Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Αγγελική Ασπρογέρακα-Γρίβα
Ως εκδότες και επιμελητές της έκδοσης απολαύσαμε πραγματικά και χαρήκαμε τη διαδρομή δημιουργίας αυτού του τόμου, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε. Γιατί το εκδοτικό εγχείρημα ήταν απίστευτα απαιτητικό: Οι φωτογραφίες που παρουσιάζονται είναι περί τις 800, το κείμενο, στο μεγαλύτερο τμήμα του τόμου είναι ρέον και συνδέεται με συγκεκριμένες φωτογραφίες, υπάρχουν πάρα πολλές σημειώσεις και πάρα πολλά παραθέματα πολλά από αυτά πολυτονικά. Όλα αυτά έπρεπε να συνδυαστούν για να φτάσουν στο αποτέλεσμα που είχε οραματιστεί η συγγραφέας.
Παρά τις δυσκολίες όμως, η επαφή με τα ίδια τα κείμενα και την ουσία τους και η γνωριμία μας με τη Νίκη Μπακογεώργου, υπήρξε η μεγαλύτερη ανταμοιβή μας. Όταν λοιπόν μου ζητήθηκε να μιλήσω για το έργο Μνήμης, αμέσως σκέφτηκα ότι για να μιλήσεις για αυτό βιβλίο πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσεις και για τη συγγραφέα του.
Τη Νίκη Μπακογεώργου τη γνωρίσαμε για πρώτη φορά όταν μας έφερε τα κείμενα για να δούμε αν μπορούμε να το αναλάβουμε την έκδοση. Σήμερα τρεις μήνες μετά την αισθανόμαστε και ο Κώστας Κρεμμύδας και εγώ ως μια στενή μας φίλη. Τη γνωρίσαμε προσωπικά λίγο, τη γνωρίσαμε όμως βαθιά μέσα από τα ίδια τα κείμενά της που συνθέτουν την 100χρονη ιστορία του Γυμνασίου Καρπενησίου.
Γιατί εδώ έγκειται η διαφορά αυτού του τόμου από άλλα λευκώματα. Ο τόμος που παρουσιάζουμε σήμερα δεν είναι μια απλή παράθεση φωτογραφιών που κτίζουν την ιστορία του Σχολείου συνοδευόμενες από διευκρινιστικά-υποστηρικτικά κείμενα. Στο μεγαλύτερο τμήμα του συγκεκριμένου τόμου, παρουσιάζεται ένα ολοκληρωμένο ιστορικό δοκίμιο το οποίο, ταυτόχρονα έχει μια αυτοτελή λογοτεχνική αξία, όπου επιπλέον οι απόψεις της συγγραφέως είναι διακριτικά παρούσες. Σε συνδυασμό με αυτό το κείμενο, που έχει όλα τα παραπάνω χαρίσματα, παρουσιάζονται πολλές, πάρα πολλές φωτογραφίες από τις οποίες παρελαύνουν, μεταφορικά και κυριολεκτικά, γιατί και οι παρελάσεις αποτελούν αυτοτελές κεφάλαιο, μαθητές και μαθήτριες ολόκληρης της 100ετίας, καθώς και καθηγητές και καθηγήτριες όλης της 100ετίας.
Η συγγραφέας, πέρα από τα στοιχεία που συγκέντρωσε αναδιφώντας σε ιστορικά έργα, σε αρχεία και εφημερίδες εποχής για τα ιστορικά γεγονότα, πέρα από τα στοιχεία για τη σχολική ζωή που συγκέντρωσε ερευνώντας στα ιστορικά αρχεία του Σχολείου, συγκέντρωσε, και πρέπει να ήταν μια τεράστια δουλειά, φωτογραφικό υλικό όλων των περιόδων από μαθητές και μαθήτριες πολλών γενεών του σχολείου. Ο τόμος λοιπόν αποτελείται από το πρώτο μέρος που είναι το ιστορικό δοκίμιο. Το δεύτερο μέρος με τίτλο «Διαγωγή κοσμία», είναι ένα κεφάλαιο με μεγάλο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον για τη μαθητική ζωή στην ελληνική επαρχία στη διάρκεια σχεδόν όλου του 20ου αιώνα. Τα επόμενα 5 μέρη που αφορούν τον εορτασμό των εθνικών επετείων και τις παρελάσεις, τις εκδρομές, τις θεατρικές παραστάσεις, τις γυμναστικές επιδείξεις και τον σχολικό αθλητισμό και τέλος το σχολείο στον 21ο αιώνα, συγκροτούνται κατά κύριο λόγο από φωτογραφικό υλικό, όμως πέρα από τη συγκίνηση που αναμφισβήτητα θα γεννούν στους πρωταγωνιστές τους, παρουσιάζουν ανάγλυφα μια σοβαρή, πρωτότυπη, κατά τη γνώμη μου αξιοθαύμαστη, δουλειά της Σχολικής Κοινότητες σε εξωσχολικούς τομείς.Στο τελευταίο μέρος η συγγραφέας, ολοκληρώνει το έργο της αποδίδοντας φόρο τιμής σε όλους τους πρωταγωνιστές αυτού του λευκώματος, στις μαθήτριες και τους μαθητές στις καθηγήτριες και τους καθηγητές της εκατονταετίας. Κάνοντας μια δουλειά μυρμηγκιού συγκεντρώνει και καταγράφει όλα τα ονόματά τους.
Θα ήθελα να σταθώ στο πρώτο μέρος του βιβλίου που καταλαμβάνει και τη μεγαλύτερη έκταση, στο Γυμνάσιο Καρπενησίου 100 χρόνια Ιστορίας.
Η κ. Μπακογεώργου έχει ανατρέξει σε πλήθος πηγών προκειμένου να καταγράψει την Ιστορία του Σχολείου Καρπενησίου. Μέσα όμως από την ιστορία του Σχολείου περνάει η Ιστορία της Ελληνικής επαρχίας από το 1918 μέχρι σήμερα, από την εποχή δηλαδή των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων μεταξύ Αθήνας-Επαρχίας, ακόμα περνάει η Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, καθώς το Καρπενήσι και ο νομός Ευρυτανίας έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην ελληνική ιστορία της περιόδου 1940-1949, περνάει ακόμα η Ιστορία της Ελληνικής εκπαίδευσης, η διαδρομή από το αυταρχικό επαρχιακό σχολείο των αρχών του 20ού αιώνα ως το ελεύθερο δημοκρατικό σχολείο του σήμερα. Η εποχή του μεσοπολέμου, η εποχή της ΕΟΝ του Μεταξά, η εποχή του Εμφύλιου, η περίοδος 1949-1967, η Φρειδερίκη, η εποχή της Χούντας και της Μεταπολίτευσης καθορίζουν τη διαδρομή του Σχολείου. Τα «σχολικά γεγονότα» συναρτώνται άμεσα με τα ιστορικά γεγονότα της κάθε περιόδου. Και μ’ αυτόν τον τρόπο να παρουσιάζει η συγγραφέας. Ως φιλόλογος και γνώστρια της Ιστορίας σε βάθος εντάσσει τεκμηριωμένα τα σχολικά γεγονότα στα Ιστορικά γεγονότα της Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας. Διαβάζοντας λοιπόν την Ιστορία των 100 χρόνων του Σχολείου, μέσα από τα Θραύσματα Μνήμης της κ. Μπακογεώργου, ο αναγνώστης κάνει μια διπλή ανάγνωση της Ιστορίας. Από τα επιμέρους οδηγείται στο μεγαλύτερο κάδρο, και από τα γεγονότα της Ελληνικής Ιστορίας στα οποία γίνεται αναφορά αντιλαμβάνεται τα επιμέρους.
Αυτό όμως το κείμενο, δεν είναι ένα στεγνό ιστορικό κείμενο. Είναι ταυτόχρονα, όπως είπα και πριν ένα λογοτεχνικό κείμενο. Είναι γραμμένο σε μια ζωντανή, ακριβή και λιτή γλώσσα που επιτρέπει στον αναγνώστη να ταυτίζεται με τους πρωταγωνιστές, να ζει μαζί τους εκείνες τις συνήθως ταραγμένες εποχές.
Να κάνω μια παρένθεση εδώ, και να πω ότι εγώ που γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα από Αθηναίους γονείς, χωρίς χωριό, σε κάποιες σελίδες ζήλευα τους συνομηλίκους μου, που όταν ήταν μαθητές ζούσαν τις συλλογικές δραστηριότητες ενός σχολείου της επαρχίας, τα θεατρικά, τις απογευματικές διαλέξεις, τις εκδηλώσεις, τις επιδείξεις, όλα αυτά που συνέθεταν μια δρώσα κοινωνική ζωή σε συλλογικότητες επώνυμων ανθρώπων, σε αντίθεση με την αθηναϊκή ανωνυμία, σε άλλες σελίδες αισθανόμουν αποτροπιασμό για την εξωσχολική παρακολούθηση των μαθητών από τους καθηγητές, για την ανισότητα μεταξύ μαθητών και μαθητριών, για τη βία στο σχολείο, που ευτυχώς εμείς στην Αθήνα δεν τη ζούσαμε. Τα κείμενα της κ. Μπακογεώργου καταφέρνουν λοιπόν να γεννούν συναισθήματα στον αναγνώστη, να τον μεταφέρουν στην εποχή και στην ατμόσφαιρά της. Σ’ αυτό το λεύκωμα πρωταγωνιστής, ή τουλάχιστον ισότιμα συμπρωταγωνιστής με τις φωτογραφίες είναι το κείμενο που ρουφιέται σαν παραμύθι. Κι αυτό είναι επίτευγμα, σε μια εποχή μάλιστα που η εικόνα τείνει να συρρικώνει τον λόγο.
Επιπλέον σ’ αυτό το κείμενο-πρωταγωνιστή η συγγραφέας είναι παρούσα. Δεν καταγράφει αποστασιοποιημένα την Ιστορία. Είναι πανταχού διακριτικά παρούσα αποδεικνύοντας την αγάπη της για το Καρπενήσι, την αγάπη της για το σχολείο, την αγάπη της για τους μαθητές και τις μαθήτριες, την αγάπη της για τα νιάτα και την ομορφιά της νεότητας. Είναι παρούσα με τις επιλογές της στα ποιήματα που προτάσσει των κεφαλαίων. Κάθε κεφάλαιό της ξεκινάει με ένα απόλυτα εύστοχο για την εποχή ποίημα, αποδεικνύοντας και τη βαθιά γνώση της ελληνικής γραμματολογίας.
Είναι επίσης παρούσα με την αντικειμενικότητά της. Ενώ είναι προφανές ότι καταδικάζει τη βία που χρησιμοποιούσαν οι καθηγητές μιας άλλης εποχής, προσπαθεί να καταγράψει και τα ελαφρυντικά τους. Είναι παρούσα με την ευαισθησία της και τη βαθιά δημοκρατικότητά της. Ο τρόπος που αναφέρεται στους βιοπαλαιστές μαθητές, ακόμα και μέσα από τον τρόπο που διατυπώνει τις λεζάντες στις φωτογραφίες, από τις ιστορίες που καταγράφει.
Και τέλος σε ένα μόνο τμήμα του βιβλίου, επιφυλάσσει στον εαυτό της μέσα από ένα συγκινητικό ιντερμέδιο, το δικαίωμα να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο και να αποκαλυφθεί. Θα μου επιτρέψετε να κλείσω αυτήν την παρουσίαση διαβάζοντας αυτό το απόσπασμα του βιβλίου:
Φτωχοί τῆς φύσης μου οἱ πόροι
δεν μ’ ἒστειλε γιά ἀνώτερη παιδεία
στο ἐξωτερικό. Ἒμεινα ἐδῶ στο νοίκι
μιᾶς χαμηλοτάβανης ἐσωτερικῆς πατριδογνωσίας
Κική Δημουλά, «Διδακτική ύλη»
Πρώτη μέρα στο σχολείο. Ένα πολύχρωμο ανθρώπινο μελίσσι, αγόρια και κορίτσια, ωραία και ανυποψίαστα, «ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα[1]», πλημμυρίζει το προαύλιο του ιστορικού σχολείου. Τίποτε δεν φαίνεται να σκιάζει τη χαρά τους. Αγκαλιές και φιλιά διαδέχονται τα ξεφωνητά της αντάμωσης μετά από τις καλοκαιρινές διακοπές. Σκουλαρίκια στα αυτιά, στις μύτες, στα φρύδια, περίεργα χρώματα στα μαλλιά, ίσως και κάποια πρόωρα τατουάζ σε χέρια και γάμπες, κορίτσια με μακιγιάζ στο πρόσωπο και κοντά σορτσάκια, αγόρια με πολύχρωμα t–shirts. Αν κάτι απολαμβάνουν αυτά τα παιδιά είναι η ελευθερία στο ντύσιμο, στην έκφραση, στις κινήσεις τους και την αγάπη γονιών και δασκάλων που δεν δεσμεύεται από ηθικολογίες και πρέπει άλλων εποχών. Στα τσαντάκια, στις τσέπες αλλά και στων περισσότερων τα χέρια βρίσκονται κινητά τηλέφωνα και τα δάχτυλά τους δεν σταματούν να κινούνται πάνω στις οθόνες τους.
Περνάω έξω από αυτό το σχολείο που έζησα έξι χρόνια ως μαθήτρια και σχεδόν τριάντα πέντε ως καθηγήτρια φιλόλογος του Γενικού Λυκείου Καρπενησίου. Η νοσταλγία καμιά φορά θολώνει τη σκέψη κι ίσως ο μηχανισμός της λήθης έχει αφαιρέσει από τις αναμνήσεις σου εκείνα τα στοιχεία που σε απογοήτευσαν ή και σε πλήγωσαν ακόμη κάποτε εδώ και έχει κρατήσει ντυμένες με φτηνό ασημόχαρτο μόνο εκείνες που δικαιώνουν τη δική σου παρουσία στο χώρο αυτό, όταν ήσουν νέος, ακμαίος, υγιής και με πολύ ενθουσιασμό και όραμα ν’ αλλάξεις τον κόσμο. Είναι μια κρυφή παγίδα αυτή στην οποία εκούσια ή ακούσια κάποιοι πέφτουμε και ακολουθούμε μια θεωρία πτώσης και καταστροφής. Νοσταλγούμε εκείνα που ζήσαμε και μας σημάδεψαν, νοσταλγούμε εκείνα που χάσαμε, αλλά κι εκείνα που δε ζήσαμε, εκείνα που ονειρευτήκαμε και θα μπορούσαμε να τα έχουμε ζήσει αν γυρίζαμε το τιμόνι της ζωής σε άλλη ρότα… Ωραιοποιούμε το παρελθόν, ακυρώνουμε το παρόν και αρχίζουμε τους «κλαυθμούς και τους «οδυρμούς» για το «πόσο ωραία ήταν παλιά τα πράγματα» και «πόσο έχει χαλάσει η κοινωνία» και «που πάει η νεολαία σήμερα». Στην περιδιάβασή μου αυτή στο χρόνο θα προσπαθήσω να αποφύγω ψεύτικες νοσταλγικές αναπολήσεις, όσο είναι δυνατό να αφαιρέσεις το συναίσθημα από αυτή την περιδιάβαση στη νιότη όλων, όσων καθίσαμε στα θρανία αυτού του σχολείου.
Το Γενικό Λύκειο Καρπενησίου λειτούργησε για πρώτη φορά το σχολικό έτος 1976-1977. Ωστόσο ως σχολική μονάδα έχει μακρά ιστορία εκατό χρόνων και αποτελεί συνέχεια του Τετρατάξιου Γυμνασίου που ιδρύθηκε το 1918, Εξατάξιου από το 1929, Οκτατάξιου στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, από το 1937, και μεταπολεμικά πάλι εξατάξιου, αν και διατηρήθηκε για πολλά χρόνια ο πρώτος χαρακτηρισμός, του οκτατάξιου. Δυστυχώς, μαζί με το διδακτήριο κάηκε από τους Γερμανούς και το προπολεμικό αρχείο του σχολείου. Διασώθηκε μόνο ένα μαθητολόγιο με στοιχεία μαθητών από το 1931-1940, ενώ ένα μεγάλο μέρος από το μεταπολεμικό αρχείο έχει παραδοθεί στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στο Καρπενήσι.
Σ’ αυτό το σχολείο έχουν φοιτήσει πολλές γενιές μαθητών και έχουν αποφοιτήσει σημαντικές προσωπικότητες της τοπικής και της ευρύτερης ελληνικής κοινωνίας, περήφανοι που κάποτε υπήρξαν μαθητές του, οι ίδιοι και τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Και δεν έχει καμιά σημασία αν σήμερα κάποιοι ασκούν βιοποριστικό επάγγελμα ή έχουν προχωρήσει περισσότερο στον επαγγελματικό ή επιστημονικό τομέα. Το σχολείο είναι η αφετηρία τους στη ζωή και μαζί οι αναμνήσεις από τα ωραία εφηβικά τους χρόνια.
Για τα δεδομένα της πόλης αποτελεί σημαντικό πνευματικό ίδρυμα και ταυτόχρονα σημείο αναφοράς με την δεσπόζουσα αρχιτεκτονική μορφή του σε περίοπτη θέση στο χώρο. Υπηρέτησαν και υπηρετούν σ’ αυτό σπουδαίοι εκπαιδευτικοί, Ευρυτάνες και μη, και κάθε χρόνο δεκάδες μαθητών του εισάγονται σε Πανεπιστημιακές σχολές με μεγάλες επιδόσεις. Αυτό που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει ακόμη αυτό το σχολείο είναι η εξωστρέφεια, η σύνδεση με την κοινωνία, η δημοκρατική λειτουργία, όχι όμως σε όλες τις περιόδους της ιστορίας του.
Αυτά που θα διαβάσεις, αγαπητέ αναγνώστη, στις παρακάτω σελίδες δεν αποτελούν επιστημονική μελέτη, ούτε διεκδικούν εύσημα μιας αυστηρής και αντικειμενικής ιστορικής καταγραφής. Είναι μια περιπλάνηση στο χρόνο, το χώρο, τους ανθρώπους, είναι οι ψίθυροι όσων πέρασαν απ’ αυτό το σχολείο και έζησαν εδώ τα τρυφερά εφηβικά τους χρόνια, τα γέλια τους, οι πίκρες, οι απογοητεύσεις, οι ταπεινώσεις πολλές φορές, τα μικρά ή τα μεγάλα όνειρά τους. Μίλησα με πολλούς, άλλους με καλές κι άλλους με θλιβερές αναμνήσεις. Για κάποιους υπήρξε ένας σημαντικός αφετηριακός σταθμός στη ζωή τους και κάποιοι πληγώθηκαν τόσο που δεν ήθελαν να κάνουν καμιά αναφορά σ’ αυτό.
Προσπαθώντας να ακούσω τη φωνή των μαθητών από τα περασμένα χρόνια ταξίδεψα μέσα από ασπρόμαυρες φωτογραφίες και αφηγήσεις στην ίδια την ιστορία της μικρής μας πόλης. Για τα πιο παλιά ο χρόνος θάμπωσε τη μνήμη κι αυτοί που τα έζησαν δεν τα θυμούνται πια καλά ή δεν θέλουν να τα θυμούνται και ίσως κάποιοι αναγνώστες θα επισημάνουν ανακρίβειες και λάθη. Μοναδική μου πρόθεση ήταν να σταθώ με σεβασμό και αγάπη απέναντι σ’ όλους. Όσο για τις απόψεις που κάπου- κάπου διατυπώνω, δεν έχουν το χαρακτήρα της κριτικής, ούτε διεκδικούν τον τίτλο της μοναδικής αλήθειας για πρόσωπα και γεγονότα. Άλλωστε ποιος την κατέχει την αλήθεια;
Νίκη Μπακογεώργου
Η Νίκη Μπακογεώργου γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στο Καρπενήσι, αιώνια νοσταλγός μιας άλλης πατρίδας και μιας διαφορετικής ζωής που θα ήθελε να ζήσει. Είναι φιλόλογος και υπηρέτησε πολλά χρόνια στο Γενικό Λύκειο Καρπενησίου. Συνδέθηκε στενά με την εκπαίδευση και με εκατοντάδες μαθητές, αποφοίτους του σχολείου. Το βιβλίο αυτό είναι απόρροια του συναισθηματικού δεσμού της με την πόλη, την ιστορία της και με το «Γυμνάσιο Καρπενησίου» που θέλησε να περιγράψει τις μικρές και μεγάλες του στιγμές στην εκατόχρονη διαδρομή του.
[1] Γιάννης Ρίτσος, «Σονάτα του Σεληνόφωτος», ωραία ανάμνηση των μαθητών της Θεωρητικής κατεύθυνσης, που διδάχτηκαν ο ποίημα στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, καταργημένο σήμερα.