Φορούσα το μακρύ μου παντελόνι – χειμώνας – και το ζεστό μου μπουφάν. Στην ανάγκη θα μπορούσα να διπλωθώ μ’ αυτό και να κουλουριαστώ στην καρέκλα. Μια ολόκληρη νύχτα.
Τριγύρω μου φορέματα σεμνά και παλτά και φούστες μακριές και κάτι παντελόνια καθαρά με τσάκιση και πουκάμισα άσπρα κολλαριστά.
(Ήθελα να φτύσω το χώμα απ’ το στόμα μου, να ρουφήξω αέρα καθαρό. Με πλακώνανε γύρω μου τιμωρίες, αυτοάνοσα, κακές αρρώστιες που βγαίναν στο δέρμα – κάτι πληγές όλο αίμα και μετά μπλε και μαύρες με ένα μάτι στη μέση του σάπιου κρέατος. Η ασθένεια που πληγώνει, τρώει και σουβλίζει την ψυχή, το μυαλό, την ύπαρξή μας και ό,τι είμαστε, αλλά ψηλά – εκεί μου είχανε πει παιδί να υψώνομαι – άπειρα αστέρια, αμέτρητα έτη φωτός, γαλαξίες και διαστημικές τρύπες, και «τι θέλεις ασήμαντη κουκίδα να καταλάβεις, κι αν υπάρχει ή δεν υπάρχει θεός πού αλλάζει αυτή η μικρή, ελάχιστη ζωή σου»…)
Τα παπούτσια μου ζεστά, με οδηγούσαν αργά, αργά στην τεράστια ουρά. Δεν έδωσα σημασία στους μικροπωλητές και τα παιδιά που πουλούσαν τρία κεριά ένα ευρώ. Η προσοχή μου στο πορτοφόλι, στην τσάντα, στα πόδια και στο κεφάλι. Εκεί ήταν η πληγή, όπως μου φαινόταν.
Το κύμα με έσπρωχνε. Χέρια και κορμί μπροστά ως εκεί που στην άκρη θα στεκόμουν μαζί με όλους, μετά από πολλούς και πριν από πολλούς πάλι, ένα συνεχές, ατελείωτο κύμα, στο ξύλινο λαμπροστολισμένο ανάκλιντρο.
Περίμενα κάτι να συμβεί να δοθεί κάπως μια διέξοδος στο ερώτημα, το βαθύ υπαρξιακό μου ερώτημα που δεν έλεγε να καταλαγιάσει.
Ήμουν πια σε ώριμη ηλικία, δεν δικαιολογούνταν εκκρεμότητες και υπεκφυγές, γύρω μου όλο και πλήθαιναν οι φευγάτοι φίλοι, με πλάκωνε η ζωή όπως περνούσε και με άλλαζε, δεν κατάφερνα πια να τα βγάλω πέρα μαζί της. Με ξεπερνούσε και μένα και τον καιρό μου, όπως νόμιζα. Γι’ αυτό και είχα αποφασίσει εκείνη τη γιορτή, έτσι σαν τον καπετάν Μιχάλη, να τα βάλω κι εγώ επιτέλους με το θείο, να δω πόσα απίδια πιάνει ο σάκος. Να δοκιμάσω να προσευχηθώ, μένοντας άυπνη μια ολόκληρη νύχτα, παρέα με άλλους πιστούς, ενώνοντας τη δική μου ενέργεια με τη δική τους μέσα στο χώρο του ναού. Να δοκιμάσω αυτό που λένε λατρεία, πίστη, αυτή την ένωση με την ανώτερη δύναμη, τη συγκινητική, που διηγούνται οι απλοί άνθρωποι και την είχα νιώσει και γω να με αγγίζει σπάνιες στιγμές στην άκρη, στο μοναχικό βράχο ή πάνω από έργα σπουδαία και θαυμαστά της φύσης και των ανθρώπων. Τα ζεστά δάκρυα, το βούρκωμα και η αίσθηση του μεγάλου και του ασύλληπτου. (Μόνο που η πίστη δεν είναι θέμα εορτασμών και επετείων, διαδικασία τυπική, που συμβαίνει κατά παραγγελία).
Στάθηκα λοιπόν στην ουρά. Μαζί με τους άντρες, τις γυναίκες και τα παιδιά. Κάτι ήσυχα παιδιά που κοιτάζανε με τα υπάκουα μάτια τους το κενό. Περίμενα να τη νιώσω την ενέργεια του πλήθους. Μια δύναμη που μπορεί να κινήσει βουνά. Μόνο μια ανυπόμονη απελπισία όμως αισθάνθηκα γύρω μου. Σαν το μελίσσι που βουίζει χωρίς βασίλισσα.
Τα ζεστά ρούχα με βαραίνανε τώρα. Ίδρωναν οι μασχάλες κάτω από το χοντρό μάλλινο πουλόβερ και τα μαλλιά μου κολλάγανε στο μέτωπο. Οι πόροι του δέρματός μου ένας- ένας βουλώναν. Πνιγόμουν. Ασφυκτιούσα.
Γλίστρησα, τότε, κάτω από την κορδέλα που έδειχνε την πορεία του πλήθους κι έμεινα έξω από την ουρά για λίγο, να πάρω βαθιές ανάσες ελεύθερες. Καλύτερα. Ήταν καλύτερα εδώ. Είχα θέα κι αίσθηση του σώματος.
Με αργές κινήσεις, μετρημένες, έβαλα το χέρι στην τσάντα κι έπιασα το μικρό μου κεράκι που είχα τυλιγμένο σε χαρτί. Μύρισαν τα χέρια μου κερήθρα και μέλι σαν εκείνο που μασούσα όταν με έστελνε η μάνα μου στου μπάρμπα- Παντελή και μου έδινε η θεια-Παντελίνα κομματάκια κερήθρας στο πιάτο. Πάρε παιδί μου, πάρε που έχεις δοντάκια. Το μέλι έσταζε γλυκά στον ουρανίσκο, πότιζε το σωλήνα ως την κοιλιά. Μασούσα την κερήθρα, κατάπινα το μέλι κι έφτυνα ό,τι περίσσευε σε ένα γυάλινο μικρό πιατάκι του γλυκού. Από αυτό γίνεται το κερί που ανάβουμε στην εκκλησία, μας έλεγε η γιαγιά, όμως εγώ μια φορά που δοκίμασα ούτε φυτίλι έβαλα ούτε την τέχνη ήξερα. Χρειάζεται και πίστη, μου είχε ψιθυρίσει η γιαγιά και τα μάτια της σαν να με επιτιμούσαν. Πίστη για να φτιάξω το κερί ή για να το ανάψω, δεν κατάλαβα.
Ούτε και τώρα όμως καταλάβαινα (λες και γίνεται αυτά τα πράγματα να τα καταλάβουμε με το μυαλό). Ποιος έχει πίστη; Αναρωτήθηκα εδώ, έξω από την ουρά ανίκανη να συμμεριστώ ένα κάποιο θρησκευτικό συναίσθημα. Θυμήθηκα τη Μαρία με την πολυτάραχη ζωή της, και τη φαντάστηκα κι αυτήν εδώ, ανάμεσα στους προσκυνητές.
Εγώ δεν είμαι της θρησκείας, μου είχε ξεκαθαρίσει. Δεν πηγαίνω στην εκκλησία τις Κυριακές ούτε νηστεύω. Όμως, όταν έκαμα το τάμα στην Τήνο καιγόμουνα. Τι να σου λέω τώρα. Ήτανε το παιδί μου στη μέση. Γι’ αυτό πήρα το καράβι και βγήκα μαζί με όλο κείνο το λεφούσι στο λιμάνι. Πρώτη φορά πήγαινα στο νησί. Δεν ήξερα μέσα μου αν θα τα καταφέρω, δεν είχα ξανακάνει τέτοιο τάμα και ούτε σε κανένα το είχα πει ποια ήταν η απόφασή μου. Και πράγματι δείλιασα. Μόλις είδα όλο εκείνο τον ανήφορο, τσάκισε η καρδιά μου, πώς θα πάω θεούλη μου τόσο ανήφορο σκέφτηκα, αλλά θέλεις το πιστεύεις θέλεις δεν το πιστεύεις, μου φάνηκε ότι μια γυναίκα στάθηκε κει ψηλά, στο τέλος του κόσμου και μου έκαμε νόημα. Έλα, σα να μου είπε. Λες και πήρα απ’ αυτό κουράγιο, ξεκίνησα με τα γόνατα. Ανέβηκα όλο το δρόμο – τον ξέρεις εκείνο το δρόμο απ’ το λιμάνι ως την εκκλησία. Όταν έφτασα και σηκώθηκα να προσκυνήσω τη γνώρισα τη γυναίκα. Ήταν ίδια με την εικόνα της Παναγίας. Και τα γόνατά μου δεν είχαν πάθει τίποτα. Το μαντήλι που τα είχα τυλίξει πριν ξεκινήσω ήτανε καθαρό. Δεν ξέρω αν πιστεύω. Δεν είμαι άξια να μιλήσω ΄γω για το θεό και την πίστη. Είμαι πολύ μικρή εγώ για να πω για την πίστη.
Σα να την άκουγα τη φωνή της εκεί κοντά μου, δίπλα που είχα σταθεί να ανασάνω. Έξω από την ουρά, παράμερα λίγο. Δεν την ήξερα την εικόνα που ήτανε στη εικονοστάσι, μου έλεγε. Κι αν ίσως κάπου, σε κάποιο φυλλάδιο την είχε συναντήσει να εικονίζεται και τυπώθηκε βαθιά στο ασυνείδητό της, όμως καμιά σημασία δεν είχε αυτό. Στη δύσκολη στιγμή την είδε τη γυναίκα, ίδια με την Παναγιά να της δίνει δύναμη και αντοχή. Την καλούσε να ξεπεράσει εμπόδια και αναποδιές, φόβους και δυσκολίες. Ν’ ανέβει την ανηφόρα στα γόνατα όπως είχε αποφασίσει πάνω στο μεγάλο της πόνο.
Ακούμπησα το κεράκι μου στο πεζούλι και γύρισα να φύγω. Ίσως, αν υπάρχει φωλιά για την πίστη, να κρύβεται βαθιά, πίσω απ’ το αίμα και τα δάκρυα. Σ’ αυτό που γεννηθήκαμε και γίναμε. Στον πόνο που τρυπάει τα κόκκαλα και στάζει στο μεδούλι.
Έβγαλα το μακρύ μου μπουφάν και πήρα την κατηφόρα. Α, ναι. Έτσι ήταν καλύτερα. Πιο κοντά σ’ αυτό που λέμε αυθεντικότητα. Σ’ αυτό που ο Αριστοτέλης είχε ονομάσει εντελέχεια.
ΣΗΜ: Ο όρος «εντελέχεια» με τη σημασία, ότι κάθε όν φέρει μέσα του τον σκοπό της ύπαρξής του, που το οδηγεί στην ολοκλήρωση [εν+τέλος (= σκοπός) +έχω]. Η μετάβαση δηλαδή από το «δυνάμει» στο «ενεργεία» ον.
Ελένη Γ.