Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Χρήστος Χαρτοματσίδης
Οι bo bo[1] τελικά είχαν εξαπλωθεί σε όλη την περιοχή, δυτικά απ’ την Πλατεία της Βαστίλης. Παλιά μαγαζάκια και καφενεία καθημερινώς μεταμορφώνονταν σε αστραφτερά καινούργια ρεστοράν, όπου σερβίρανε με καλλιτεχνικό τρόπο οικολογικά καθαρή έθνικ κουζίνα ή γκουρμέ χάμπουργκερ. Γίνονταν μπαράκια με έπιπλα σχεδόν ανακυκλωμένα απ’ τα σκουπίδια. Νεαροί με γουόκμαν τριγυρνούσαν ντυμένοι περίεργα, μα μετά από σύντομη διαδρομή δίπλα στις βιτρίνες των μπουτίκ, γινόταν φανερό, πως τα ρούχα τους τελικά ήταν επώνυμα και ακριβά κι όχι ντεμοντέ και τσαλακωμένα που είχαν μείνει χρόνια στις γκαρνταρόμπες των γονιών τους. Όλο καινούργιοι και καινούργιοι bo bo, καταφτάνανε στην συνοικία, παρκάρανε παντού ποδήλατα και πολύχρωμες βέσπες και μετακόμιζαν στην πολυκατοικία της Οντίλ.
Οι γονείς της Οντίλ είχαν αγοράσει το ισόγειο διαμέρισμα στην πολυκατοικία της διάβασης «Καντάλ». Μέσα σχεδόν δεν έμπαινε φως. Υπήρχαν παράθυρα μόνο από την πλευρά του δρόμου και τα παντζούρια συνεχώς μένανε κατεβασμένα. Εκεί είχε γεννηθεί η Οντίλ. Ο πατέρας της είχε έρθει από την Οτβέρν για να εργασθεί στην μπουτίκ τυριών του θείου της και είχε ερωτευτεί μια νεαρή παριζιάνα –την μητέρα της. Οι δυο τους συνεχώς μαλώνανε, επειδή ο μπαμπάς της αρνιότανε να φέρνει στο σπίτι τυριά από την μπουτίκ κι έστελνε την μάνα της να τα ψωνίζει από την λαϊκή. Στο τέλος πια μαλώνανε για το κάθε τι ώσπου ο πατέρας της μάζεψε τα μπαγκάζια του κι έφυγε πίσω στην Οτβέρν, εγκαταλείποντας τις δυο γυναίκες στο Παρίσι.
Η Οντίλ θυμότανε τον καιρό που η αυλή της διάβασης ήτανε γεμάτη λάσπη και χρειαζότανε να μπαίνει στο σπίτι με τα παπούτσια στο χέρι για να αρχίσει αμέσως να τα καθαρίζει. Η λάσπη τουλάχιστον στέγνωνε, όχι όπως εκείνη την φορά που έσπασε η αποχέτευση της απέναντι πολυκατοικίας κι η διάβαση πλημμύρισε με περιττώματα.
Η ίδια η οικοδομή σχεδόν κόπηκε στα δυο και τα ξύλινα δοκάρια μόλις που συγκρατούσαν την πρόσοψη της να μην γκρεμιστεί. Το μόνο μαγαζάκι στην διάβαση ήταν ένα τυπογραφείο, όπου μπαινοβγαίνανε χλωμοί υπάλληλοι. Μέσα κροτάλιζαν τεράστιες μεταλλικές μηχανές και τα παράθυρα ήταν μαύρα σαν μελάνη.
Με τα χρόνια οι παλιοί γείτονες όπως ο μεσιέ Ρουρ, η οικογένεια Καμπανιάκ και η μαντάμ Μπερτάν, απεβίωσαν κι οι κληρονόμοι τους ή πούλησαν τα διαμερίσματα, ή τα νοικιάσανε. Ο καινούργιος bo bo πληθυσμός καταπιάστηκε με ανακαινίσεις και συνέχεια μπορούσες να δεις μαστόρια, ή εργάτες που κουβαλούσανε οικοδομικά υλικά. Φρεσκάρανε την πρόσοψη, πλακοστρώσανε την αυλή που τώρα πια ήτανε cour pavée, και βάλανε μέσα παγκάκια και δέντρα φυτεμένα σε γλάστρες. Ο ιδιοκτήτης του τυπογραφείου μετακόμισε έξω απ την πόλη και δυο μοντέρνα ζευγάρια αλλάξανε τα παράθυρα, κρεμάσανε μικρούς προβολείς, ξύσανε το μαυρισμένο σουβά μέχρι τα τούβλα, τα οποία επιστρώσανε με λάκα κι έφτιαξαν show room (μια λέξη που μέχρι τότε δεν υπήρχε στην γαλλική) για bo bo ρούχα κι αξεσουάρ. Κρατήσανε και γυάλισαν την παλιά επιγραφή Imprimerie που είχε μείνει σαν ιστορική κληρονομιά του τυπογραφείου. Κάθε τόσο εκθέτανε παπούτσια που σαν να τα είχε ψαρέψει κανείς από τον βυθό του Σηκουάνα, κάλτσες, σκουφάκια και κασκόλ που θυμίζανε νηπιαγωγείο, εσώρουχα σαν για τραβεστί και τσάντες που μοιάζανε με παλιά δίχτυα για ψώνια. Το απόβραδο βγάζανε τραπεζάκια και καθίσματα στην ανακαινισμένη cour pavé και πίνανε απεριτίφ με άλλους bo bo που ξεφυτρώνανε συνεχώς από παντού.
Σαν μαθήτρια η Οντίλ δεν γυρνούσε πάντα στο σπίτι, στην μαμά της, που είχε αρχίσει να δειπνεί με υπνωτικά κι αλκοόλ. Το λύκειό της βρισκόταν στο Μαρέ, λίγο πιο πέρα από το σπίτι κι αυτή σουλάτσαρε με τις ώρες στις γκαλερί και στα ατελιέ των ζωγράφων γύρω απ’ την Πλατεία ντε Βοζ. Ένας από αυτούς, ο Φρανσουά, αρκετά μεγαλύτερός της, με γαμψή μύτη και βαθιά γκρίζα μάτια, την πρόσεξε και την έγδυσε, για να του ποζάρει. Η Οντίλ πέρασε κάμποσα χρόνια μαζί του, στο ατελιέ. Μόλις που κατάφερε να πάρει απολυτήριο λυκείου και δεν συνέχισε τις σπουδές της. Οι δυο τους πηγαίνανε συχνά στα πάρτι φίλων τους – Τροτσκιστών, Σταλινικών, Μαοϊκών και γίνανε μέλη του Γαλλικού κομουνιστικού κόμματος. Ο Φρανσουά ζωγράφιζε και πωλούσε πίνακες με όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, που όλο και περισσότερο μοιάζανε με αυτούς του Ντιέγκο Ριβέρα, μα με τοπικό προφίλ και πολιτική απόχρωση. Σιγά, σιγά άρχισε να κινείται με ομάδα που αυτοαποκαλούταν Figuration narrative[2] και της οποίας οι κοινωνικοκριτικές δημιουργίες σε έντονα χρώματα, βαθμιαία αναβαθμίζονταν σε μάχιμα πολιτικά και προπαγανδιστικά πλακάτ. Η ομάδα τα τοιχοκολλούσε παντού και τα ύψωνε στις πορείες.
Ο Φρανσουά και η Οντίλ συνάψανε πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο και το βράδυ στήσανε μεγαλειώδες πάρτι, στο οποίο εκτός από τους ζωγράφους παραβρέθηκαν όλοι οι ακροαριστεροί μουσικοί, ποιητές, φιλόσοφοι κινηματογραφιστές και φωτογράφοι. Με τον καιρό τα πάρτι στο ατελιέ γίνανε καθημερινότητα. Όταν κάποιες φορές την νύχτα οι νεόνυμφοι κατάφερναν να απομονωθούν, λέγανε πως θα μετακομίσουν στην Αριστερή όχθη του Σηκουάνα προς το Πάνθεο και πως θα αποταμιεύανε λεφτά για να αγοράσουν σπίτι εκεί. Ο Φρανσουά λαχταρούσε την συγκεκριμένη περιοχή για την διανοητική και ιστορική ατμόσφαιρα, που επικρατούσε γύρω απ’ τη Σορβόννη και το Καρτιέ Λατέν, ενώ η νεαρή και ωραία Οντίλ – την προτιμούσε για τις φαρδιές λεωφόρους και τα ευρύχωρα διαμερίσματα στις πέτρινες οικοδομές σε στιλ Οσμάν. Είχε βαρεθεί τα στενά δρομάκια του Μαρέ με τα σκοτεινά ισόγεια στην διάβαση «Καντάλ» από την άλλη πλευρά της Βαστίλης.
Την Οντίλ δεν την απασχολούσαν ιδιαίτερα οι ιδεολογικοπολιτικές ανησυχίες των ημερών, ωστόσο στεκόταν πλάι στον Φρανσουά και των συντρόφων του κατά την διάρκεια των διαδηλώσεων, όπως και στα οδοφράγματα τον Μάη του 1968. Γράφανε στους τοίχους: «Sous les paves, la plage!»[3] και προσπαθούσαν να ξεριζώσουν τους κυβόλιθους από το οδόστρωμα. Μάλιστα η Οντίλ πόζαρε στον Φρανσουά να την ζωγραφίσει πως τάχα πετούσε κυβόλιθο σε υποτιθέμενο μπάτσο. Από κάτω έγραφε: «La Beaute est dans la Rue»[4] Σε όλους άρεσε πολύ η αφίσα και το πρόσωπο της ανατυπώθηκε σαν λιθογραφία στην Σχολή καλών τεχνών και διανεμήθηκε παντού.
Έλα όμως που εμφανίστηκε η Βραζιλιάνα Φερνάντα, αρχιτέκτων από τον κύκλο του Οσκάρ Νιεμάιερ[5], που είχε διαφύγει στο Παρίσι για να σωθεί από την στρατιωτική δικτατορία στην Βραζιλία. Η Φερνάντα είχε πυκνά σγουρά μαλλιά, ηλιοκαμένο χρυσαφί δέρμα και μεγάλο ποπό. Φορούσε τις μπλούζες της χωρίς τίποτα από κάτω κι έτσι διαγράφονταν οι αιχμηρές της ρόγες. Νοίκιαζε στο Πέμπτο αροντισμάν[6] κι ο Φρανσουά πήγαινε στο σπίτι της τάχα για να ακούνε δίσκους με μπόσα νόβα του Ζομπίμ. Μετά η Φερνάντα τον μύησε στο μουσικό ποιητικό κίνημα Tropicalia που βρισκότανε υπό διωγμό από την στρατιωτική χούντα της Βραζιλίας. Γι να διασώσουν τις δημιουργίες τους, στέλνανε τις ηχογραφήσεις στο Παρίσι. Η σγουρομάλλα βάλθηκε να μεταφράσει το μανιφέστο και τα πολιτικά αντιδικτατορικά κείμενα των τραγουδιών τους. Σιγά, σιγά ο Φρανσουά απομακρύνθηκε εντελώς από την Οντίλ και το ατελιέ.
Σχεδόν αμέσως, μετά τα γεγονότα του Μάη, ο Οσκάρ Νιεμάιερ, ανέλαβε να χτίσει το κτήριο του Γ.Κ.Κ. Η Φερνάντα συμμετείχε ενεργά, και ξαφνικά ο Φρανσουά αποφάσισε να κάνει δωρεά στο κόμμα, όλα τα λεφτά που είχαν αποταμιεύσει με την Οντίλ για διαμέρισμα. Μετά ο Φρανσουά με την Φερνάντα, κάπου εξαφανίστηκαν. Από κοινούς γνωστούς η Οντίλ έμαθε, πως ο σύζυγός της, μαζί με την φλύαρη και ζουμερή αρχιτεκτόνισσα, είχαν ζητήσει πολιτικό άσυλο στη Κούβα, επειδή η Φερνάντα υπέφερε από το ψυχρό κλίμα του Παρισιού. Από τον Φρανσουά δεν έρχονταν νέα. Ήταν σαν να είχε πεθάνει. Μετά από καιρό η Οντίλ αποφάσισε να εγκαταλείψει το ατελιέ, γιατί το νοίκι της ερχόταν ακριβό και πήρε μαζί της στην διάβαση «Καντάλ» όλες τις σπουδές, πίνακες και υλικά του Φρανσουά, που δεν τα είχαν αρπάξει οι συνοδοιπόροι του.
Θέλοντας να ιατρέψει την ραγισμένη της καρδιά, η Οντίλ προσπάθησε να σπουδάσει αρχιτεκτονική, μα απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις. Για να τα βγάζει πέρα, συνέχισε να ποζάρει γυμνή σε διάφορους καλλιτέχνες. Με την άνοδο του φεμινισμού συνειδητοποίησε πως κι αυτό ήταν ένα επάγγελμα, αν και δεν απαιτούσε ειδικό δίπλωμα. Γράφτηκε στα μητρώα των καλλιτεχνών και κάποιες δεκαετίες πόζαρε στις διάφορες συνοικιακές σχολές καλών τεχνών σαν επαγγελματίας μοντέλο. Μα κι εκεί πια είχε γεμίσει από bo bo. Νεαροί μουσάτοι άντρες και γυναίκες που τα μαλλιά τους σαν να μην τα είχαν χτενίσει ποτέ, καταβρόχθιζαν στα διαλύματα γλυκίσματα χωρίς γλουτένη και πίνανε χυμούς από χόρτα. Όλοι τους, αν και με ενοχλητική εμφάνιση είχαν εξαιρετικά καλούς τρόπους.
Η Οντίλ δεν ένιωθε να είχε γεράσει, ίσως επειδή δεν είχε παιδιά. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί σίγουρα θα γινόντουσαν bo bo, σαν όλους τους άλλους στην συνοικία. Για την ίδια, οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν ούτε αστοί, ούτε μποέμ, όπως εξηγούσε η επινοημένη τους ονομασία bo (urgeois) bo (hemes), μα άκομψοι καταναλωτές, που λάτρευαν το κάθε τι αμερικάνικο και διακοσμούσαν το λεξιλόγιό τους με αμέτρητους αμερικανισμούς. Με τον ερχομό τους ανέβηκαν όλες οι τιμές στην συνοικία, ενώ με τις καινούργιες τεχνολογίες ο χρόνος έπαιρνε πιο γρήγορες στροφές. Ακόμη και τα μοντέλα σαν να ποζάρανε πια κάπως διαφορετικά, διακεκομμένα, σαν να τραβούσαν σέλφι με τα κινητά τους.
Αν και δεν κατέβαλλε ιδιαίτερες προσπάθειες, το σώμα της Οντίλ είχε διατηρηθεί εξαιρετικά. Τα πόδια της μοιάζανε ατελείωτα, το στήθος –διακριτικό, απαλά διαμορφωμένο με σμιλεμένη κοιλιά και ποπό. Το πρόσωπο της πρόδιδε περισσότερο τα χρόνια, που είχε δεχτεί τα άγρια χάδια του παρισινού ανέμου, μα με λίγο μακιγιάζ παρέμεινε πάντα συναρπαστική. Το μόνο που τώρα τελευταία την άγχωνε ήταν το μαλλί της, εύθραυστο και πάντα κοντό κουρεμένο, γιατί είχε αρχίσει να αραιώνει. Αραιώνανε και οι τρίχες της ήβης.
Η Οντίλ πάντα είχε ομοιόμορφη, φινετσάτη τριχοφυΐα στην ήβη. Δεν παρασύρθηκε από την μόδα της βραζιλιάνικης κόλα μάσκας, που με επώδυνο τρόπο ξερίζωνε όλες τις τρίχες της ευαίσθητης περιοχής, επειδή το κάθε τι βραζιλιάνικο της θύμιζε την Φερνάντα. Μια φορά την είχε δοκιμάσει, για να μην μείνει πίσω από τις εντελώς ατρίχωτες συναδέλφισσές της, μα ο πόνος από το κάψιμο κα το τράβηγμα, ήταν φριχτός. Η μόνη της παρηγοριά ήταν η σκέψη, πως η Φερνάντα, κρίνοντας από το κεφάλι της, κατά πάση πιθανότητα θα ήταν αρκετά τριχωτή από κάτω και σίγουρα θα υπέφερε πολύ αν χρειαζότανε να κάνει την βραζιλιάνικη κόλα μάσκα. Ευτυχώς, σύντομα ήρθε η μόδα του «εισιτηρίου για το μετρό», μ’ άλλα λόγια –λωρίδα από τρίχες με φάρδος τρία εκατοστά όσο και το συγκεκριμένο χαρτονάκι στο μπροστινό μέρος, συνοδευόμενο από «πλήρη αναδάσωση» της υπόλοιπης περιοχής.
Σιγά, σιγά η Οντίλ συνειδητοποίησε πως ακριβώς οι άτιμοι bo bo είχαν φέρει αυτήν την τάση και για κάποιο διάστημα σαν ένδειξη διαμαρτυρίας έπαψε εντελώς να ασχολείται με την συγκεκριμένη περιοχή, αφήνοντας να φουντώσει «ολόκληρος θάμνος», με τις τρίχες του σε όλο τους το μεγαλείο. Ακριβώς τότε αντιλήφτηκε, πως το τρίχωμά της είχε γίνει κάπως διάφανο. Δεν μπορούσε, να μην προσέξει πως ενώ οι περισσότεροι άντρες, bo bo καλλιτέχνες κυκλοφορούσαν με μούσια, έτσι και οι νεαρές γυναίκες μοντέλα, εμφανίζονταν με όλο και πιο τριχωτά τρίγωνα. Διαπίστωσε ακόμη, πως όλο και πιο σπάνια την καλούσαν να ποζάρει κι αναρωτήθηκε αν αυτό είχε σχέση με τις αραιωμένες της μπούκλες από κάτω.
Τα μοντέλα στη ηλικία της, αν και είχαν διατηρήσει τις φεμινιστικές τους πεποιθήσεις ήταν από καιρό παντρεμένες με μεγάλα παιδιά. Αρκετές μάλιστα είχαν χωρίσει. Είχαν σταματήσει εντελώς να ποζάρουν, κι όλο και περισσότερες ασχολούνταν οι ίδιες με ζωγραφική, φωτογραφία, γλυπτική, καλλωπισμό εσωτερικών χώρων και διοργάνωση εκθέσεων. Είχαν εξασφαλίσει για τον εαυτό τους μια οικοδομή στο Μοντριόι, λίγο έξω απ’ το Παρίσι, όπου είχαν αποσυρθεί να μένουν και να δημιουργούν. Την είχαν ονομάσει «La maison des Babayagas»[7] «Το σπίτι των Μπάμπα Γιάγκα». Ο κομουνιστής δήμαρχος του Μοντριόι, τις χαιρέτησε ενθουσιασμένος, παροτρύνοντας τες, να παραμείνουν πάντα έτσι νέες και δημιουργικές.
Οι γνωστές της Μπαμπα Γιάγκα, προτείνανε στην Οντίλ να μετακομίσει για να μείνει μαζί τους, μα αυτή δεν άντεχε τα προάστια. Πίστευε, πως η πρωτοβουλία αυτή των γερασμένων καλλονών, ήταν απλώς ένας κομψός τρόπος να αρνηθούν την ενασχόληση με τα εγγόνια τους. Η Οντίλ είχε ανάγκη τα βλέμματα των ζωγράφων, που την χαϊδεύανε, αναπαράγοντας την κάθε καμπύλη του σώματός της, όπως και των επεισοδιακών σεξουαλικών σχέσεων, που μερικές φορές ακολουθούσαν. Τώρα τελευταία αυτό συνέβαινε, όλο και πιο σπάνια. Υπερβολικά πολλοί bo bo, άντρες και γυναίκες παρακολουθούσαν τις σχολές. Η ζωγραφική γι αυτούς ήταν περισσότερο τεχνική χαλάρωσης, παρά αφοσίωση κι έμπνευση. Συζητούσαν μεταξύ τους με χλιαρή ιδιόμορφη φιλικότητα, διατηρώντας αποστάσεις για τον προσωπικό τους χώρο. Δεν υπήρχε όμως η γεμάτη πάθος και συγκινήσεις ατμόσφαιρα των μποέμ, όπως παλιά στο ατελιέ του Φρανσουά. Ναι, αν αυτός δεν είχε φύγει μαζί με την τριχωτή του Βραζιλιάνα, η ζωή της Οντίλ θα ήταν διαφορετική. Μα … «c’ est la vie». Η Οντίλ σαν να είχε παραμείνει στα δεκάξι, στην ηλικία, που είχε γνωρίσει τον Φρανσουά. Στην συνείδησή της, ο μύθος του είχε αποτυπωθεί πάνω στην όψη όλων των αντρών καλλιτεχνών.
Γι’ αυτό και δεν μπορούσε να διακόψει το ποζάρισμα, που για την ίδια γινότανε όλο και πιο κουραστικό, ούτε να φύγει από την γειτονιά που όλο και περισσότερο είχε bo boποιηθεί. Μόνο την νύχτα, όταν το κρεβάτι απορροφούσε την συσσωρευμένη στο σώμα της κούραση, οι σκέψεις της την ταξιδεύανε στην απέραντη Αριστερή όχθη, στο πέμπτο αροντισμάν, στους κήπους του Λουξεμβούργο, στις πλατείες γύρω από τα πανεπιστήμια με τις θαυμάσιες οικοδομές και τα ατελείωτα μπαλκόνια από σιδερένια δαντέλα. Φαινόταν σαν η ζωή της να είχε προσαράξει για πάντα στην διάβαση «Καντάλ», δίπλα στην Βαστίλη, στην περιοχή «Μαρέ», όπου θα συνέχιζε να ποζάρει γυμνή μπροστά σε ζωγράφους με ολοφάνερα ακριβά, μα απελπιστικά συνδυασμένα ρούχα.
Μια μέρα έπιασε συζήτηση με δυο συναδέλφισσες με μεγάλα κοκάλινα γυαλιά. Αυτές πίνανε πανάκριβα φρέσκο-στραγγισμένα κοκτέιλ από ρίζες, με τζίντζερ και κουρκουμά σε μικρά μπουκάλια, και μασουλούσανε κύβο σοκολάτας πράσινου τσαγιού. Η Οντίλ έπινε μαύρο καφέ και κάπνιζε «Ζιτάν». Οι πυκνές κατσαρές τρίχες στην ήβη της μιας bo bo μοντέλο, είχαν αναγκάσει τους ζωγράφους να δανείζονται μεταξύ τους το μοναδικό χοντρό, μαύρο μολύβι, που είχε άνθρακα αντί για γραφίτη, για να μπορέσουν αξιόπιστα να αποδώσουν στο λευκό χαρτί την πλούσια τριχοφυΐα της. Αυτή τους είχε δυσκολέψει περισσότερο από τα μεγάλα ημικυκλικά γυαλιά στο πρόσωπό της. Η Οντίλ την ρώτησε πόσο καιρό πια «καλλιεργούσε» ολόκληρο τον «θάμνο», κι αν αυτό απαιτούσε κάποια ιδιαίτερη φροντίδα, μια που η όψη του φαινόταν εντυπωσιακή.
Η συνάδελφος ευγενικά την διόρθωσε, πως καθόλου δεν είχε ολόκληρο, μα μόνο «βραζιλιάνικο» θάμνο, που ήταν και η τελευταία μόδα, με προέλευση κατευθείαν από την Νέα Υόρκη. Γνωστή αλυσίδα ένδυσης είχε φορέσει στα μανεκέν στις βιτρίνες, την καινούργια της κολεξιόν, με διάφανα εσώρουχα, κι από τα κιλοτάκια διαφαίνονταν τα στριφτά πούπουλα, λίγο πιο ψιλά από το πλαστικό τους αιδοίο. Ήταν το καινούργιο χιτ, με απόλυτη βραζιλιάνικη αποτρίχωση μέχρι την κλειτορίδα κι ολόκληρη φυσική βλάστηση πάνω από αυτήν. Η τέλεια διασταύρωση μεταξύ των δύο άκρων –της απόλυτης αφαίρεσης και της ολοκληρωτικής πλούσιας τρίχωσης. Βέβαια, για να δυναμώσει την εντύπωση, καλό θα ήταν που και που ο θάμνος να ξυρίζεται γουλί, για να φυτρώσει μετά πολύ πιο πυκνός. Και μια που γυμνή ήβη, χωρίς καθόλου βλάστηση ήταν ντεμοντέ, θα μπορούσε να την καλύψει με ειδικό περουκίνι για την ευαίσθητη περιοχή, το λεγόμενο «Merkin». Σήμερα είχε ποζάρει ακριβώς με ένα τέτοιο περουκίνι. Ήταν σημαντικό για την εκφραστικότητα του ζωγραφισμένου σώματος. Παλιά, έβρισκες «Merkin» μόνο στην Αμερική, μα τώρα φτιάχνανε σε ένα καινούργιο κομμωτήριο, στο Μαρέ, δυο στενά πιο πέρα απ’ την σχολή. Φροντίζανε μάλιστα το χρώμα του, να ταιριάζει με το χρώμα των μαλλιών.
Ακούγοντάς την η Οντίλ κάπνισε τρία ολόκληρα τσιγάρα, και μετά την συνεδρία πήγε κατευθείαν στην συγκεκριμένη διεύθυνση. Βρήκε το σαλόνι με τις τεράστιες περούκες στην βιτρίνα, κάτω από μια παλιά καλά συντηρημένη επιγραφή Bulangerie. Ήταν ο φούρνος, που στα νιάτα της αγόραζε μπαγκέτες και κρουασάν. Οι παλιοί φουρνάρηδες είχαν συνταξιοδοτηθεί. Το μαγαζί παρέμεινε για πολλά χρόνια κλειστό, με ενοικιαστήριο στην πόρτα. Μπήκε μέσα και περιεργάστηκε τους δύο άνετους συνδεδεμένους χώρους. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι τέλεια σε γκρίζο – γαλάζιο και το παλιό παρκέ καλά γυαλισμένο. Γύρω απ’ το τεράστιο κρυστάλλινο πολυέλαιο του δεκάτου ένατου αιώνα, κρέμονταν περούκες σε διάφορα χρώματα, και χτενίσματα. Η Οντίλ πήγε στη μια γωνιά που έμοιαζε με αίθουσα αναμονής. Ήταν επιπλωμένη με παλιά καθίσματα θεάτρου κι ένα απαρχαιωμένο μαθητικό θρανίο. Ακριβώς σαν αυτά που είχαν στο σχολείο! Αντί για τραπεζάκι, υπήρχε μια παλιά δερμάτινη βαλίτσα, με στοιβαγμένα πάνω της περιοδικά μόδας. Σε ένα γυάλινο ποτήρι, έκαιγε κερί με άρωμα περγαμόντου.
Από κάπου ακούγονταν διακριτικά παλιά κομμάτια της Σιλβή Βαρτάν. Στο μαγαζί δεν υπήρχε ψυχή γι αυτό η Οντίλ κάθισε άνετα κι άρχισε να περιεργάζεται τον εσωτερικό χώρο, που ο κάθε bo bo θα θεωρούσε εκλεκτικό. Για την Οντίλ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια στοίβα παλιατζούρες. Στο κομμωτήριο δεσπόζανε δυο διαφορετικά στο στυλ ξύλινα γραφεία με καθρέφτες πάνω τους. Πίσω από κάθε γραφείο υπήρχε τροχήλατο κάθισμα από παλιό πλαστικό σε στυλ pop art κι ανάμεσά τους χαλύβδινη μπανιέρα με πόδια λέοντος. Δίπλα στο τηλέφωνο του ντουζ υπήρχε ξαπλώστρα στην οποία θα έπρεπε κανείς να αράξει για να του πλένουν τα μαλλιά. Κι επειδή το μοναδικό παράθυρο για ολόκληρο τον χώρο ήταν η βιτρίνα, είχαν τοποθετήσει κι άλλο ένα, στους εσωτερικούς τοίχους, προς το δρομάκι. Είχαν βάλει μόνο την ξύλινη κάσα. Αντί για τζάμια υπήρχε πόστερ, με ένα ηλιόλουστο Παρίσι, με θέα από το νησάκι Ιλ Σεν Λουί[8], προς όλη την αριστερή όχθη του Σηκουάνα. Το βλέμμα της Οντίλ βυθίστηκε στο τοπίο. Το παράθυρο ήταν σαν αληθινό και φώτιζε τον πρώην φούρνο. Σε λίγο εμφανίστηκε αιθέριο κορίτσι με έντονα κόκκινο μαλλί, κουρεμένο φράντζα. Θύμιζε ρετρό τηλεόραση και ταίριαζε εξαιρετικά με την διαμόρφωση του χώρου. Κάτω απ’ την φράντζα λάμπανε γαλανό πράσινα μάτια. Το κραγιόν ήταν στο ίδιο χρώμα, όπως και το μαλλί. Το κορίτσι χαμογέλασε εγκάρδια στην Οντίλ και παρουσιάστηκε σαν η Ντάνη, από την Βουλγαρία. Μιλούσε άριστα τα γαλλικά με ανατολικοευρωπαϊκή προφορά κι αμέσως πρότεινε στην Οντίλ λούσιμο μαλλιών με βουλγάρικο σαμπουάν από τσουκνίδα και βάλσαμο αυγού, που μόλις είχε προμηθευτεί από την Σόφια. Η Οντίλ αναρωτήθηκε που ακριβώς στον χάρτη έπεφτε η Βουλγαρία, μια που δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα για την χώρα. Διαισθάνθηκε πως δεν ήταν σωστό να αρνηθεί κι έκατσε στην ξαπλώστρα. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να ανοίξει συζήτηση για τις ηβικές περούκες.
Η Ντάνη πρόθυμα της διηγήθηκε πως είχε τελειώσει επαγγελματική σχολή κομμωτικής σε μια επαρχιακή πόλη της Βουλγαρίας και πως αργότερα άνοιξε δικό της κομμωτήριο στο κέντρο της Σόφιας. Από παιδί ήθελε να γίνει κομμώτρια, είχε πολλούς πελάτες και ήταν αφοσιωμένη στην δουλειά της. Μέσω ιντερνέτ είχε γνωρίσει κάποιον γοητευτικό γάλλο, που έφτιαχνε περούκες. Της είχε πει πως μοιάζει με γαλλίδα, αν κι αυτές δεν ήταν τόσο όμορφες. Είχε μάθει την γλώσσα στο Γαλλικό ινστιτούτο της Σόφιας. Στο Παρίσι βρέθηκε με κάποιον mon amour και ανοίξανε μαζί σαλόνι κομμωτικής στο «Μαρέ». Είχε την περιέργεια πως γίνονται οι περούκες. Ο mon amour είχε εγκαταστήσει το εργαστήριο του στο υπόγειο. Έφτιαχνε τις κομμώσεις των περουκών προσωπικά, πάνω στο κεφάλι του πελάτη. Η ίδια η Ντάνη είχε εξειδικευτεί σε άλλο είδος περούκες – Merkin, με χολιγουντιανή τεχνολογία από αγνά, φυσικά υλικά.
Η Οντίλ εξήγησε, πως ακριβώς αυτός ήταν ο σκοπός της επίσκεψής της. Κανένα πρόβλημα! Με μια τούφα από τα μαλλιά της, παίρνοντάς της τα μέτρα, η Ντάνη θα της έφτιαχνε την ειδική περούκα, που θα έμοιαζε με αληθινό «τρίγωνο». Αφού ξέπλυνε το σαμπουάν κι έβαλε το μπάλσαμο, η κομμώτρια άρχισε να κάνει στην Οντίλ μασάζ στο κεφάλι. Τα δάχτυλά της σαν να απορροφούσαν την ένταση όλου του σώματος, μέχρι τις φτέρνες και τα δάχτυλα των ποδιών. Της έλεγε να μην στεναχωριέται που τα μαλλιά της αραιώνανε. Με κάποια βουλγάρικα καλλυντικά, πολύ γρήγορα θα έβλεπε βελτίωση. Την χτένισε ωραία με το σεσουάρ κι έκοψε ομοιόμορφα κάποιες τούφες για δείγμα. Μετά τράβηξε μια χοντρή κουρτίνα, μπροστά στο παράθυρο, κλείδωσε την είσοδο και κάλεσε ξανά την Οντίλ στην ξαπλώστρα, αυτή την φορά χωρίς το εσώρουχο, για να της πάρει τα μέτρα. Την επόμενη βδομάδα το Merkin θα ήταν έτοιμο.
Η Οντίλ εντυπωσιάστηκε από την συμπαθητική κοκκινομάλλα –Ουγγαρέζα ή Ρουμάνα. Η εμπειρία ήταν τόσο έντονα μπομποϊστική, που αποφάσισε να τελειώσει την μέρα της με μια βόλτα στην μόνιμη συλλογή «Μπομπούρ». Γνώριζε απ’ έξω όλα τα εκθέματα. Ο Ματίς, ο Πικασό, ο Ζωρζ Μπρακ κι ο Φερνάν Λεζέ, είχαν πάντα χαλαρωτική επίδραση πάνω της και την ηρεμούσαν. Το εκθεσιακό κέντρο βρισκόταν πολύ κοντά και πάντα παρουσίαζε μοναδικές εκθέσεις. Είχε γίνει με πρωτοβουλία του Προέδρου Πομπιντού και χρειάστηκε να γκρεμιστεί μεγάλο μέρος από την παραδοσιακή Παρισινή σκεπαστή αγορά –το Χαλ. Η Οντίλ είχε πάρει ενεργό μέρος στις διαδηλώσεις ενάντια στην κατεδάφισή του, για να μην αλλοιωθεί η όψη της πόλης, μα κι επειδή είχε αρχίσει να αγανακτεί με την σύγχρονή αρχιτεκτονική που εκπροσωπούσαν ο πύργος «Μονπαρνάς» ή το διαστημικό μέγαρο του ΓΚΠ. Από τότε όμως που είχε γίνει το κέντρο «Μπομπούρ» ήταν μόνιμη επισκέπτριά του και μάλιστα είχε βγάλει κάρτα συνδρομητή. Παρακολουθούσε με πάθος τις πολιτιστικές εκδηλώσεις σε όλα τα μουσεία σύγχρονης τέχνης –στο Palais de Tokyo, στο Μουσείο του Λουξεμβούργου, στο Πορτοκαλί σπίτι, και στο καινούργιο Ίδρυμα Cartier-Bresson[9]. Το «Μπομπούρ» όμως είχε την πιο πλούσια συλλογή και το μεγαλύτερο κύρος.
Η Οντίλ μπήκε στο φουαγιέ κι άρχισε να χαζεύει τις ανακοινώσεις για εκθέσεις που θα γίνονταν προσεχώς: μια αναδρομική για αφίσες της Ναριτιβιστικής[10] κολεκτίβας που είχαν ζωγραφίσει τα πλακάτ για τις διαδηλώσεις και τα οδοφράγματα του Μάη του 1968 –πενήντα χρόνια από τα αξέχαστα αυτά γεγονότα. Η Οντίλ δυσκολευότανε να το πιστέψει πως είχε περάσει μισός αιώνας από τότε. Κι όμως, τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να την προετοιμάσει για αυτό που θα αντίκριζε σε λίγο. Τον Φρανσουά! Είχε ασπρίσει εντελώς, με καλομαυρισμένο δέρμα και φίνα γυαλιά που μόλις μπορούσες να διακρίνεις. Στο λαιμό είχε δέσει ανέμελα φουλάρι.
Κοίτα πράμα! Μετά από μισό αιώνα ο Φρανσουά! Σιωπηλά παρακολουθούσε την Οντίλ που διάβαζε την αφίσα για την ομαδική έκθεση ολόκληρης της συμμορίας Figuration Narrative που μάλιστα θα την φιλοξενούσε το Κέντρο «Ζωρζ Πομπιντού»!!! Κάτι δηλαδή εντελώς απίστευτο!!!
Η Οντίλ βουβάθηκε και δεν μπορούσε να απαντήσει στην ερώτηση: “Comment ca va?” Τότε ο Φρανσουά άρχισε να της διηγείται, πως για πρώτη φορά εδώ και καιρό βρισκόταν στο Παρίσι. Με την Φερνάντα για πολλά χρόνια μένανε στην Κούβα, μα εκεί δεν νιώθανε πια τόσο άνετα. Είχαν πάει μετά στην Βραζιλία, στην Αμερική, στην Ευρώπη, όπου τους οδήγησαν οι αρχιτεκτονικές συνεργασίες της Φερνάντα με την ομάδα Νιμάιερ. Ο Φρανσουά που και που ζωγράφιζε –με ψευδώνυμο σε κάθε επόμενη χώρα, για να μπορεί έτσι να κάνει παντού μια καινούργια αρχή. Η Οντίλ κοίταγε τα γκρίζα μάτια του που είχαν βυθιστεί ακόμη περισσότερο στις κόγχες, την καμπουρωτή μύτη και προσπαθούσε να παρακολουθήσει την σκέψη του. Ήθελε να τον φανταστεί πως πέρασε όλα αυτά τα χρόνια, πάντα ο ίδιος, μα ταυτόχρονα τόσο διαφορετικός. Πολλές φορές είχε αναρωτηθεί πως άραγε θα αντιδρούσε, αν τον συναντούσε κάποια μέρα ξανά.
Όταν ο Φρανσουά την ρώτησε αν είχε κρατήσει κάποιες από τις παλιές αφίσες του, του έγνεψε καταφατικά. Του είπε να περάσει από την διάβαση «Καντάλ» για να πάρει ότι είχε απομείνει. Αυτός χάρηκε που οι φίλοι του είχαν περιμαζέψει πολλά από τα πράγματά του, γιατί ποιος να το πίστευε πως τα πλακάτ που τοιχοκολλούσαν κάποτε στις πλατείες, ήταν πια τόσο περιζήτητα και τα εκθέτανε στα μουσεία. Η σύγχρονη ιστορία έπρεπε να διαφυλαχτεί! Τι χρόνια ήταν τότε!!! Πέρα απ’ αυτό, ήθελε να συζητήσει κάτι μαζί της. Θα πέρναγε κάποια απ’ τις επόμενες μέρες για να ποιούν κανένα ποτηράκι.
Ζαλισμένη η Οντίλ μέρες ολόκληρες δεν μπορούσε να συνέρθει. Ο Φρανσουά, αφού είχε χαθεί για σχεδόν μια ζωή τώρα είχε ξαναεμφανιστεί. Τη νύχτα δεν μπορούσε να κοιμηθεί, το πρωί δεν μπορούσε να ξυπνήσει, αργούσε για τις συνεδρίες στις σχολές. Την ώρα που πόζαρε οι σκέψεις τις τρέχανε σαν τρελές και ξέχναγε να αλλάζει πόζες. Όταν πήγε στο κομμωτήριο για να παραλάβει την ιδιαίτερη περούκα της, είχε τέτοιο πονοκέφαλο, που παρακάλεσε την Ντάνη να λούσει τα μαλλιά της με σαμπουάν από την χώρα της και να της κάνει μασάζ.
Η ομορφούλα κοκκινομάλλα συμφώνησε ευχαρίστως. Τα σαμπουάν ήταν βουλγάρικα και το μασάζ που ήξερε –κι αυτό βουλγάρικο. Όταν ήταν μικρός ο παππούς της ήταν τσοπανόπουλο στα βουνά. Οι γέροι βοσκοί του λέγανε, να προσέχει αν κάποια προβατίνα αρχίσει να γυρνάει σαν τρελή γύρω από τον εαυτό της, τότε σίγουρα είχε πονοκέφαλο. Έπρεπε αμέσως να την πιάσει και να της κάνει μασάζ. Αλλιώς κινδύνευε να μείνει τρελή, κι αν μια προβατίνα τρελαθεί, δεν μπορείς μετά με τίποτα να την συμμαζέψεις. Δεν βλέπει μπροστά της, πέφτει στις χαράδρες, σκαλώνει στα πουρνάρια, και γίνεται εύκολα θύμα των λύκων. Όταν δουλεύανε με τις παλιές βαφές η Ντάνη είχε συχνά πονοκεφάλους. Ο παππούς της έκανε μασάζ κι αμέσως ανακουφίστηκε. Από τις προβατίνες της είχε έρθει κι η ιδέα για τα Merkin. Το τρίχωμά τους ήταν ιδανικό –κατσαρό και γερό. Απορροφούσε καλά την βαφή. Τα προβατίσια δέρματα τα έφερνε από την Βουλγαρία.
Έφτασε η στιγμή η Οντίλ να δοκιμάσει το καινούργιο της ηβικό περουκίνι. Η κομμώτρια τράβηξε και πάλι την κουρτίνα και κλείδωσε την πόρτα. Για να εφαρμόσει καλά το Merkin, η περιοχή έπρεπε να είναι απολύτως καθαρή. Γι’ αυτό ρώτησε την Οντίλ αν προτιμούσε να την ξυρίσει, ή να της κάνει βραζιλιάνικη κόλα μάσκα. Επέλεξε το ξύρισμα. Η Ντάνη έβγαλε από το συρτάρι ροζ ξυραφάκι σε ατομική συσκευασία και ροζέ φιάλη με τζελ ξυρίσματος για την ευαίσθητη περιοχή, με άρωμα λουλουδιών του αγρού. Τα κατάφερε επιδέξια και στο τέλος δεν είχε μείνει ούτε τριχούλα από τον ομφαλό, μέχρι το πάνω μέρος της σχισμής του ποπού. Η Οντίλ δεν πόνεσε καθόλου, μάλιστα ένιωσε πως με την Ντάνη κατά κάποιο τρόπο είχαν έρθει πιο κοντά, ήταν σχεδόν φίλες. Πρώτη φορά συναντούσε κομμώτρια με τόσες πολύπλευρες δεξιότητες.
Η περούκα κόλλησε γρήγορα κι εύκολα στην σωστή θέση με την βοήθεια θεατρικής κόλλας για ψεύτικα μουστάκια. Η κομμώτρια έκοψε προσεχτικά τις άκρες, την χτένισε κι όταν η Οντίλ αντίκρισε τον εαυτό της στον καθρέφτη σαν να έβλεπε εκείνο το νεαρό κορίτσι που ο Φρανσουά έγδυνε και ζωγράφιζε στο ατελιέ. Οι τρίχες στο πάνω μέρος ήταν ακριβώς ίδιες όπως τότε και ίδιες με το χρώμα των μαλλιών της. Η Ντάνη της ψιθύρισε, πως το νέο λουκ απαιτούσε και διάφανα κιλοτάκια, και γιατί όχι και διάφανο σουτιέν.
Η συντήρηση του Merkin ήταν πανεύκολη. Πρώτα το πλένεις με σαπούνι και χλιαρό νερό και μετά το μουλιάζεις σε μείγμα από μια κουταλιά καθαρό οινόπνευμα 95 τις εκατό, μια κουταλιά χοιρινό λίπος και μια κουταλιά ούρα. Το οινόπνευμα καθαρίζει, το λίπος τρέφει, ενώ τα ούρα κατσαρώνουνε τις τρίχες. Για τα ούρα ήταν εύκολο, η Οντίλ θα προσπαθούσε να κατουρήσει σε κουτάλι της σούπας, μα το καθαρό οινόπνευμα και το χοιρινό λίπος απαιτούσαν ψάξιμο. Η Ντάνη κατέβηκε στο υπόγειο του εργαστηρίου και σε λίγο γύρισε με μπουκάλι από βότκα Smirnoff γεμάτο στο εν τρίτο. Άλλο δεν βρήκε, γι αυτό έβαλε μέσα από το δικό της καθαρό οινόπνευμα. Όσο για το λίπος, στην λαϊκή της Βαστίλης υπήρχε κάποιος κρεοπώλης, που έφερνε και μια που εκείνη την μέρα είχε παζάρι, θα μπορούσε να τον προλάβει.
Η Οντίλ μισούσε την λαϊκή, που έστηνε τους πάγκους της δυο φορές την εβδομάδα στην περιοχή δυτικά της Βαστίλης. Συνήθως προσπαθούσε να την αποφύγει, κάνοντας μεγάλους κύκλους. Κάποτε, η μάνα της ψώνιζε από εκεί και πάντα μάλωνε με τον τυρέμπορο για τις ακριβές τιμές του. Στην λαϊκή έβρισκες τα πιο φρέσκα και μυρωδάτα γαλακτοκομικά και μια που η Οντίλ ποτέ δεν πλησίαζε το παζάρι έστελνε τον άντρα της να τα αγοράσει μόνος του. Ο Φρανσουά συνόδευε το κόκκινο κρασί, με τυριά, που τα λάτρευε, ενώ η ίδια ήταν μάλλον η μοναδική γαλλίδα που δεν έτρωγε αυτά τα γαλλικά εδέσματα. Η βόλτα στο παζάρι δεν την ενθουσίαζε καθόλου. Δέχτηκε όμως να πάνε μαζί με την Ντάνη. Κλείδωσαν το κομμωτήριο και πέρασαν μέσα από το Μαρέ. Οι προσόψεις των κτιρίων αν και γκρίζες, παλιές και υγρές όπως πάντα, τώρα της φάνηκαν κάπως ανανεωμένες –εκπέμπανε μια περίεργη, άνεση και γοητεία.
Στην λαϊκή ήταν γεμάτο κόσμο. Πίσω απ’ τους πάγκους παραφορτωμένους με κάθε είδος προϊόντα οι πωλητές φωνάζανε για να διαφημίζουν το εμπόρευμά τους. Παντού βολτάρανε bo bo με καλάθια γεμάτα ρίζες, φρέσκα μπαχαρικά κι άλλα πιστοποιημένα βιολογικά φαγώσιμα. Οι σόλες της Οντίλ κόλλαγαν από κάθε είδος υγρά, φλούδες, ή σκυλίσια κακά. Όταν πια νόμιζε, πως δεν άντεχε άλλο κι ήταν έτοιμη να καταρρεύσει, φτάσανε το πάγκο με τα κρέατα. Δίπλα του, πάνω σε κουρελού είχε καθίσει μικρόσωμη γερόντισσα, που γλιστρούσε απαλά το δοξάρι στις χορδές αγνώστου, μουσικού οργάνου. Φορούσε πολλές στρώσεις, το ένα πάνω στο άλλο ξεβαμμένα θερινά ρούχα. Είχε όμορφο πρόσωπο, χρυσοκίτρινα μάτια και γύρω απ’ το κεφάλι της είχε δέσει κάποια κουρέλια. Το μουσικό όργανο επαναλάμβανε επίμονα τις ίδιες δυο νότες. Οι διαβάτες της ρίχνανε κέρματα σε παλιό πηλίκιο τραμβαγέρη. Μέσα στην όλη φασαρία της λαϊκής το μονότονο γρατσούνισμα μπορούσε να σε τρελάνει, μα ξαφνικά η Οντίλ ταράχτηκε. Είχε αναγνώρισε την γριά.
Πρόσφατα στο Palais de Tokyo είχε επισκεφτεί την έκθεση ενός γνωστού της bo bo καλλιτέχνη, που ασχολιότανε με εννοιολογική τέχνη. Είχε αραδιάσει αρκετές εγκαταστάσεις στις αίθουσες, μα το πρώτο που υποδεχότανε τους επισκέπτες, ακόμη από την είσοδο, ήταν ένα ντοκιμαντέρ με αυτή την γριούλα, καθισμένη καταγής, στο κέντρο του Παρισιού, να γρατσουνίζει με την λύρα της. Η ταινία προβάλλονταν πάνω σε τοίχο από χαρτόκουτες και τα κάδρα με την ίδια πάντα εικόνα, και τους ίδιους μονότονους ήχους, επαναλαμβάνονταν συνεχώς, ακολουθώντας τον επισκέπτη σ’ όλη του την διαδρομή μέσα στην αίθουσα. Η Οντίλ έψαξε στην μεγάλη τσάντα της, όπου μάζευε τα ενημερωτικά φυλλάδια από τις διάφορες εκθέσεις και βρήκε το συγκεκριμένο από το Palais de Tokyo: «Μετακινούμενοι άνθρωποι – γυναίκα με λύρα».
Η Ντάνη πέρασε δίπλα στην γυναίκα και της μίλησε σε κάποια εξωτική γλώσσα. Μετά, όση ώρα ο κρεοπώλης ετοίμαζε το λίπος, η κομμώτρια της διηγήθηκε τα πάντα για αυτήν. Η γυναίκα λεγότανε Μπάμπα Ελένκα και ήταν βουλγάρα τσιγγάνα από κάποιο ορεινό χωριό. Η Ντάνη την είχε δει παλιά, με τον σύζυγό της, ντυμένος σαν τραμβαγέρης, να συνοδεύει το παίξιμό της τραγουδώντας στα βουλγάρικα. Τότε γνωρίστηκαν κι άνοιξαν κουβέντα. Οι δυο γέροι έρχονταν με το λεωφορείο, για να περάσουν το μισό χρόνο στο Παρίσι, ενώ τον επόμενο μισώ, επέστρεφαν στο χωριό τους. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους ήταν σκορπισμένα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Με την μετάφραση της Ντάνης η Οντίλ ζήτησε από την γριά αυτόγραφο, πάνω στο φυλλάδιο της έκθεσης, μα η Μπάμπα Ελένκα δεν γνώριζε γραφή κι ανάγνωση. Δεν σταμάταγε όμως να γρατσουνίζει βασανιστικά με το δοξάρι της πάνω στις δυο χορδές. Η τσιγγάνα προσφέρθηκε έναντι είκοσι ευρώ να πει στην Οντίλ το μέλλον της, μια που… μεγάλη έκπληξη την περίμενε.
Η Οντίλ αρνήθηκε με τακτ. Η μεγάλη έκπληξη της ζωής της ήδη είχε συμβεί. Πήρε το πακέτο με το χοιρινό λίπος και μετά πέρασε από το πάγκο του τυρέμπορου. Αγόρασε τα αγαπημένα τυριά του Φρανσουά – πυραμίδα κατσικίσιο, με επικάλυψη από γκρίζα μούχλα, κομμάτι «Βασρέν ντε Μποζ» και βέβαια μπουκάλι κόκκινο κρασί «Κοτ ντιο Ρον». Ο Φρανσουά είχε επιστρέψει. Έπρεπε να είναι πανέτοιμη να τον υποδεχτεί. Δεν είχε αναφέρει αν ζούσε ακόμη εκείνο το κανίς, η Φερνάντα, μα σίγουρα ήθελε να βρεθεί με την Οντίλ και να μιλήσουν.
Λίγο πριν μπει στο διαμέρισμα της, στο ισόγειο, η Οντίλ έριξε τυχαία ματιά προς το Show room και είδε μέσα από το παράθυρο, πως είχαν εκθέσει φίνα γυναικεία εσώρουχα. Για πρώτη φορά κάτι εκεί της έπιανε το μάτι. Μπήκε μέσα και οι bo bo ιδιοκτήτες άντρες και γυναίκες όλοι μαζί την βοήθησαν ευγενικά να διαλέξει διάφανο κιλοτάκι και σουτιέν σε οπάλ λευκό, κι επιπλέον σάλι – ρόμπα στο ίδιο χρώμα, που έμοιαζε με μακριά, ζακέτα. Μετά την κάλεσαν στο παγκάκι κάτω από το πελώριο φίκο στην κομψή cour pave, προσφέροντας της ποτήρι Μπορντό, τυρί Κομτέ σε κυβάκια και κριτσίνια με σπόρο παπαρούνας. Επί τέλους έμαθε τα ονόματα των καινούργιων bo bo γειτόνων της – Ορελί, Ζουντήτ, Μπενοά και Ζεράρ. Όλοι τους ήταν εξαιρετικά ενθουσιασμένοι που συζητούσανε με την τελευταία εναπομείνασα σε ολόκληρη την διάβαση γκάγκαρα παριζιάνα, που είχε μάλιστα γεννηθεί στην πολυκατοικία τους. Η Οντίλ χάζευε του κυβόλιθους της αυλής και σκεφτότανε, πως ακόμη και οι cult κυβόλιθοι, από τον Μάη του ’68 δεν ήταν πια τίποτα περισσότερο από διακοσμητικό στοιχείο για τους νεαρούς bo bo.
Δυο μέρες μετά ο Φρανσουά της τηλεφώνησε πως θα περνούσε το βραδάκι να πάρει τα πλακάτ του. Η Οντίλ ετοίμασε το μείγμα από καθαρό οινόπνευμα, χοιρινό λίπος και ούρα για το Merkin. Φόρεσε τα καινούργια της διάφανα εσώρουχα, με την ρόμπα-σάλι, κι έβγαλε τα τυριά από τα οποία ήδη είχε βρωμήσει το ψυγείο. Βάφτηκε αργά. Από την συγκίνηση δεν είχε φάει μπουκιά κι από αυτό οι κοιλιά της είχε μαζευτεί εντελώς, υπογραμμίζοντας τον βραζιλιάνικο θάμνο, μέσα στο διάφανο κιλοτάκι. Η ρόγες της φαίνονταν ξεκάθαρα μέσα από το διάφανο σουτιέν. Όταν υποδέχτηκε τον Φρανσουά, αυτός την φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα. Ποτέ του δεν πίστευε, πως μετά από μια αιωνιότητα θα ξανασυναντήσει το ίδιο κορίτσι που ζωγράφιζε κάποτε στο Μαρέ, που όμως είχε γίνει τώρα πολύ πιο όμορφο.
Ήταν ευτυχής να επιστρέψει ξανά σε ένα τόσο ανανεωμένο Παρίσι. Με την Φερνάντα είχαν γυρίσει εδώ και μερικούς μήνες και μάλιστα είχε αγοράσει διαμέρισμα στο Πετί, Ο Φρανσουά πάντα ονειρευότανε να μείνει εκεί, όχι μακριά από τον χώρο που νοίκιαζε η Φερνάντα όταν γινόταν η ανέγερση του μεγάρου του ΓΚΠ. Είχε αγοράσει το διαμέρισμα από ένα συμπαθητικό ζευγάρι – παριζιάνος και γιαπωνέζα, που ισχυρίζονταν, πως η περιοχή είχε γίνει πολύ τουριστική. Τον ίδιο και την Φερνάντα, αυτό δεν τους πείραζε καθόλου. Η ζωή είχε ακριβύνει αφάνταστα, όχι όπως κάποτε, μα κι αυτό δεν τον ενοχλούσε ιδιαίτερα, μια που αυτή κέρδιζε αρκετά από τις αρχιτεκτονικές εργασίες της. Ο Φρανσουά ήθελε να παντρευτεί την Βραζιλιάνα του, για την πεντηκοστή επέτειο τους. Αυτή η ιδέα του είχε έρθει όταν οι σύντροφοί του ζωγράφοι, οργάνωσαν τις γιορτές και την έκθεση στο Κέντρο «Μπομπούρ». Θα μένανε με την Φερνάντα στο Παρίσι, λόγω του Γαλλικού συστήματος υγείας, μια που όσο και να ‘ναι είχε περάσει πια τα ογδόντα. Δεν είχαν παιδιά. Για πολλά χρόνια ταξιδεύανε από δω κι από εκεί και ήταν καιρός να εγκατασταθούν κάπου μόνιμα. Ο Φρανσουά καθόλου δεν είχε ξεχάσει, πως σ’ εκείνα τα τρελά χρόνια είχαν συνάψει με την Οντίλ πολιτικό γάμο, γι’ αυτό έφερε τώρα αίτηση διαζυγίου. Ευχαρίστησε για την κατανόηση. Ήταν βέβαια κάτι εντελώς τυπικό και χάρηκε που την είχε δει.
Η Οντίλ ένιωσε ρίγος. Είπε στον Φρανσουά, πως είναι «σκατό». Ζήτησε συγνώμη και κλείστηκε στο μπάνιο. Έκανε εμετό, από την οργή της κι από την πείνα, ενώ μαύρα δάκρυα από το μακιγιάρισμα τρέχανε στα μάγουλά και μπαίνανε στο στόμα της. Ο Φρανσουά ένιωσε αμήχανα, ειδικά όταν είδε τα σερβιρισμένα στο τραπέζι τυριά, τα δυο ποτήρια και το μπουκάλι «Κοτ ντιο Ρον». Η συγκεκριμένη κατάσταση όμως, απαιτούσε κάτι πιο δυνατό Είδε το μπουκάλι «Σμιρνόφ», δίπλα στο μπουφέ, γέμισε μέχρι απάνω το κρασοπότηρο και το ήπιε άσπρο πάτο. Από το καθαρό οινόπνευμα, που η Ντάνη είχε βάλει στο μπουκάλι, ο λαιμός κι ο οισοφάγος του καλλιτέχνη, πήραν φωτιά! Του κόπηκε η ανάσα, τα μάτια γούρλωσαν και σε λίγο γύρισαν για πάντα, ενώ το μελαμψό του από το βραζιλιάνικο ήλιο σώμα, σωριάστηκε στο πάτωμα.
Στο μπάνιο, αφού δεν είχε πια τι να ξεράσει, η Οντίλ σκούπισε τα δάκρυά της, ξεβάφτηκε και μετά ξαναβάφτηκε. Έπλυνε τα δόντια της, έβαλε κραγιόν, ψέκασε «Σανέλ» στα μαλλιά, στην γλώσσα και στον ομφαλό και βγήκε έξω για να αντιμετωπίσει με νέες δυνάμεις τον άσωτο σύζυγό της. Σκόνταψε όμως πάνω στο άψυχο κορμί του κι έντρομη έτρεξε έξω για να ζητήσει βοήθεια. Πέρασε τρέχοντας το cour pave κι όπως ήταν με τα διάφανα εσώρουχα εισέβαλε στο γεμάτο με bo bo πελάτες show room. Στην αρχή την νόμισαν για μανεκέν που κάνει επίδειξη της καινούργιας κολεξιόν εσώρουχων, μα όταν καταλάβανε περί τίνος πρόκειται, τρέξανε μαζί με τους μαγαζάτορες στο ισόγειο διαμέρισμα της Οντίλ, για να της συμπαρασταθούν. Την σκεπάσανε με την καινούργια της ρόμπα και της προσφέρανε κρασί. Κατέφτασαν οι πυροσβέστες από την άμεση δράση κι ανακοίνωσαν πως ο καλλιτέχνης – θρύλος Φρανσουά Τρισέ, ήταν πια νεκρός.
Όταν έγινε η αναδρομική έκθεση προσθέσανε κι ένα καινούργιο πλακάτ με το πρόσωπό του, υπογεγραμμένο από όλα τα μέλη της κολεκτίβας Figuration Narrative, με αγάπη, για τον πεσόντα σύντροφό τους. Ο ανακριτής χαρακτήρισε το περιστατικό ατύχημα. Αν και από την κατανάλωση καθαρού οινοπνεύματος δεν μπορούσε κανείς να πεθάνει, η ηλικία και η γενική κατάσταση της υγείας του επαναπατρισθέντα θρύλου είχε παίξει αποφασιστικό ρόλο. Στα ΜΜΕ έγιναν αρκετές αναφορές γύρω από το περιστατικό και λόγω του αιφνιδίου θανάτου του καλλιτέχνη, μα κι επειδή αποκαλύφτηκε, πως πριν από μισό αιώνα είχε ζητήσει πολιτικό άσυλο στην Κούβα, μαζί με την Βραζιλιάνα σύντροφό του. Εκεί είχε καλλιτεχνήσει προπαγανδιστικά πλακάτ, με επαναστατικό περιεχόμενο, που αποκτήσανε αργότερα ιδιαίτερη αξία, αν και κανείς δεν γνώριζε πως τα είχε ζωγραφίσει ο Φρανσουά Τρισέ, μια που τα υπέγραφε με το ψευδώνυμο Ελ Τραμπόσο. Κάποια από το πρωτότυπα, που είχαν απαγορευτεί με τις αλλαγές στη κομματική γραμμή, είχαν βγει παράνομα από την Κούβα, κομμένα σε λωρίδες, μέσα σε βαλίτσες φίλων. Τώρα έστω και σε «μπαλωμένη» μορφή πουλιόνταν στις δημοπρασίες για αστρονομικά ποσά.
Όταν οι bo bo από την διάβαση μάθανε τις λεπτομέρειες για το μοιραίο καθαρό οινόπνευμα, το κομμωτήριο της Ντάνης απέκτησε απρόσμενα μεγάλη πελατεία. Αναγκάστηκε να ανοίξει και δεύτερο σαλόνι, ειδικά για τις ηβικές περούκες από πρόβειο τρίχωμα. Η Οντίλ διηγήθηκε στις Μπαμπα Γιάγκα για την τσιγγάνα στην λαϊκή και την συμμετοχή της στο βιντεάκι στο Ανάκτορο «Τόκιο», και το πώς της είχε προβλέψει την απίστευτη έκπληξη, που η ίδια δεν περίμενε ποτέ. Αυτές αμέσως καλέσανε την μπάμπα-Ελένκα να μετακομίσει στο κοινόβιό τους, να τους παίζει με την λύρα, να τους βλέπει το φλιτζάνι, και να συμμετέχει στις διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.
Η Οντίλ ως νόμιμη σύζυγος, φαινόταν η μοναδική κληρονόμος του Φρανσουά και των έργων του, όπως και του διαμερίσματος, που είχε αγοράσει στο όνομά του, μια που η Φερνάντα δεν είχε ευρωπαϊκή ιθαγένεια. Νοίκιασε το διαμέρισμα της στο ισόγειο, στην διάβαση «Καντάλ» στους συμπαθητικούς της bo bo γείτονες κι αυτοί το χρησιμοποίησαν σαν αποθήκη για τα μοντέρνα ρούχα κι αξεσουάρ που εκθέτανε στο show room. Η Ορελί, η Ζιουντήτ, ο Μπενοά κι ο Ζεράρ, γεμίσανε με τραπεζάκια και καθίσματα το cour pave. Αραδιάσανε πάνω τους μπουκάλια με ροζέ,. Φουσκώσανε, πολύχρωμα μπαλόνια με ήλιο και τα δέσανε στα παγκάκια, και στα φυτεμένα σε γλάστρες δεντράκια. Στήσανε τρελό αποχαιρετιστήριο πάρτι για την Οντίλ. Την γνώρισαν με έναν φίλο τους συμβολαιογράφο, τον Γκι, που φορούσε πανάκριβο κουστούμι με μακό μπλουζάκι και πάνινα αθλητικά παπούτσια. Αυτός την βοήθησε να κάνει το συμβόλαιο και την συνόδεψε ως το κατοχυρωμένο πια και νομικά διαμέρισμα της. Η Οντίλ δεν τολμούσε να πάει μόνη. Πάντα ονειρευόταν πως θα αρπάξει την Φερνάντα απ’ την σγουρή της χαίτη και θα την κλοτσήσει στα μεγάλα οπίσθια, έτσι ώστε να κατρακυλήσει στις σκάλες. Μετά θα πέταγε όλα της τα βραζιλιάνικα συμπράγκαλα και θα απολάμβανε τα αέρινα θερινά ρουχαλάκια της να πλανιόνται ανάμεσα στους ορόφους σαν πολύχρωμες, επαναστατικές παντιέρες…
Η Οντίλ ένιωσε πανευτυχής όταν μετακόμισε στο ευρύχωρο διαμέρισμα στο καρτιέ Λατέν, στην τόσο ονειρεμένη Αριστερή όχθη του ποταμού, στην καρδιά του, στο Πετί. Η θέα προς την πλατεία «Σεν Μισέλ» ήταν υπέροχη. Επιτέλους είχε λεφτά και δεν χρειαζόταν πια να ποζάρει. Τα πλακάτ του Φρανσουά από το 1968, που τότε δεν είχαν καμιά αξία, τώρα είχαν γίνει ανάρπαστα. Θυμότανε πως τα ποδοπατούσαν στους βρεγμένους δρόμους όταν η αστυνομία κατέβρεχε τους διαδηλωτές με αντλίες νερού. Συχνά τα βλέπανε πεταμένα στους ξέχειλους από σκουπίδια κάδους (λόγω της απεργίας των εργαζομένων στην καθαριότητα). Τώρα όμως πουλιόνταν για πενταψήφια κι εξαψήφια ποσά. Μπορούσες να τα δεις σε πανάκριβες γκαλερί και διαμερίσματα, μέσα σε φίνα κάδρα σκεπασμένα με αντανακλαστικά τζάμια. Ανάμεσά τους και η ιστορική πια μορφή της Οντίλ, που παρίστανε πως πετάει κυβόλιθο στους μπάτσους, μαζί με το σλόγκαν: «Η ομορφιά είναι στον δρόμο!» Όλα αυτά τα ποσά μπαίνανε τακτικά στον τραπεζικό της λογαριασμό.
Το μπαλκόνι με παραπέτο από μεταλλική δαντέλα περιέβαλε ολόκληρο το φωτεινό σαλόνι του διαμερίσματος της Οντίλ. Οι καμπάνες της «Νοτρ Νταμ» ακούγονταν εντελώς κοντά με κρυστάλλινο ήχο. Το Παρίσι πράγματι ήταν ανανεωμένο και διαφορετικό, όπως έλεγε ο μακαρίτης Φρανσουά. Κάθε που άνοιγε τα γαλλικά παράθυρά της κι έβγαινε στο μπαλκόνι, η Οντίλ βιαζότανε μετά να επιστρέψει πίσω και να τα κλείσει σχολαστικά. Έξω ήταν το απόλυτο χάος, με τους τουρίστες και τα διώροφα λεωφορεία που μπλοκάρανε με ανέδυα την ατελείωτη κι επιβαρυμένη κίνηση. Η Οντίλ χάζευε από ψηλά τους χιλιάδες τουρίστες που τράβαγαν φωτογραφίες και τρυπώνανε στους δρόμους ανάμεσα σε παγωτατζήδικα, γυράδικα, κρεπερί και μαγαζιά για σουβενίρ, αφήνοντας πίσω τους τόνους σκουπιδιών. Η καινούργια γειτονιά της Οντίλ ήταν αρκετά διαφορετική σε σχέση με τις παλιές της αναμνήσεις. Δεν υπήρχαν παντού bo bo, όπως στην περιοχή της Βαστίλης κι αυτό ήταν καλό. Αν και… δεν ήταν και τόσο κακοί αυτοί οι bo bo! Έπρεπε να περάσει κάποια μέρα από την διάβαση «Καντάλ».
[1] Γύρω από το κανάλι Saint-Martin του Παρισιού ανάμεσα στο μετρό République και Jaurès η περιοχή είναι γνωστή ως… «bobo», σύμπτυξη των λέξεων «bourgeois-bohème». Ο όρος bobo χαρακτηρίζει τους νέους αστικών οικογενειών που διατηρούν ωστόσο έναν αέρα των bohème, ανέμελο και καλλιτεχνικό.
[2] Ο όρος Figuration Narrative [αφηγηματική αναπαράσταση] εμφανίζεται με νέους καλλιτέχνες γεννημένους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που εκθέτουν για πρώτη φορά στη γκαλερί Mathias Fels, στο Παρίσι, το 1961 και το 1962. Ένα είδος νεορεαλιστικής τέχνης με νεανικά έργα τρισδιάστατα, πολύχρωμα φτιαγμένα από φτηνά υλικά, χαρτιά, κολάζ, φωτογραφίες, κόμικ, αναπαραστάσεις καθημερινών φαινομενικά ασήμαντων στιγμών και ευτελών αντικειμένων.
[3] «Sous les pavés, la plage» (Κάτω απ τα πλακόστρωτα, η παραλία), σύνθημα από το κίνημα του Γαλλικού Μάη που επινοήθηκε από τον μαθητή τότε ακτιβιστή Bernard Cousin και τον Bernard Fritsch. Μια φράση-σύμβολο που προέκυψε στη διάρκεια κατασκευής των οδοφραγμάτων, καθώς οι επαναστάτες διαπίστωσαν πως οι πέτρες των λιθόστρωτων που ξήλωναν ήταν βαλμένες [για τη συναρμολόγησή τους] πάνω σε άμμο.
[4] Η ομορφιά είναι στους δρόμους, ένα ακόμη σύνθημα του Γαλλικού Μάη.
[5] Ο Οσκάρ Νιεμάιερ (1907-2012) αρχιτέκτονας, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βραζιλίας (PCB) και πρόεδρός του (1992-96), από τους θεμελιωτές Μοντέρνου Κινήματος της αρχιτεκτονικής στη Βραζιλία.
[6] Διοικητικό Διαμέρισμα στο Παρίσι.
[7] Μπάμπα Γιάγκα – στο ρώσικο φολκλόρ γριά, κακιά μάγισσα, που το σπίτι της είναι ξύλινη παράγκα πάνω σε πόδι κότας.
[8] Νησί του Αγίου Λουδοβίκου, μία από τις δύο φυσικές νησίδες του Σηκουάνα στο Παρίσι
[9] Το Ίδρυμα του σπουδαίου Γάλλου φωτορεπόρτερ Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν που πέθανε το 2004, μετά το Μονπαρνάς μεταστεγάστηκε σε παλιό γκαράζ της Ρενώ, στο Μαρέ.
[10] Figuration Narrative βλ. σημείωση 2