Η ποίηση σε βοηθά ν’ απαλλάσσεσαι από τα περιττά

In Άρθρο, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

  

Γεννήθηκα στο Άουγκσμπουργκ της Γερμανίας από γονείς μετανάστες και μεγάλωσα στο Ναύπλιο.

Από μικρή μου άρεσε να παρατηρώ τους ανθρώπους. Μέσα από την ενσυναίσθηση προσπαθούσα να κατανοήσω τις συμπεριφορές τους, εμβαθύνοντας στον τρόπο που σκέφτονταν. Η διαφορετικότητα με γοήτευε. Συχνά έδινε τροφή στον τρόπο που αντιλαμβανόμουν τον κόσμο. Σύντομα, έμαθα ν’ αποτυπώνω τα συναισθήματά μου στο χαρτί. Οι λέξεις με καθοδηγούσαν σε μονοπάτια που ούτε κι εγώ γνώριζα πως υπήρχαν μέσα μου. Νιώθοντας, αργά και χαμηλόφωνα ανακάλυπτα τον εαυτό μου και τους άλλους.

Η μοναχικότητα με βοήθησε ν’ αφουγκράζομαι τις μικρές «ασημαντότητες» και να τους προσδίδω την αξία που εγώ ένιωθα πως δικαιούνταν.

Οι κλασικοί συγγραφείς με μάγευαν, κάθε ήρωας άφηνε μέσα μου το στίγμα του, επιδρώντας καταλυτικά στην ψυχοσύνθεσή μου. Ο Ντοστογιέφσκι μ’ έκανε ν’ αμφισβητώ το προφανές και ν’ αναζητώ την αλήθεια όπου το σκοτάδι κυριαρχούσε. Η «ανθρώπινη δουλεία» του Σόμερσετ Μομ, ένα βιβλίο που διάβασα στα δεκαεφτά μου και με συγκλόνισε, μ’ έφερε μπροστά στο αδιέξοδο της ανθρώπινης ύπαρξης, στον άνθρωπο που μάχεται τον ίδιο του τον εαυτό προκειμένου να βρει την πολυπόθητη λύτρωση.

 Το Ναύπλιο είναι μια πόλη μαγική, γεμάτη φως και ιστορία, αλλά με γωνιές σκοτεινές που σε κάνουν να βλέπεις μέσα από μια άλλη οπτική τον εαυτό σου αλλά και τα πράγματα που σε περιβάλλουν. Κι ίσως οι πόλεις είναι εκείνες που μας διαλέγουν τελικά κι όχι εμείς εκείνες. Τα πέτρινα, ψηλοτάβανα σπίτια της παλιάς πόλης του Ναυπλίου, τόσο επιβλητικά κι απόμακρα γέμιζαν την ψυχή μου με δέος. Εκεί χανόμουν με τις ώρες καθώς αρκετά από αυτά ήταν ακατοίκητα, παρατημένα στο έλεος της φθοράς αλλά των περίεργων επισκεπτών. Βηματίζοντας στα άδεια δωμάτια, σα να νοσταλγούσα κάτι που δε γνώριζα, προσπαθούσα να φανταστώ τις μορφές των ανθρώπων που έζησαν εκεί, έπλαθα τους χαρακτήρες τους, συμμετείχα νοερά στις μικρές τους ιστορίες. Εκεί έγραψα το πρώτο μου ποίημα «η ερημιά των τοίχων» σε ηλικία δώδεκα ετών.

 Η ποίηση είναι μοίρα. Την ακολουθείς γιατί δε μπορείς να κάνεις αλλιώς. Σε φέρνει ενώπιος ενωπίω με τον άλλο σου εαυτό. Εκείνον που έχει τη δύναμη σχεδόν πάντα να σε εκπλήσσει. Μπροστά του νιώθεις γυμνός, απροστάτευτος κι όμως διαστροφικά τον προκαλείς γιατί θέλεις να νιώσεις γενναίος.

Δε γράφω για ν’ αλλάξω τον κόσμο. Για να πονέσω τον εαυτό μου γράφω ή για να τον αφήσω να με πονέσει. Μέσα από τον πόνο αποζητώ τη λύτρωση. Κι ίσως και κάποιοι άλλοι ακόμα πονέσουν και λυτρωθούν μαζί μου.

Ναι, ένας στίχος έχει τη δύναμη ν’ αλλάξει τον κόσμο. Όμως για να συμβεί αυτό θα πρέπει η αλλαγή ήδη να συντελείται στα κύτταρα του καθενός μας. Το μήνυμα βρίσκει τον «έτοιμο» αποδέκτη, εκείνον που δε μπορεί να προβάλλει αντιστάσεις που να καθυστερούν την όποια εξελικτική διαδικασία.

Ο Οδυσσέας Ελύτης έχει γράψει πως θεωρεί την ποίηση ως μια πηγή αθωότητας γεμάτη από επαναστατικές δυνάμεις. Με εκφράζει απόλυτα αυτή η θέση.

Δε μπορείς να είσαι ποιητής και να μην είσαι αθώος… τα κίνητρά σου να μην είναι ανιδιοτελή… να μην είσαι αυθεντικός, έτοιμος να υπερασπιστείς με σθένος κι αυταπάρνηση ό,τι πιστεύεις.

Όταν ήμουν μικρή έλεγα πως όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω ελεύθερη. Τώρα λέω πως ελεύθερος μπορεί να είναι μόνο εκείνος που καταφέρνει να μην είναι δέσμιος των συναισθημάτων του. Όχι, δε θέλω να είμαι ελεύθερη… Νιώθοντας, κατακτάς τον εαυτό σου.

Με απογοητεύουν οι άνθρωποι που προσπαθούν να γίνονται αρεστοί. Διακρίνω μέσα τους μια ρωγμή που με κάνει να μην τους εμπιστεύομαι. Αγαπώ τη θλίψη στα μάτια εκείνων που γνωρίζουν χωρίς κι οι ίδιοι να το ξέρουν. Και τη σεμνότητα και την ευγένεια που αποπνέουν οι λέξεις τους, οι λιγοστές.

Για μένα η ουσία βρίσκεται στην απλότητα. Η πνευματικότητα είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον απλό τρόπο που προσεγγίζουμε τα πράγματα. Η αλήθεια είναι απλή. Και μόνο οι σοφοί μπορούν να τη διακρίνουν μέσα στην πληθώρα των πληροφοριών που καθημερινά μας βομβαρδίζουν. Επειδή ήδη την κατέχουν. Κι είναι ο θεός των μικρών πραγμάτων που τιμωρεί την αλαζονεία των «επαϊόντων».

Η ποίηση σε βοηθά ν’ απαλλάσσεσαι από τα περιττά. Σκάβοντας να φτάνεις στο κουκούτσι, να το στύβεις και να βγάζεις τη λέξη, να την κοινωνήσεις με όσους αντέχουν τον πικρό χυμό της. Είναι μαγικό να γονατίζεις μέσα σου, να γδέρνεις την ψυχή σου ώσπου να σου αποκαλυφθεί η αιτία του πόνου. Εγώ, έμαθα να το αντέχω.

 

Νιόβη Ιωάννου