη φοιτήτριά του Ελένη Αντωνιάδου (που «ήταν όντως καλή»), και η οποία παρουσιάζεται από τα ΜΜΕ, χωρίς εκείνη να το διαψεύδει, ως διακεκριμένη επιστήμονας της βιοϊατρικής, αλλά και συνεργαζόμενη με τη NASA ξεσηκώνοντας μέγα σάλο τα τελευταία 24ωρα στο διαδίκτυο. Η υπονόμευση της έννοιας “ακεραιότητα” και η καρικατούρα της.

Η εύκολη και γρήγορη δημοσιογραφία του διαδικτύου και της μικρής οθόνης, κατασκευάζοντας ιστορίες δείχνει κι αυτή τις προτιμήσεις της στις βεντέτες, στις σταρλέτ, στην «αστροφυσικό» και στη «διακεκριμένη επιστήμονα» της βιοϊατρικής. Μεγαλομανία, κουτσομπόλιο, fakes news, ανάδειξη και καταβαράθρωση προσώπων κατά το δοκούν. Το δοκούν με το ζύγι του απαίδευτου και του επιπόλαιου.

Γυρίζω από το Γκριν Παρκ. Εδώ κι αν δεν έχει κόσμο μεσημεριάτικα! Ζωή. Μαύρη ζωή! Μετά τα στέκια των φοιτητών στην οδό Λόντου, των αναρχικών στη Θεμιστοκλέους και στην Τσαμαδού, στην οδό Αντωνιάδου βλέπουμε καθισμένους ανακούρκουδα σαν σακούλια ή ξαπλωμένους ανάσκελα τους ημιθανείς των οπιούχων ουσιών. Καμινέτα, ενέσεις, κομμένα τενεκεδάκια κόκα κόλας, αποστεωμένα πρόσωπα, σκισμένα ρούχα, γλώσσες κρεμασμένες, μάτια ανάποδα, εκζέματα, πόνος και τα τελευταία σπαράγματα ψευδαισθήσεων ηδονής. Το μουνί και το κουτάλι μ’ έφεραν σ’ αυτό το χάλι. Γραφή στους τοίχους των μελλοθανάτων. Μόλις βγαίνω στην Πατησίων ένας κουστουμάτος μες τη ζέστη λέει «μέχρι μεθαύριο πρέπει να μας το έχουν μεταβιβάσει το ακίνητο κι έχουμε βρει νοικάρη κιόλας» Ωραία. Όλοι οι νεοέλληνες παλεύουν για έξτρα εισόδημα τώρα με το τουρισμό και τον AIRBΝΒ φαντασιώνονται όλοι ένα νοίκι καλό να είσαι εισοδηματίας και να κάθεσαι. Όχι μόνο οι νεοέλληνες και οι αρχαίοι Έλληνες και πάντες οι Ευρωπαίοι να κάθονται θέλουν, κάμποσοι δούλοι να τους υπηρετούν και να επιχειρούν ταξιδάκια σε μέρη μαγικά, ενώ κάποιοι σέρνονται μισοαναρκωμένοι, μισοπεθαμένοι –σε άλλους κόσμους.

Προτείνω για εθνικό ύμνο το Μαχαιρίτσιο χαρούμενο άσμα «Και τι ζητάω μία ευκαιρία στον παράδεισο να πάω». Καλύπτει όλα τα στρώματα, όλες τις ανθρώπινες ψυχές, όλο τον ελληνισμό. Και μάλιστα όπου γης.

Το βούτυρο έχει λήξει από τον περασμένο μήνα δεν το είχα προσέξει, έτσι παθαίνω τις γαστρεντερίτιδες. 

 

Δημήτρης Τζουμάκας