Μια ποίηση του «ανυπόθετου» παρόντος
Και μετά τον Εζρα Πάουντ τι υπάρχει στη ποίηση, αναρωτιούνται οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας. Ίσως μια μετανεωτερική ποίηση της σκηνοθεσίας του ενδοσκοπικού μονολόγου. Εκεί δηλαδή όπου η ποίηση γίνεται υπόθεση ενδογλωσσικού αυτοσχεδιασμού και απορροφούνται όλες οι προϋποθέσεις του σχεδιασμού της ποιητικής έμπνευσης και της εικονοποιείας, έτσι ώστε η ποίηση να λειτουργεί χωρίς ενωτικές διαχύσεις, αλλά στην απαίτηση μιας αναγνωριστικής παραστατικότητας του λόγου. Με άλλα λόγια ο ποιητικός λόγος να υφαίνεται στη προσωποποίηση και σκηνοθεσία των ποιητικών φράσεων, στο ξέφωτο μιας λακωνικής και υπαινικτικής μυθολογίας, και η μετανεωτερική ποίηση να φαίνεται ότι δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ασβεστώνει τα επιχρίσματα της παραδεδομένης ποιητικής γραφής και να είναι αδιάφορη στη λάμψη και στη ζωντάνια της ποίησης του μοντερνισμού.
Ή πάλι κάποιοι ποιητές που ακροβατούν μεταξύ ποιητικής φόρμας του μοντερνισμού και αναδόμησης της μετανεωτερικής υποψίας, να επιδιώκουν μια πίστωση στην «αποστολή» (τι λέξη και αυτή εντελώς αντι-ποιητική) της ποίησης, στους νάρθηκες κάποιας προφητικής η εσχατολογικής προοπτικής. Και όλο αυτό γιατί ψάχνουν τη διαψευσμένη αισιοδοξία που ήθελε πάντα τον ποιητή «vates» του χαμένου ονείρου, που αναζητά και πάλι να παίξει τους ρόλους του, στο μέλλον και να προειδοποιήσει για το άρρητο, την αύρα, για τη δόκιμη και δοκιμασμένη πίστη σε ότι δεν υποκλίνεται σε σχήματα και σε συμβατές υποθέσεις.
Αλλά μέσα σ’ όλους εκείνους οι οποίοι σαν ερευνητές χωρίς όργανα εξέτασης και ωστόσο «νομολόγοι» της ποιητικής εκφραστικής (δηλαδή οι παραπάνω φυλές της ποιητικής γραφίδας που περιγράψαμε) στέκονται και αυτοί που επιμένουν με ένα πείσμα αδιάλυτο στο βίωμα και στις ποιητικές του εντάσεις. Ένας από εκείνους είναι ο ποιητής Παναγιώτης Δήμου, ο οποίος με την τελευταία του ποιητική συλλογή «ΣΥΜΠΛΕΚΤΗΣ» εκδόσεις Μανδραγόρας, 2019, μας εισάγει στο ποιητικό βίωμα, όχι ως τραύμα ή ως περίκλειστη χαρά, αλλά ως ασύμπτωτη πολεμική ενός τώρα. Γιατί το βίωμα δεν αποτελεί αναμνησιολογία, πότε ξεθωριασμένη, και πότε με επιταχυνόμενη ζέση, είναι η πορεία μας που έρχεται και σκηνογραφείται σε ένα διαρκές παρόν.
Ο Π. Δήμου, γράφει με μια πίστη συμπυκνωμένη στην εικόνα, η οποία δεν απορροφάται από τη γλώσσα της υπερβολής και της «ψημένης» νοσταλγίας, από τον κυματισμό της έπαρσης, για να δείξει τη σύμβαση με τη γλώσσα και τη φόρμα της ποιητικής τεχνικής, γιατί κάτι τέτοιο δεν το έχει ανάγκη ο Παναγιώτης Δήμου, επιπλέον δεν ακροβατεί στην ονομαστική αφήγηση του συλλαλητηρίου της ποιητικής τεχνικής. Μ’ άλλα λόγια δεν θέλει να πείσει, θέλει να ακτινογραφήσει το πλήρωμα του βιώματος.
Απολυτήριο
Στο υπόγειο τ’ ουρανού
ξαποσταίνεις,
στο τέλος του δρόμου,
με τη γραφή της θάλασσας
στις φτέρνες σου.
Χαιρετάς τις πόλεις,
τα μηχανήματα,
τις οθόνες.
Απασφαλίζοντας τους κάλυκες
των λουλουδιών,
χιλιάδες πέταλα ν’ ανοίξουν
στα χέρια των παιδιών,
τον ορίζοντα να χαιρετήσουν,
των σωμάτων χρώματα
κάτω από την αψάδα του μεσημεριού,
δίπλα σ’ άλλα σώματα
ν’ ακουστούν τα σπλάχνα τους
ενέδρα στον τόπο.
Και σε κρατώ.
Και κάπου αλλού, πάλι διαβάζουμε στη ποίηση του τις συνθέσεις της παροντικότητας, τις αϋπνίες του τώρα, τις μονιές της στιγμής που προστατεύονται στο καταφύγιο του βιώματος. Ο Παναγιώτης Δήμου, δεν παραδίνεται στο συγκινητικό εκτόπισμα της νοσταλγίας και στο αναλώσιμο προϊόν της γλώσσας που χρησιμεύει ως περιτύλιγμα, αλλά στους αναβαθμούς ενός βιωματικού τώρα. Γράφει:
Επιτάχυνση
Αρκεί.
Να βγάλουμε τα ρολόγια
πίσω από τις πόρτες,
τις φωτογραφίες των νεκρών
από τα σταχτοδοχεία,
τη μνήμη
από τις ρόδινες δέσμες της σιωπής,
τη λάσπη από τα τζάμια
που συναντήσαμε τη Μονεμβασιά,
τα κουπιά στα βράχια.
Αποσιωπώντας
τα σφιγμένα χέρια στην προοπτική
της διώρυγας.
Αν η ποίηση στέκεται στη μεγάλη σκηνή του βιώματος τότε η εικονοποιεία της είναι στον ίδιο χρόνο στάσιμη και αναχωρητική, αντιφατική και φατική, ουτοπική και ρεαλιστική, νηπενθής και νεκρώσιμη, θανάσιμη και αναστάσιμη. Κάπως έτσι κινείται και η ποίηση του Παναγιώτη Δήμου, γιατί η ποίηση προϋποθέτει το βίωμα μέσα από τη γλώσσα και η γλώσσα λεκτικοποιώντας τις ακμές του βιώματος κινείται στους ρυθμούς της αίσθησης.
Γράφει:
Δρομολόγιο
Ύψος στην καρδιά σου
το φως από τα μελτέμια,
πορτοκαλιάς σπίθα
του Πόρου,
πέρασμα,
νησί
της παλάμης.
Να γράψει στο ξημέρωμα
το ουρλιαχτό της πέτρας
πεσμένη στο περβάζι
από το φευγιό της θάλασσας,
κάτω από τα πόδια σου
το καράβι.
Αφήνοντας απόνερα
στα κοπίδια της ιστορίας σου.
Το ταξίδι
σε θυμίζει.
Και αν αναρωτηθεί κανείς για τον τίτλο της ποιητικής συλλογής του, με τίτλο «ΣΥΜΠΛΕΚΤΗ», εκείνο που μπορώ να δώσω ως ερμηνεία είναι ότι ο συμπλέκτης ίσως αποτελεί τον ενδιάμεσο χώρο, όπως θα έλεγε ο ψυχαναλυτής – ψυχίατρος Ντόναλντ Γούντς Ουίννικοτ, είναι ότι για να δημιουργηθεί επιτάχυνση υπάρχει εκείνο το σημείο, ή αν θέλετε το πέρασμα μιας αλλαγής. Είναι ο πρώτος μηχανισμός του συστήματος μετάδοσης της κίνησης, σύμφωνα με την μηχανολογία, και βρίσκεται αμέσως μετά τον κινητήρα, δηλαδή μεσολαβεί μεταξύ σφονδύλου και κιβωτίου ταχυτήτων. Σκοπός του είναι να συνδέει και να αποσυνδέει τον πρωτεύοντα άξονα των ταχυτήτων. Έτσι ο συμπλέκτης χρησιμεύει για τη μετάδοση της ροπής στρέψεως και το σύστημα μετάδοσης της κίνησης. Αν αφήσουμε όμως, τη μηχανολογία και σταθούμε σε μια ερμηνευτική φιλοσοφικό-ποιητικής τάξης, θα λέγαμε ότι ο Παναγιώτης Δήμου, μέσα από την σκηνή του βιώματος καταγράφει το «άλλο» τον ενδιάμεσο χώρο, που συμπληρώνει τις κινήσεις της ζωής, εκείνο που ο Ανρί-Λουίς Μπεργκσόν αποκαλεί ζωική ορμή και σε μια πιο ελεύθερη παραδοχή είναι η ροή του βιώματος ενός «ανυπόθετου» παρόντος.
Απόστολος Αποστόλου
* Παναγιώτης Δήμου, Συμπλέκτης, φωτο εξωφύλλου Θανάσης Ρέντζιος, Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα, Ιανουάριος 2019, σελ. 48, αριθμ. έκδοσης: 297, ISBN 978-960-592-079-1, τιμή 8,48 ευρώ.