Σκαλίζοντας «σκλήθρες»
«… κι ύστερα λέξεις
λύκαινες λέξεις
να τις θηλάζω
σε κάθε σου επίσκεψη»
Η «σκλήθρα» είναι η πρώτη ποιητική συλλογή της Ράνιας Καραχάλιου, εγγονής της Ουρανίας. Κι άλλες οικογενειακές λεπτομέρειες βρίσκει κανείς για την Ράνια, «ξεσκαλίζοντας» τις ποιητικές της «σκλήθρες». Σε ένα τοπίο αφηγηματικής δισυποστασίας, η Ράνια ξαναθυμάται και διατυπώνει παιδικά της βιώματα, αστικά και επαρχιακά στιγμιότυπα ενώ «ανοίγει» παράλληλα και μια αλληλογραφία «Επιστολών» με κάποιον «σκοτεινό κύριο» όπως μπορούμε να εικάσουμε από την πρώτη αφιερωματική σελίδα της συλλογής.
Δισυπόστατη λοιπόν η αφήγηση, με μια διττή ποιητική φωνή της ποιήτριας, μια εξωστρεφή, και μια εσωστρεφή. Πεζόμορφα ποιήματα με ενδοδιηγητικές αφηγήσεις εμπειριών, βραχείες πρόζες, τίτλοι- μικρά αινίγματα που μας προβληματίζουν με την αμφισημία τους, και όλα αυτά παρουσιάζονται μέσα από μια γλώσσα δουλεμένη κάποτε με στοιχεία ντοπιολαλιάς, ιδιωματισμών και ενίοτε επιστημονικών ορολογιών. Επιπλέον, δεν λείπουν πρωτότυποι συνδυασμοί λέξεων, υβριδικές φράσεις και νεολογισμοί που ταρακουνούν συνεχώς το «σημαινόμενο» λεκτικό μας σύμπαν.
Βεβαίως μπορούμε να χαρακτηρίζουμε διττή την ποιητική φωνή της ποιήτριας και ως προς το χρονικό συνεχές. Μια ανήλικη και μια ενήλικη Ράνια υπάρχουν ταυτόχρονα στην ποιητική συλλογή και διαπλέκονται έντεχνα. Με μια πρώτη ανάγνωση, οι ετεροχρονισμένες αφηγήσεις μας παραπέμπουν σε μια αποστασιοποιημένη θέαση των παρελθόντων γεγονότων στα πεζά ποιήματα «όνομα και πράμα» σελ. 14, «ζελοτέιπ σε περίπτωση ανάγκης» σελ. 17, «βιογραφικό σημείωμα» σελ. 19, «μαρία η δαιμονισμένη» σελ. 23, «βαλσαμωμένα πουλιά» σελ. 26, «ρεβέκκα ου φονεύσεις» σελ. 29 κ. ο. κ. Την ίδια στιγμή, οι «Επιστολές» μοιάζουν να γράφονται σε χρόνο ενεστώτα. Όμως, είναι σημαντικό να διακρίνουμε ότι αφού η Ράνια εξιστορεί τα παρελθόντα, το κάνει με την ώριμη ματιά της, στο σήμερα, ενώ οι «Επιστολές» χωρίς ημερομηνία σύνταξης, μπορεί να αφορούν έναν εφηβικό και παρελθοντικό διάλογο της ποιήτριας με κάποιο πρόσωπο διακεκριμένης σημασίας για την ίδια. Με μια άλλη ανάγνωση, οι «Επιστολές» αποκτούν παροντική και μελλοντική χρήση διατηρώντας την ποιητική τους ταυτότητα. Ακόμα, τα ηθικά επιλογικά αποστάγματα των βραχέων πεζόμορφων ιστοριών, όπου υπάρχουν, προσδίδουν στην ποιητική σύνθεση μια διαχρονικότητα. Σε κάθε περίπτωση, αυτό το «ώριμο» παιχνίδι με τον χρόνο διανθίζει περίτεχνα τον ποιητικό διάκοσμο της «σκλήθρας» και μας κρατά σε μια αναγνωστική εγρήγορση.
Το ύφος συνιστά μια διαρκή αρένα εντυπώσεων μα ταυτόχρονα και βραχύλογης εξιστόρησης. Λιτό και σαφές εκεί που η ποιήτρια θέλει να καταλήξει, υποβλητικό και λεπτό εκεί που η ανάπτυξη των βιωμάτων του παρελθόντος παρουσιάζονται ολοζώντανα μπροστά μας. Πολλές φορές ο τρόπος που διατυπώνει το κάθε τι μας «ξενίζει» ιδιότροπα, με σκοπό να ερεθίσει τον νου και να εξάψει το ενδιαφέρον μας χωρίς να λείπει ο αυτοσαρκασμός «…Καμιά φορά μονάχα, σαν έσκυβα την εποχή εκείνη να φιλήσω την εικόνα της Παναγίας, η Μεγαλόχαρη μεταμορφωνόταν στη σμιχτοφρύδα μελαψή Μαρία, τρανή απόδειξη πως ο σατανάς με είχε για λίγο κατοικήσει» σελ. 24. Η ειρωνεία για τη Ράνια είναι επίσης παρούσα, «αναπαύτηκε σε τόπο καταψήξεως» σελ. 14, «… να μην μπορώ ν’ αποδεχτώ πως το συμβάν αυτό είδηση δεν λογίζεται, εξόν του πέμπτου ορόφου», σελ. 15 και αλλού.
Το α’ πρόσωπο κυριαρχεί παντού στην ποιητική συλλογή και αυτό είναι αναμενόμενο. Η Καραχάλιου μας αποδίδει σκέψεις, συναισθήματα και γεγονότα που πρώτα απ’ όλα παραμένουν προσωπικές της υποθέσεις «Κι εγώ ν’ ακούω τα δελτία,…» σελ. 15, «Απόταν πάτησα τα έξι…» σελ. 26, «Εγώ ανυπομονούσα να δοκιμάσω το νέο μου απόκτημα…» σελ. 29, «Τελευταία φορά τους είχα επισκεφτεί…» σελ. 39, «Και τότε τον πατέρα μου έφερα στο νου…» σελ. 43, «Τα βράδια που έμενε σε μένα…» σελ. 44, «Ο πατέρας μου, βλέποντας το κακό να κοντοζυγώνει…» σελ. 45, «όταν μου χτύπησε την πόρτα…» σελ. 47 κ. τ. λ.
Η ακαδημαϊκή γλωσσολόγος και ποιήτρια, ως συνειδητή συνδιαμορφώτρια της ποιητικής της γλώσσας, εντάσσει στο ποιητικό της υποκείμενο και το ίδιο το υλικό της συλλογής. Ειδικότερα, στην σελίδα 51, έχουμε ένα υποδιηγητικό επίπεδο που μας ενημερώνει πως «η σελίδα αυτή εσκεμμένα μένει κενή», επαναλαμβάνεται λίγο πιο κάτω, στη σελίδα 65 «η σελίδα αυτή εσκεμμένα μένει νεκρή», μέχρι το τέλος «Δε λέω, όμορφο το τέλος./ Μόνο που/ δεν φτιάχτηκε δικό μας.» αυτοαναφέροντας το τέλος της συλλογής, υπονοώντας ταυτόχρονα και το τέλος των «Επιστολών», το τέλος ίσως μιας ιδιαίτερης για κείνη σχέσης.
Στα βραχυλογικά πεζόμορφα ποιήματα «νεκρή φύση με συκοφάγο Ι, ΙΙ & ΙΙΙ» στις σελίδες 21, 48 και 62 αντίστοιχα, επιχειρείται μια αυτοτελής ποιητική σύνθεση. Εντασσόμενα κι αυτά στο ευρύτερο ποιητικό γίγνεσθαι της συλλογής, προκρίνονται λόγω θεματικής και εικονοποιίας σε μια υφολογικά διαφορετική προσέγγιση «αφήγησης». «Εκείνος» κι «Εκείνη» έντεχνα μεταμορφώνονται σε μια υπερρεαλιστική εκδοχή του εαυτού τους με την φυσική παρουσία της ποιήτριας να μαρτυρά την εμπλοκή της στην εξιστορημένη μεταμόρφωση στο πουλί «συκοφάγο». Ας σημειωθεί πως στην δεύτερη αφιερωματική σελίδα, η Ράνια μας μεταφέρει αυτούσιους στίχους του Ορέστη Αλεξάκη «Αν με μετρήσεις με φωνές και πεταλούδες,/ θα μ’ εύρεις πιο μεγάλο απ’ το κλουβί μου/ κι ωστόσο, πες μου, πώς χωρώ εδώ μέσα;» υπονοώντας έναν εσκεμμένο διάλογο περιεχομένου.
Στην συνέχεια, τα αστικά βιώματα, οι κοινωνικές και μικροαστικές προεκτάσεις των ποιητικών συμβάντων τοποθετούν την «σκλήθρα» σε ένα σύγχρονο βάθρο ποιητικής αναφοράς. Για παράδειγμα στο «η χλωρίνη επιστρέφει» σελ. 15, η ποιήτρια γίνεται μάρτυρας μιας γειτονικής διάρρηξης, στο «ρεβέκκα ου φονεύσεις» σελ. 29, η παιδική ανάμνηση μιας αλλόκοτης γυναικείας φυσιογνωμίας σκιάζει το παιδικό αίσθημα, στο «άναρχος ποιμήν καταβέβηκεν, ερουρέμ», ο παπά- Θωμάς αποτελεί ένα πρόσωπο αμφιλεγόμενο για την τοπική κοινότητα, στο «προξενιό», σελ. 34 παρουσιάζεται μια αυτούσια κοινωνική σύμβαση μέσα από τις «κλεφτές» ματιές της μικρής Ράνιας. Στο «συντηρητή ανελκυστήρων» σελ. 43 μια καθημερινή στιγμή στην πόλη αποτελεί για την ποιήτρια μια οικογενειακή δικαίωση της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του πατέρα της.
Ως προς τη δομή, αποτελεί ένα τοπίο πειραματισμού με άλλοτε πεζή, άλλοτε πεζόμορφη κειμενική απόδοση, αμιγώς ή και συνδυαστικά στιχουργική. Στην σελίδα 61, στο «σιωπή πολυτελείας», το πεζό διαπλέκεται με τον στίχο και το υπαρξιακό νόημα γίνεται συμπαγές και ακλόνητο «…Όταν ισορροπούσε η ζυγαριά, αναφώνησαν με δέος η σιωπή είναι χρυσός. Έγχαροι σφήνωναν χρυσάφι στις μασέλες τους και μοιράζαν βουβαμάρα./ κι έπαιρναν οι άνθρωποι/ ξεχνώντας πως/ η κούφια σιωπή/ δεν επουλώνεται/ κακοφορμίζει». σελ. 61. Επίσης παρόμοια μορφική σύζευξη παρατηρούμε στο «σκιάχτρο» σελ. 59 «…Δεν είχε αντιληφθεί πως σκοπός του ήταν ν’ αποστρέφει./ πρωτίστως/ δεν είχε αντιληφθεί πως/ δίχως σάρκα/ τα χάδια φαρμακώνουν/ Κατάφερε ωστόσο τ’ όνειρό του να βιώσει. Το λυπήθηκε κάποτε η φιλεύσπλαχνη φωτιά και τ’ αγκάλιασε με θέρμη.» Ακόμα, ας μην παραλείψω την οπτική προσπάθεια που καταβάλει η Καραχάλιου στην 8η Επιστολή σελ. 36, καθώς κάποιες λέξεις ξεφεύγουν από τη συντακτική και γραμματική τους κανονικότητα και διαβάζονται κατακόρυφα και πλαγίως.
Η Ράνια δεν παραλείπει να χρησιμοποιήσει σύμβολα στον ποιητικό της λόγο. Ειδικότερα, στο «μήλο και η αμαλία», μια βραχύλογη ποιητική ιστορία, το μήλο συμβολίζει την κενοδοξία του σύγχρονου μικροαστού, προσωποποιημένου στην κυρία Αμαλία. Στην σελίδα 56 «ο θρόνος» κατοικεί στην ματιά των ανθρώπων, συμβολίζοντας τις μάταιες διαπροσωπικές στιγμές ή κι ακόμα την ασύνειδη σπιρτάδα τους όταν δεν βρίσκουν αποδέκτη μιας και «…Τα μεσάνυχτα, το κουφάρι του ξυπνά και σέρνεται σα φάντασμα, τον βασιλιά του αναζητώντας, ο άδειος θρόνος.». Αμέσως μετά, στην σελίδα 57, «η σκακιέρα» με σαφείς κοινωνικές προεκτάσεις συμβολοποιεί την καθημερινή μάχη της σύγχρονης επιβίωσης καθώς «… ο γιατρός αναγνωρίζοντας το αδιέξοδο και τις νοσηρές του επιπτώσεις, έδωσε με τον δεξί του δείκτη μια πισώπλατη σπρωξιά στο πιόνι. Η παρτίδα ολοκληρώθηκε σε τρεις κινήσεις και το χειρουργείο στα επόμενα λεπτά.» με χαμένο της παρτίδας μα και της ζωής «τον χειρουργημένο» κύριο Βίκτωρα. Στην «υποδηματοπομπή», σελ. 60, τα τέσσερα ζευγάρια παπούτσια προσωποποιούνται και «περιπλανώνται» μέχρι που «ακινητοποιήθηκαν κάτω από την επιγραφή ξεπούλημα.» εμφυσώντας νόημα υπαρξιακό στην μάταιη περιπλάνηση της ζωής.
Στις τελευταίες σελίδες της συλλογής διαβάζουμε στις «Σημειώσεις» χρήσιμες συμπληρωματικές οδηγίες που ανοίγουν διάπλατα τη διακειμενικότητα των πεζοποιημάτων με άλλες ποιητικές αναφορές, όπως αυτή του Πατίλη, του Χιόνη και του Χειμωνά.
Αξίζει να σημειωθεί πως η Ράνια Καραχάλιου στην «σκλήθρα», από τις εκδόσεις Εκάτη που κυκλοφόρησε φέτος, εποπτεύει έμμεσα μια εποχή με αλλαγές τόσο στο εξωτερικό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον, όσο και στο ψυχικό της σύμπαν, άλλωστε όπως λέει και η ίδια «…το παράθυρο διάπλατα ανοιχτό/ μα το βλέμμα μου μεσ’ από γρίλια». σελ. 67, σε μια από τις «Επιστολές» της.
Τέλος, όπως η ίδια η Ράνια γίνεται μάρτυρας συμβάντων αξιομνημόνευτων πλην όμως αθέατων, μας καλεί να ενεργοποιήσουμε τις δυνάμει καλλιτεχνικές «προσλαμβάνουσες» που διαθέτουμε κι εμείς και να συνδιαμορφώσουμε τον ποιητικό της διάκοσμο. Η αμεσότητα της μορφής των γραπτών της πάνω απ’ όλα μας κάνει να γίνουμε κι εμείς λίγο «ποιητές» και «ποιήτριες» διαβάζοντάς την. Ο κάθε αναγνώστης και αναγνώστρια βρίσκει γνώριμες εκδοχές του εαυτού του στην συλλογή και εν μέρει ταυτίζεται με τα πρόσωπα που άλλοτε δρουν, άλλοτε εποπτεύουν σε μια παντογνωστική αδράνεια. Κατ’ εμέ αυτή είναι και η επιτυχία της παρούσας ποιητικής προσπάθειας. Η σκλήθρα «μπήγεται ανεπίστρεπτα» και στο δικό μας νοητικό «σώμα» και μετέχουμε σε μια ένωση με την Ράνια στο διηνεκές.
Πηνελόπη Ζαρδούκα