Οι ανώνυμοι
Οι ανώνυμοι κάτι έχουν να πουν για την ιστορία.
Αγίασαν απ’ την χαραμάδα της φυλακής τους.
Κάνουν τάματα, αποκαλύψεις και θαύματα.
Το κλάμα στεγνώνει σταδιακά καθώς οι φωτογραφίες
χρόνια ξεραίνονται όπως τα φύλλα του φθινοπώρου.
Οι εικόνες πεθαίνουν ―οι αθώοι στα νέα
στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Χασούρα γίνανε οι πέτρες μας, οι σάκοι μας, τα λαλάρια μας…
Εναλλάσσονται, συγχέονται μεταξύ τους
εκείνοι όταν ανεβαίνουν στον ουρανό,
με τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ
με τα ομοιώματα, μετάξια, φτερωτά.
Τους σερίφηδες του Ουρανού,
εγκαλώ τον φίλο μου Ιώβ απ’ το αριστερό ψαλτήρι
και του ψιθυρίζω ―ποιος είναι ο λόγος
όταν οι βέβηλοι πηγαίνουν στον παράδεισο
και οι άμωμοι εξαφανίζονται από προσώπου γης;
Δεν υπάρχουν ειδύλλια στα απέραντα σύγχρονα κρεματόρια.
«Κατανοώ» τους αιματοβαμμένους τοίχους
και τη σύγχυση της έναρξης του φωτός με την αρχή του ερέβους.
Η αλληλογραφία καίγεται ―όταν ξεχνάμε
το αναμμένο μάτι με την κατσαρόλα.
Όχι, η κατάσταση δεν είναι είδος μαντείου.
Απορρέει με αμετάκλητο τρόπο
η οριστική επιλογή του μαρτυρίου.
Σαν τους αμφορείς στις βιτρίνες του μουσείου,
κινούσαν το κεφάλι τους σ’ όλα καταφατικά
με το μυαλό άδειο για τα γεγονότα.
Ο φόβος στην σπηλιά του Πλάτωνα
οι ίσκιοι έγιναν σύμβολα της μοναξιάς.
Και φόβος, αν αφαιρέσεις το βήτα μένει το φως
μου έλεγε ο Μιχάλης Κατσαρός,
η άλλη όραση με την άλλη οραματική…
Αμετάκλητα
Φυλλομετρώ τα πέλματα των συνόρων
όταν κανείς δεν μπορεί να τα διασχίσει.
Η φωτιά δοκίμαζε το χρυσό στις σκοπιές.
Διαμοίραζαν τα ιμάτια.
Το επίτευγμα είναι μηδέν
όταν δεν μπορείς να μοιραστείς ένα τρίμα ψωμιού.
Οι δεσμώτες αισθάνονταν ελεύθεροι για οτιδήποτε σκέφτονταν.
Όλοι σκεφτόμασταν να λιποτακτήσουμε
έστω και μια φορά ―να επιστρέψουμε όρθιοι στα σπίτια μας.
Από μπροστά ερχόταν ο θόρυβος
και το μέταλλο του παγωμένου βλέμματος.
Χωρίς τα χειμωνιάτικα ρούχα οι άριστοι
δεν μπορούσαν να αφηγηθούν όσα είδαν.
Η μία ανάμνηση διαγράφει την άλλη.
Τα μονόζυγα, οι κούνιες, οι τραμπάλες
οι τσουλήθρες της ζωής σκούριαζαν.
Ζητούσαν τα παιδιά τού πάρκου για να ζήσουν.
Δεν υπάρχουν μνήμες μόνο η υπερχείλιση
στροβιλίζεται με τον κόσμο του πυρός
με εκθέτη την απεραντοσύνη ότι αυτοί «χορτασθήσονται».
Όπως το άδειο δωμάτιο ενός καραβιού
δίχως μπουκαπόρτες και οροφές
με θαλάσσιες αίθουσες
οι τοίχοι απορροφούν τις αλήθειες και τα ψέματα.
Οι κεραυνοί τρομάζουν.
Διαβάζουν τα ποιήματα και τις μπαλάντες
εξορκίζοντας το κακό της θαλασσοταραχής.
Ακούγονται τα τραγούδια της αγχόνης του Μόργκεστεν.
Ένα κοπάδι από άναρθρες κραυγές
οι επίσημες ανακοινώσεις περιείχαν ό,τι χρειαζόταν
για το εις θάνατον!
Καταψηφίζω την καρατόμηση. Αμετάκλητα.
Οι περίλυπες συμφωνίες αντηχούσαν ως ένα σιωπηρό καταφύγιο.
Οι συμφωνίες αντιστρέφονται και τα ψέματα διαλύονται
όταν οι πεταλούδες καίγονταν απ’ τα φώτα.
Και όμως φτερούγιζαν ακόμη την ελπίδα.
Μία ποτιστική βροχή δεν έβλαψε ποτέ το χώμα.
Στον Εύρωπο κατοικεί η νύχτα των κλεφτών
και η ημέρα της αλήθειας,
μοιάζει με τραγωδία τού Ευριπίδη.
Παιδιόθεν
Αναγνώρισα με ποιο τρόπο σπιθίζει το γέλιο.
Μια ποτιστική βροχή δεν θα μας έκανε κακό.
Στο χώμα χρησιμοποιούσα το ρολόι τού ήλιου
για να μετράω κάθε στιγμή τα βάρη.
Μέσα στη φύση το περπάτημα
δεν ήταν ένας παράδεισος σε λιβάδι.
Ήθελε τον κανόνα του πέλματος.
Με ένα κλεφτοφάναρο περπατούσα στην αντάρα
όπως η καμήλα στην αμμοθύελλα
με τους αισθητήρες πελμάτων αργά-αργά
για το ταξίδι, μην και γκρεμισθώ.
Άγγιζα τον κοσμολαβύρινθο
αλλά η πυξίδα με οδηγούσε σε λάθος κατεύθυνση.
Ένας άλλος εαυτός φώναζε για δρόμους νέους
σαν όνειρο πέρα απ’ τα σύννεφα.
Διάβαζα τους νόμους του Μωυσέως
και τα ρήματα της Παλαιάς Διαθήκης.
Στο άγγιγμα των βράχων δεν είδα
να αναβλύζει νερό, μονάχα αίμα
πετρέλαιο και στάχτη απ’ το ψυχρό αίμα των αμφιβίων.
Είδα προς τα κάτω ένα μικρό ερωδιό να παίζει
όχι χωρίς λόγο με τα άχυρα και τα φτερά,
στο καμένο δάσος.
Στη σπηλιά είδα εικόνες αγίων
την εκκλησία της φύσης σε διαγράμματα μηχανών.
Κάτι ανάλογο με το ασκητικό ύφος των καλογέρων.
Μας παρηγορούσαν τα πουλιά Οδυσσείς.
Βάστα καρδιά έλεγαν.
Δεν υπάρχουν ανισότητες στη φύση
ούτε συμπόνιες με αρχές
αλλά η μνήμη του εδάφους
και οι αυτοματισμοί του κάλλους.
Στη μαγιά μύριζα παιδιόθεν ότι η ζύμη εργάζεται.
Η ζύμη χρειάζεται ανάπιασμα.
Δεν ζει χωρίς συντροφιά,
ο λόγος και το ψωμί μάς αρκεί.
Υψώνει τα χέρια για να αγκαλιάσει τους πεινώντας.
Εκχύλισμα για το οποίο εντέλλεται.
Το μυστικό
Λίγες λέξεις, λίγες εικόνες και το μυστικό φανερώνεται.
Τα χείλια αναγνωρίζουν τη βότκα
τα έλκηθρα τους ανθρώπους λένε στη Ρωσία.
Αλλά κακή βότκα στην εποχή του Οκτώβρη δεν υπήρχε.
Αργότερα με την πτώση τη νόθευσαν με αρώματα φρούτων.
Σε μια τελετουργία όχι αιφνιδίως έχασαν τους δρόμους.
Δεν μιλάμε για τη μητέρα εκκλησία
και το σαμοβάρι το οποίο ήταν σβηστό
αλλά, για τη μήτρα του ποταμού Βόλγα
σε τελετή μιας άσπιλης μητρικής κολυμπήθρας.
Μας έμεινε η ενοχή τού Ιωνά των ιδεών
και τα δίχτυα των ψαράδων συντρόφων του Μεσολογγίου.
Αλλά ο Ιωνάς δεν ήταν ούτε επαγγελματίας ιερέας ―ούτε προφήτης.
Τώρα η τρικυμία και το ναυάγιο κληροδοτήθηκε σε όλους μας.
Το πλήρωμα φωνάζει έκαστος στο θεό του.
Πετάχθηκε το φορτίο των ιδεών στη θάλασσα
και ο Ιωνάς κοιμάται τον ύπνο του δικαίου.
Η άβυσσος μας περιέκλεισε,
οι φυλάσσοντες ματαιότητας ψεύδους,
εγκαταλείπουν το έλεος αυτών.
Η ιστορία φυλακισμένη
μέσα στο κύτος ως αλληγορία
προδίδει ακόμα και τους προφήτες αν δεν είναι επικερδής.
Άσπρο πάτο -μεθώ τις καρδιές με έρωτες νέους.
Ακούω τη φωνή του «Δρ. Ζιβάγκο».
Ανήκουστα γεγονότα έρχονται.
Σας εύχομαι να μην χάσουμε ο ένας τον άλλον
και ας μη χάσουμε τα αγγίγματά μας στον άνθρωπο.
Με προορισμούς
Κρατούν τις υποσχέσεις τα δελφίνια
κουβαλούν ναυαγούς τραγουδώντας.
Στον καθρέφτη αναγνωρίζουν τον εαυτό τους.
Και οι άνθρωποι ταξιδεύουν στα Κύθηρα
με τους μαυροπετρίτες μέρα-νύχτα.
Σταματούν κάθε βράδυ για νερό και αλάτι.
Δίχως φτερά ζητούν συγχώρεση.
Μη μου πείτε ότι θα τους εκδώσουμε απ’ την Μαδαγασκάρη
μέχρι τον προορισμό τους ―τυλιγμένους σε κάποια
σχισμένη εφημερίδα οκτώ χιλιάδες χιλιόμετρα.
Οι λευκές σελίδες δεν κράτησαν τις υποσχέσεις τους
αμήχανες επιστρατεύουν τα κοράκια
όταν οσμίζονται το θάνατο.
Οι «αρουραίοι» σε παραπλανούν.
Η μπόχα έρχεται από ένα σημείο,
αλλά ο «αρουραίος» μιας εξουσίας
βρίσκεται αλλού ασφαλής…
Σ’ αυτόν τον πόλεμο των ενστίκτων, πάντα ο ένας πεθαίνει.
Ο ένας απ’ τους δύο μένει μόνος.
Γλιστράει όπως η άμμος απ’ τα χέρια.
Χάνεις το πολυτιμότερο στοιχείο τον προσανατολισμό με τα φτερά.
Αδυνατούμε να ισορροπήσουμε με τους σχηματισμούς των πουλιών.
Με ίσα προς ίσα στα χέρια μας
αποτυπώνονται τα άγνωστα ονόματα.
Στη μέση εμείς με τις ποιητικές ψευδαισθήσεις
συνένοχοι αλχημιστές υπνωτισμένοι από τις ιδιότητες.
Βγάζουμε θειάφι αλάτι και νερό απ’ τα έγκατα της γης
μέχρι τα δάκρυα των απελπισμένων να γίνουν μαργαριτάρια.
Οι κωμωδοί
Οι επαναστάτες δεν γνώριζαν πώς λειτουργούσε
ένας σταθμός τρακτέρ του Καρόλου.
Χωρίς τις μεγάλες φτερούγες προστασίας
μένουμε μετέωροι αναζητώντας νέα είδωλα.
Διαβάζουν τις διαθέσεις των προσώπων
απ’ τα μέτρα και τις άδειες τσακμακόπετρες
σ’ ένα μελλοντικό φυτίλι για τη φωτιά.
Άλλοι χλωμοί και άλλοι ροδαλοί υπολογίζουμε
πόσο απέχει το κρέμασμα της γωνίας στα χείλη
ή οι αφανείς φοβισμένες κινήσεις των νεύρων στα μάτια.
Τα Ορφικά μάτια τακτοποιούν
τα μυστικά του μυστηρίου της εξομολόγησης.
Οι κωμωδοί ανάμεσα στους τραγωδούς
εκεί όπου στα τσιγκέλια κρέμονται
τα διάφανα της αθωότητος κορμιά
τα σφαχτάρια και οι παρείσακτοι.
Όπως οι εκκενώσεις των κεραυνών
τραβούν τα σύννεφα τις στιγμές μιας καταιγίδας.
Ξυπνά η ιστορία το φως
γράφοντας βιαστικές σημειώσεις σ’ ένα μικρούλι λεπτό χαρτί
των θεατών και ηθοποιών σε μία αόρατη σκηνή.
Όταν οι άνθρωποι χρησιμοποιούνται
όχι με τα πλήρη δικαιώματά τους
αλλά σαν άξονες και μοχλοί και έμβολα
τότε μιλούμε για την πρώτη ύλη
τη σάρκα και το αίμα.
Με εισιτήρια στα χέρια
μας απαγορεύουν να μπούμε στις αίθουσες
αν δεν αποδεχτούμε τα εμβλήματα.
Δεν χρειάζεται να μας δώσουν εξηγήσεις
οι υπάνθρωποι με τα μολύβδινα ένστικτα.
Όταν οι κωμωδοί και οι χορωδοί τραγουδούν
εν ομοφωνία δεν υπάρχει αρμονία…
Οι ταχυδρόμοι ιδεών
Είμαστε έτοιμοι πριν μας πυροβολήσουν.
Μιλούσαν οι συνταξιούχοι για τις ιδέες.
Δεν έκαναν ποτέ πράξεις.
Ανακύκλωναν τα λόγια όπως οι θρησκείες.
Ήταν πιο εύκολο, δεν έδωναν λογαριασμό
σε κανέναν ως όφειλαν, αλλά στον εαυτό τους.
Όσο πιο χαλεποί οι καιροί τόσο πιο αρπαχτικά τα χέρια.
Τα κηροπήγια καίγονται.
Σβήνεται μια ταχυδρομική επιστολή
με τα χρήματα και τις διευθύνσεις των παραληπτών
τα ποιήματα μαζί τους ―οι πίνακες του Τισιανού, ο Θεός
με το ίδιο νόμισμα και οι μορφές των βαρβάρων.
Κάποτε μακριά απ’ τα ποτάμια του Εύρωπου
ο χρόνος ρέει μέσα απ’ τα χαλάσματα.
Οι ταχυδρόμοι ενεργούν ως αθώοι διαμεσολαβητές.
Διασχίζουν γέφυρες και κουβαλούν επιθυμίες
προσώπων στις σάκες τους.
Μέσα απ’ τη σοφία τού πλήθους αναγνωρίζουν
φυσιογνωμίες και ονόματα ζώντων δίχως ταυτότητες.
Όμοιες με εκείνους όπου έφυγαν.
Κάποτε παρεκκλίνουν απ’ το δρομολόγιο.
Φτάνουν με καθυστέρηση οι επιταγές.
Ερωτήσεις και απαντήσεις για την απουσία τους,
έκαναν κύκλους για να προσπεράσουν τον καιρό από τις θύελλες.
Κρύωναν μια ολόκληρη ζωή.
Βγήκαν άθικτοι απ’ τον βρυχηθμό των θηρίων και τις παγίδες.
Στα ταξίδια μοιράσαν γράμματα στους γκρίζους δρόμους
με τους φανούς στη μεθόριο έδιωξαν το φόβο.
Όπου στάθηκαν για νερό είδαν επαίτες
σώματα να τρέμουν σύγκορμα κάτω απ’ τις γέφυρες.
Δώσανε τα χέρια σε τσαλακωμένα πρόσωπα,
σ’ αυτούς που είχαν μάσκες από ριζόχορτα.
Κάθε λεπτό ζήσαμε εκατομμύρια στιγμές ματιών έλεγαν.
Δεν κάναμε λάθος στις διαδρομές.
Γνωρίσαμε τι θα πει συμπόνια
όταν το φεγγάρι με τις ρεκλάμες
έστελνε ύστατες εκπομπές στα χλωμά σταχτόλευκα δάση.
Έκαναν φίλους όταν βάδιζαν μαζί αγκαλιά.
Στις χωματερές οι περισσότεροι
ζούσαν σε παραπήγματα αθλίων
παρέα με τις σιωπηλές απογνώσεις
όπως τα σκιάχτρα στις σταφίδες του αλωνιού.
Ό,τι ανάβει καίει. Το αίμα έχει στο μυαλό του διαρκώς
να πήξει εν ριπή οφθαλμού
αλλά και να μην πήξει
χωρίς κινητικό αίτιο την πληγή μας.
Υπεύθυνη δήλωση
Δεν είναι αργά για αυτούς,
όταν αποζητάνε κάτι από το τραγούδι του σπίνου.
Σ’ ένα αλέγκρο τόνο κελαηδισμού
ίδιο με τους ήχους διαφορετικών πουλιών ακουγόταν
λες και άθροιζε τις επιθυμίες όλου του κόσμου.
Μας παγίδευαν όπως τα πουλιά οι κυνηγοί
με δίχτυα την άνοιξη με ξόβεργες το χειμώνα.
Από άλλα σημεία ήχοι ακατανόητοι
εκτελούνταν απ’ τις αιφνίδιες επιθέσεις
κατά των δέντρων όπου κοιμόταν η φύση.
Ο γνωστός βηματισμός των στρατιωτών ήταν διαρκής.
Πατούσαν το χορτάρι
ρύθμιζαν απ’ το χαμένο παρελθόν το μέλλον
με σχεδιασμούς πέρα απ’ τα πέρατα και τους ορίζοντες των αρχείων.
Εισήγαγαν, επαλήθευαν, επικύρωναν
διέγραφαν ανόμοιες γραφές ―υποκριτικά
παραγγέλματα- ανάμεσα στις εγγραφές
και στις λέξεις ―τα συναισθήματα
ανάμεσα στις μνήμες των υπολογιστών
και στις συνυπάρξεις των διαγραμμάτων.
Μιλούσαν οι νεκροί αναγνώστες
ακατανόητες φράσεις για τους λιμούς και λοιμούς
τα αμπέλια, τα σιτηρά και τον άνθρακα
τη φυλλοξήρα και τους αγελαίους λύκους των λοιμών και τα κέρδη.
Οι λόγοι ήταν παλιοί.
Άλλαζαν ονόματα ανάλογα με τους ρυθμούς των πριονιστών της λογικής.
Δημιουργούσαν απρόβλεπτες καταστροφές
ανάμεσα στον ουρανό και τον αγέρα.
Ανάμεσα στις εποχές η φρίκη στα όνειρα η λιποταξία
ανάμεσα στον ύπνο η αποκάλυψη της μέρας
και της νύχτας οι επιζώντες- η στάχτη και η μπούρμπερη
συνευρίσκονταν εν είδει αποχαιρετισμού.
Κι όμως η αναπνοή και οι νόμοι της φύσης ήταν εδώ
στο καθαρόαιμο πουλάρι με τη σέλα του.
Στο βατόμουρο με τη βροχή να φουντώνει.
Να στέλνει μηνύματα προς τους κατοίκους της στάχτης.
Είμαστε κάτι στους δρόμους -όχι πίσω απ’ τις οθόνες.
Δεν δαμάζεται το ανεξάντλητο αρχείο της φύσης
απ’ τους φρουτοκλέπτες του Αυγούστου.
Παναγιώτης Καραβασίλης