…Θα απετέλει δε αδυναμίαν μας θανάσιμον
εάν ημείς, του έθνους οι εκλεκτοί,
δεν εύρωμεν μίαν δικαιολογίαν βάσιμον,
και την εμπιστοσύνην ούτω χάσωμεν
του λαού, ήτις μας είναι λίαν χρήσιμος.
Πρέπει λοιπόν, δεόντως ν’ αντιδράσωμεν.
Διότι θα είναι συμφορά μοιραία και κρίσιμος
εάν κρούσματα κοινωνικής έχωμεν αναταραχής,
ενώ ευρισκόμεθα επί ξηρού ακμής!
Μπέρτολτ Μπρεχτ, μετ. Μάριος Πλωρίτης
Πορευόμενοι άποπλοι με μόνο συνθήματα στον καιρό της φρίκης, και τραγουδώντας ακόμα «το τραγούδι της φρίκης», πέσαν απάνω μας πλήθος τα δακρυγόνα, τα χημικά τα γκλοπς και οι «κρότου/λάμψης» για να λαμπρύνουν έναν λαό που ’χει μάθει να ζει και με τους κρότους των τανκς. Διαβασμένη καλά στον Μπρεχτ η κυβέρνηση των σοσιαληστών (θέμα του αποκριάτικου πάρτι της Γαύδου), και βλέποντας πως δεν μπορεί να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη μας, έβαλε τους πραιτοριανούς της –μόλις τέλειωσε η περιφρούρηση του γεύματος Πρωτόπαπα στο 17– να μας διαλύσουν, για να εκλέξουν στη θέση μας, έναν λαό καλύτερο. Εμπνευστές της, οι σύντροφοι και αντιπρόεδροι της σοσιαλιστικής διεθνούς: Μπεν Αλί, Εχούντ Μπάρακ, (ειδικευμένος από τις σφαγές στη Γάζα), Χάσνι Μουμπάρακ, αλλά και το ίνδαλμα του πατρός Αντρέα, Μουαμάρ Καντάφι που δήλωσε πως δεν παραιτείται, αλλά θα πεθάνει ως μάρτυρας, σε αντίθεση με τους έως τώρα νεκρούς σε Τυνησία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο, Λιβύη που δολοφονούνται μαζικά, σαν σκουλίκια.
«Το να δώσω τη ζωή μου δεν είναι μονάχα το μοναδικό πράγμα που μπορώ να κάνω, είναι και το μόνο σωστό», είχε πει ο τότε συνομήλικός μας, Ιρλανδός Μπόμπι Σάντς που την κατέθεσε, μετά από 66 ημέρες απεργία πείνας, στις 5 Μαΐου 1981. Εικοσιένα μέρες μετά και τέταρτος Βορειοϊρλανδός πέθανε από απεργία πείνας στη φυλακή/ετών εικοσιπέντε, επίσης. (Οι πολιτικοί μας έχουν στο ενεργητικό τους και μικρότερες ηλικίες).
Τις μισές μέρες απ’ όσες χρειάστηκαν για το θάνατο του Σαντς, κλείνουν, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι μετανάστες απεργοί πείνας. Ως νέα Θάτσερ ο Γιωργάκης, (απλώς να θυμάται ενίοτε και το τέλος της), παραμένει ψύχραιμος στα όρια του κυνισμού (και της ασέβειας) που χαρακτηρίζει πάντα τις εξουσίες. Παράλληλα εμβαθύνει στην έννοια της δημοκρατίας στην Ελλάδα, (όπως τη ζούμε και την εφαρμόζει), εξάγοντάς την μάλιστα και στο Βερολίνο, απ’ όπου και το μικρό παράθεμα αφήγησης αυτόπτη μάρτυρα φοιτητή: «Περίπου δέκα λεπτά μετά την έναρξη της ομιλίας του, από το βάθος της αίθουσας ακούστηκε στα ελληνικά ένα "ψεύτη!", και αμέσως πετάχτηκε μια ομάδα 5-6 ατόμων (αγνώστων σε μας) που σήκωσαν ένα πανό κι άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα. Η αντίδραση ήταν ακαριαία: Έλληνες μπράβοι έπεσαν πάνω στους "ταραξίες" και τους μπουζούριασαν. […] Το πιο σουρεαλιστικό στοιχείο της εκδήλωσής ήταν ότι μέχρι το τέλος στέκονταν όρθιοι, στην μέση και το βάθος του διαδρόμου, δυο μπράβοι που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης(!) σε μια ομιλία με θέμα την δημοκρατία.
Με την πρόταση της προηγούμενης Κυριακής για «αξιοποίηση» των Καρυάτιδων και του υπόλοιπου των αετωμάτων που μας απόμειναν –από καταστροφές ημέτερων (ρασοφόρων και μη), ή ξένων–, δεν έκανα χιούμορ, δεν έγραφα εξυπνάδες. Ζώντας τη μεγαλύτερη, μετά το ’22, παρακμή της σύγχρονης ιστορίας μας κι έχοντας πλήρη επίγνωση των σχεδιασμών(;) των κομμάτων που μας εξουσιάζουν, θεωρώ ότι μπροστά στην κοινωνική παρακμή, (που δεν μας αναλογεί ακόμα και με όρους της αυστηρότερης αυτοκριτικής), μπροστά στον ορατό κίνδυνο μιας ακόμα αξιοποίησης που μεθοδεύουν κυβέρνηση, κατασκευαστές των ΜΜΕ, εργολήπτες δημοσιογράφοι, εργοδηγοί της ανανεωτικής σκέψης, είναι προτιμότερο να παραχωρήσουμε, διαθέσουμε, διακινήσουμε, μεταβιβάσουμε, διακανονίσουμε τις αρχαιότητες. Ευαισθητοποιημένοι οι πολιτικοί μας έναντι του παθητικού ρήματος «πουλιέμαι» και των συνωνύμων του: εξαγοράζομαι, δωροδοκούμαι, προπαγανδίζουν την «αξιοποίηση», εννοώντας προφανώς (και υπό τους επαίνους Κουβέλη) το επιτυχημένο μοντέλο που εφάρμοσαν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Το τραγικό κατάντημα μιας υπέροχης Αττικής, της πόλης με τα δαντελωτά ακρογιάλια, τις αμμώδεις παραλίες και τα ηλιοβασιλέματα, τους αρχαίους ναούς, τους λόφους, τα βουνά, τα (μπαζωμένα γεμάτα απόβλητα σήμερα) ποτάμια, τα τρεχούμενα νερά, (καλά που τα κατέγραψε ο Ροΐδης για να ονειρευόμαστε), είναι αποτέλεσμα της αξιοποίησής της από τις οικογένειες Γιωργάκη και Καραμανλή.
Οι Καρυάτιδες είναι η μόνη λύση, κι ας μη διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους οι λαμπροί πατριώτες, οι οικογενειάρχες, οι Λαυρέντηδες γενικώς του Μανόλη Αναγνωστάκη, απ’ το «Επιτύμβιο» –επίκαιρο του επικείμενου τέλους μας. «Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ’ξερα τι κάθαρμα ήσουν,/ Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα […]/ Δε θα ’σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.
Όσο για τον σημερινό τίτλο; Δυστυχώς ισχύουν και τα τρία μαζί.
Κώστας Κρεμμύδας