Ο ΛΥΚΟΣ | Μανώλης Αλυγιζάκης

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

Η Βράτσα ήταν πολύ μακριά πίσω του όταν αργά το απόγευμα έφτασε στους πρόποδες των Βαλκανίων Ορέων. Τα πόδια του τον πονούσαν αφού περπάτησε βιαστικά όλο το απόγευμα αλλά δεν σταμάτησε καθόλου γνωρίζοντας ότι το κάθε βήμα που έκανε τον έφερνε πιο κοντά στον προορισμό του. Αυτή ήταν η μόνη σκέψη που τον ηρεμούσε και του ’δινε δύναμη να συνεχίζει. Προς το τέλος της μέρας υπολόγισε ότι παρά το επεισόδιο που του έτυχε στη Βράτσα κατάφερε και κάλυψε την απόσταση που είχε στο νου του γι’ αυτή τη μέρα. Είχε ακολουθήσει την εθνική οδό 15, που, όπως υπολόγιζε, το επόμενο βράδυ θα τον έφερνε στο χωριό Βότεβγκραντ, περίπου 55 χιλιόμετρα νότια απ’ τη Βράτσα. Αλλά προς ώρας περπατούσε σε ένα ανηφορικό σημείο του δρόμου και σύντομα θα έπρεπε να βγει από αυτόν για να βρει κάπου να περάσει τη νύχτα του.

Βγήκε απ’ την εθνική οδό κι ανέβηκε περίπου εκατό μέτρα στην πλαγιά. Ο νους του πήγε στο υπόλοιπο μέρος της εθνικής, που διασχίζει τα Βαλκάνια Όρη, απ’ όπου θα περνούσε την επόμενη μέρα. Χαμογέλασε στη σκέψη ότι μετά τα βουνά ο δρόμος διέσχιζε κατά μήκος μια κοιλάδα, που θα τον οδηγούσε στον ποταμό Στρούμα κι αυτός θα τον έφερνε μέχρι τα ελληνικά σύνορα. Ήταν ο ίδιος ποταμός, ο οποίος στην Ελλάδα έχει το όνομα Στρυμόνας.

Σταμάτησε κι επισκόπησε τα δέντρα του δάσους, που ήταν πανύψηλα μα όχι τόσο πυκνά. Βρισκόταν σ’ ένα πλάτωμα, ανοιχτό προς κάθε κατεύθυνση. Η ματιά του έφερε ένα γύρο στην περιοχή. Του φάνηκε καλό μέρος για να βρει κάπου να κοιμηθεί. Βημάτισε λίγο προς τη μία μεριά του πλατώματος κι ανακάλυψε ένα σημείο ανάμεσα σε δύο δέντρα κι ένα τεράστιο βράχο στην πέρα μεριά του. Το σημείο αυτό ήταν σαν να τον καλωσόριζε, σαν να του ’λεγε ότι θα ήταν ασφαλής να κοιμηθεί εκεί σ’ αυτή τη φωλιά. Ακούμπησε το σακίδιό του στο βράχο και μάζεψε μερικά μικρά κλαδιά για να φτιάξει το κρεβάτι του. Έστρωσε τον υπνόσακο πάνω του και περπάτησε λίγο, μαζεύοντας ξύλα για ν’ ανάψει φωτιά. Τοποθέτησε κυκλικά μπροστά από τα δύο δέντρα μερικές πέτρες, έβαλε μέσα τα καυσόξυλα και με λίγο χαρτί που είχε μαζί του άναψε τη φωτιά.  

 Μερικά λεπτά αργότερα η φωτιά είχε δυναμώσει και καταβρόχθιζε τα ξύλα, δημιουργώντας μια μουσική υπόκρουση που συνόδευε τους ήχους του δάσους. Η σκέψη του έτρεξε στους γονείς του και στο δάσκαλο πίσω στην Κραϊόβα. Τί να έκαναν εκείνη τη στιγμή άραγε; Η μητέρα του θα ετοίμαζε το βραδινό τους κι η ματιά της θα πετούσε έξω απ’ το παράθυρο της κουζίνας προς τα νότια, εκεί που ταξίδευε ο γιος της. Ο πατέρας του θα είχε πλυθεί, θα είχε αλλάξει και θα καθόταν μαζί με το δάσκαλο στο καθιστικό. Ο νους τού καθενός θα έτρεχε ολούθε δίχως να μπορούν να συγκεντρωθούν στα τού σπιτιού, τώρα που είχαν μείνει τρεις κι ο πιο μικρός ήταν μακριά στα χέρια του αγνώστου και του επικίνδυνου.

Ο ήχος των ξύλων που καίγονταν συνέχισε το όμορφο τραγούδι καθώς ο Περικλής άνοιξε το σακίδιό του και πήρε μια κονσέρβα ζαμπόν, απ’ αυτές που είχε αγοράσει στη Βράτσα. Καθώς καταπιάστηκε να την ανοίξει άκουσε ένα ούρλιασμα, που τον σταμάτησε απότομα. Κοίταξε γύρω του, όπου έφτανε η ματιά. Από πού ερχόταν αυτό το ούρλιασμα; Υπήρχαν άραγε τσακάλια στην περιοχή αυτή ή λύκοι; Ένιωσε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά του. Έβαλε άλλο ένα ξύλο στη φωτιά όσο μπορούσε πιο προσεκτικά για να μην κάνει θόρυβο. Σηκώθηκε. Κοίταξε γύρω στο πλάτωμα που βρισκόταν. Ψυχή δεν υπήρχε, εκτός απ’ τα δέντρα που λυγούσαν στο αγέρα και ξαναΐσιωναν, αφήνοντας λεπτούς κλαυθμούς σαν μωρά παιδιά που ’χουν βρέξει το εσώρουχο τους. Ξαφνικά ένιωσε κάποιον ανεξήγητο φόβο κι ο νους του τον συμβούλεψε να βρει ένα ξύλο για ν’ αμυνθεί. Βρήκε ένα σπασμένο κλαδί. Πήρε το μαχαίρι του και του ’φτιαξε βιαστικά μια λαβή. Τώρα ένοιωθε έτοιμος. Ξανάκουσε το ούρλιασμα. Παράξενο ουρλιαχτό, ένα κάθε φορά. Πόσο κοντά του άραγε να βρισκόταν το ζώο που ούρλιαζε;

 Κάθισε με την πλάτη του προς τον τεράστιο βράχο ενώ τα μάτια του ερευνούσαν την περιοχή αλλά δεν διέκρινε καμιά κίνηση. Ήταν μόνος. Πάνω του μόνο ο ατέλειωτος ουρανός. Γύρω του σιωπή, μήτε τσιμουδιά, μήτε απόηχος, κανείς, ερημιά, εγκατάλειψη, απουσία ζωής. Στην καρδιά του η καλοσύνη απέραντη. Στο μυαλό του ο φόβος. Η αδρεναλίνη κυλούσε στις φλέβες του κι έκανε τον παλμό του να καλπάζει. Στον εσωτερικό του κόσμο γραφόταν μια φλογερή ραψωδία· ο νους του τροχασμός αλόγου σ’ έναν απέραντο κάμπο. Ολόκληρο το είναι του βρισκόταν σ’ επιφυλακή. Ξανάπιασε το κρητικό μαχαίρι. Το έθεσε δίπλα του. Άρπαξε το ρόπαλο και περίμενε. Κι όμως τίποτα δεν τον έκανε να νιώσει άνετα. Ανασηκώθηκε με την πλάτη στον τεράστιο βράχο. Έβαλε δυο ακόμα ξύλα στη φωτιά. Μερικά λεπτά κύλησαν αθόρυβα, λεπτά που έμοιαζαν αιώνες, και τότε ξανάκουσε το ουρλιαχτό, ολοκάθαρα αυτή τη φορά · αναμφίβολα ήταν ένα ζώο που ούρλιαζε. Έστησε αυτί και τ’ άκουσε άλλη μια φορά και μάλιστα κοντύτερα του. Έκανε δύο βήματα μπροστά και έστειλε το βλέμμα του να ερευνήσει το χώρο. Το ουρλιαχτό ερχόταν απ’ τα δεξιά του, αλλά μέσα στο λυκόφως δεν διέκρινε την παραμικρή κίνηση. Τίποτα δεν περπατούσε εκεί. Κάθισε ξανά και έβαλε άλλο ένα ξύλο στη φωτιά, που εντωμεταξύ είχε φουντώσει και φώτιζε το χώρο σχεδόν μέχρι πέρα στο τέλος τού πλατώματος. Ξαφνικά η ματιά του έπιασε μια κίνηση. Με το ένα χέρι άρπαξε το ρόπαλο. Με το άλλο πήρε το μαχαίρι. Η καρδιά του έμοιαζε σαν να ήταν έτοιμη να εκραγεί. Λύκος ήταν. Τώρα τον έβλεπε καθαρά. Ένα μοναχικός λύκος. Παράξενο. Ο Περικλής ήξερε ότι οι λύκοι κυνηγούσαν συνήθως σε ομάδες κι εδώ δεν έβλεπε κανέναν άλλο. Στο μεταξύ ο μοναχικός λύκος πλησίαζε προς τον Περικλή και τη φωτιά. Κι όταν έφτασε σε απόσταση μόλις είκοσι μέτρα μακριά ο Περικλής πρόσεξε ότι ο λύκος κούτσαινε. Το πίσω δεξί πόδι του ήταν ανασηκωμένο απ’ το έδαφος  και έτσι όπως περπατούσε στηριζόμενος στα τρία πόδια του,  έδειχνε ολοφάνερα ότι ήταν τραυματισμένος. Παρ’ όλα αυτά, όλο και πλησίαζε προς το μέρος που στεκόταν ο Περικλής. Ένας μοναχικός λύκος ήταν, που η αγέλη πιθανόν τον είχε ξεσκαρτάρει, ένας τραυματισμένος, μοναχικός λύκος, που προσπαθούσε να βρει την τροφή του στο δάσος. Ίσως να τον είχαν διώξει επειδή δεν μπορούσε να κυνηγήσει πια· σκάρτος λύκος, άχρηστος λύκος, μοναχικός λύκος, μόνος σαν και τον Περικλή. Ένας πεινασμένος λύκος που έψαχνε για τροφή, μα τί τροφή;

Ο Περικλής,  έμεινε ακίνητος. Κρατούσε το ρόπαλο στο ένα χέρι και στο άλλο το κρητικό μαχαίρι. Όμως, ο λύκος τον πλησίαζε. Τότε ο Περικλής, με μια μεγάλη δόση αδρεναλίνης στις φλέβες του, τινάχτηκε δυο βήματα μπροστά, προς το λύκο, σαν να ’θελε να του επιτεθεί με τα χέρια του, άρχισε να χειρονομεί και να κραυγάζει σχεδόν το ίδιο όπως ούρλιαζε κι ο λύκος. Δυο άγρια ζώα στο δάσος έτοιμα ν’ αλληλοσπαραχθούν. Ξαφνικά ένα ουρλιαχτό ακούστηκε να βγαίνει απ’ το στόμα του λύκου –μα τί παράξενο ούρλιασμα, σαν μια κραυγή αναγνώρισης– ένα ούρλιασμα ζώου που πεινούσε και ζητιάνευε την τροφή του. Τότε κατάλαβε ο Περικλής ότι πραγματικά ο λύκος αυτός, όντας τραυματισμένος, δεν απειλούσε καθόλου τον περαστικό αλλά ζητούσε κάτι να φάει. Ήταν απλό αλλά και μεγαλειώδες, το πως η πείνα ημέρεψε τα δύο άγρια θηρία και τα ένωσε με τον ίδιο τρόπο που ενώνεται μια οικογένεια στο Κυριακάτικο τραπέζι.  

Οι στιγμές κύλησαν αργά, νωχελικά, δίχως φόβο, δίχως άγχος ή αγωνία. Όλα είχαν διευκρινιστεί· η πείνα ήταν η βασίλισσα της στιγμής. Κοίταξαν ο ένας τον άλλο στα μάτια. Ο Περικλής οπισθοχώρησε δυο βήματα στην ασφάλεια της φωτιάς κι ο τραυματισμένος λύκος, μόλις έξι μέτρα μακριά, κάθισε στα πίσω πόδια του κοιτάζοντάς τον. Μια παράξενη σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό τού ταξιδιώτη νέου και πιάνοντας την μισοανοιγμένη κονσέρβα ξανά στα χέρια του την άνοιξε τελείως. Ύστερα, βγάζοντας το κρέας από μέσα το έριξε προς τη μεριά τού άγριου ζώου. Ο λύκος ξαφνιάστηκε απ’ την κίνηση του Περικλή και τινάχτηκε προς τα πάνω, για να ξανασταθεί ακίνητος και να μυρίσει το ζαμπόν, που ήταν μόλις δυο μέτρα μπροστά του. Βημάτισε κουτσαίνοντας προς την κονσέρβα, μύρισε το κρέας, το έγλυψε μια δυο φορές και με τρεις καλές μπουκιές το έφαγε. Αμέσως μετά, σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον Περικλή, σαν να τον ρωτούσε αν είχε κι άλλο απ’ αυτό το μυρωδάτο φαγητό.  Ο νέος κοίταζε το λύκο και η έκπληξη είχε απλωθεί στο πρόσωπό του. Πήρε άλλη μια κονσέρβα, απ’ τις τρεις που είχε αγοράσει απ’ το μπακάλικο στη Βράτσα, την άνοιξε, έβγαλε το κρέας και το έριξε στο λύκο, που ετούτη τη φορά δεν ξαφνιάστηκε καθόλου· σαν να περίμενε το κρέας, έκανε δυο βήματα και το καταβρόχθισε όπως και το πρώτο.      

Όλα έδειχναν καλά. Το ένα άγριο θηρίο είχε χορτάσει και το άλλο ήξερε ότι το πρώτο δεν το απειλούσε πια. Πράγματι, ο λύκος είχε απλωθεί με το κεφάλι πάνω στα μπροστινά του πόδια και κοίταζε προς τη μεριά του νέου. Μερικά λεπτά αργότερα τα μάτια του λύκου έκλεισαν όπως και του Περικλή, που αποκοιμήθηκε. Σύντομα όμως τον ξύπνησε η ψύχρα της νύχτας και διαπίστωσε ότι η φωτιά του είχε σβήσει. Την ξανάναψε κι όταν φούντωσε ξανά διέκρινε τον λύκο να κοιμάται τόσο βαθειά ώστε οι ήχοι της φωτιάς δεν τον ξυπνούσαν.

Ο αυγερινός είχε φτάσει ψηλά στον ανατολικό ορίζοντα όταν σηκώθηκε ο Περικλής για να συνεχίσει το ταξίδι του. Πρόσεξε ότι ο λύκος κοιμόταν ακόμα στο ίδιο σημείο που τον είχε αφήσει το προηγούμενο βράδυ. Έπιασε μια μικρή πέτρα και την πέταξε προς το μέρος του. Η πέτρα έπεσε δίπλα στο κοιμισμένο ζώο, που δεν πήρε είδηση το θόρυβο που έκανε πέφτοντας. Ο Περικλής έριξε ακόμα μία πέτρα, που ετούτη τη φορά έπεσε δίπλα στο κεφάλι τού άγριου ζώου. Τίποτα. Ο λύκος κοιμόταν του καλού καιρού. Τότε ο Περικλής πήρε το ρόπαλό του και σιμώνοντας αργά το κοιμισμένο ζώο, το άγγιξε με αυτό. Ο λύκος και πάλι δεν κουνήθηκε. Έμενε εκεί, ξαπλωμένος στο ένα πλάι του, ακίνητος σαν πεθαμένος. Ναι, ο λύκος είχε πεθάνει κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Κοίταζε ο Περικλής τον ψόφιο λύκο και σκεπτόταν τί να κάνει. Ο θάνατός του εξηγούσε και γιατί ήταν μόνος του. Η αγέλη του τον είχε εγκαταλείψει επειδή, έτσι όπως ήταν αδύναμος, δεν μπορούσε πια να βοηθήσει στο κυνήγι. Τον είχαν αφήσει να ψοφήσει από την πείνα. Αυτός ήταν ο σκληρός νόμος της φύσης των λύκων, και πριν υποκύψει σ’ αυτόν ο αδύνατος, μοναχικός, τραυματισμένος, πεινασμένος λύκος βρήκε τελικά από ανθρώπινο χέρι κάτι να φάει. Είχε αφήσει την τελευταία του αναπνοή δίπλα στον Περικλή. Όπως ακριβώς είχε πεθάνει και ο παππούς του στην Κραϊόβα –όπως ακριβώς το είχε αποζητήσει ο γέρο-κρητικός– έτσι πέθανε κι ο λύκος δίπλα στον Περικλή.  

Ο Περικλής έψαξε τη χόβολη, βρήκε μερικά κάρβουνα αναμμένα και ξέθαψε τη φωτιά, βάζοντας λίγα ξύλα ακόμα. Ύστερα,  έβρασε λίγο νερό στο μικρό δοχείο που κουβαλούσε στο σακίδιο του, έφτιαξε τσάι και βουτώντας ψωμί ήπιε το πρωινό του. Κι ενώ συνέχιζε ν’ αναρωτιέται τί να κάνει με τον ψόφιο λύκο, τού ήρθε μια ιδέα. Ο ήλιος είχε ανέβει στον ανατολικό ορίζοντα όταν τελικά ο Περικλής αποφάσισε να θάψει το λύκο. Τοποθέτησε το ρόπαλό του στη μια μεριά τού λύκου κι ένα ακόμα κλαδί στην άλλη μεριά του κι άρχισε με πέτρες να καλύπτει το κουφάρι του. Τελικά, το  μικρό βουναλάκι που σχηματίστηκε ήταν και ο τάφος του άγριου ζώου. Ο νους τού Περικλή ταξίδεψε στη χούφτα το χώμα, που έριξε πάνω στο φέρετρο του παππού του όταν τον θάψανε. Ήταν ο αποχαιρετισμός του. Ένιωσε όμορφα. Χαμογέλασε.

Πριν φύγει από εκείνο το μέρος έσβησε καλά τη φωτιά, έβαλε το σακίδιο στους ώμους του κι απομακρύνθηκε με συντροφιά το πλατύ χαμόγελο που στόλιζε το πρόσωπο του.


 (μέρος ενός ανέκδοτου μυθιστορήματος με τίτλο ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ)