Η ποίηση του Κώστα Κρεμμύδα κουβαλά κάτι από την παιδική μας ηλικία., έτσι όπως αντίστοιχα η πεζογραφία του Κωστή Παπαγιώργη.
Πραγματοποιεί μιαν ιχνηλασία ονείρων που μετασχηματίζονται στο σκοτεινό παρόν ανα-πλάθοντας διαστάσεις και καταστάσεις κι «ας πέρασαν ταραγμένα τα χρόνια μας», ανοίγοντας τα συρτάρια του παλιού επίπλου όπως μαρτυρά το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής. Κατορθώνει την απο-ειδωλοποίηση του καθρέφτη, διεισδύει μέσα μας και –τι παράξενο– ενώνει τον κατακερματισμένο χρόνο «Γι’ αυτά που δεν τολμήσαμε και μας πονούν ακόμα/ Για κόμπους της σιωπής κι έρωτες άλυτους»…
Στην ποίηση αυτή ταιριάζει ο στίχος του Γιώργου Σαραντάρη «όπως ένα φως που η ομίχλη κλέβει» γιατί κονιορτοποιεί τα λιμνάζοντα και τα σήποντα μ’ ένα τρεμουλιαστό φως στο σκοτάδι από το πρώτο μας ερωτικό ραντεβού που ακρωτηριάστηκε «στα κάτω συρτάρια της θλίψης» όμως τα σπασμένα μέλη του μια χαρά κουβαλάνε σαν σχεδίες ενάντια στον φτηνό καιρό το ταξίδι στον αληθινό χρόνο του καθενός μας: «Μας ήρθανε σταγόνες/ θάλασσας/ τα παλαμάρια ανέμιζαν/ με βία και βάρος»
Ο απόπλους υπάρχει πάντα και μας περιμένει όχι με το τραίνο ή το πλοίο του συγκεκριμένου δρομολογίου· τον νιώθουμε στα μάτια του αγαπημένου προσώπου, στα δειλινά των μοναχικών περιπάτων, στο «σούρουπο των Κάτω Πατησίων», μόνο που να! Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τον ύπνο (άλλο κοινό σημείο της συμπόρευσης με τον Γιώργο Σαραντάρη στη συμβολική του σημασία) αλλά και να βιώνουμε τον πόνο και την αντίθεση του αντιστοίχου διστίχου του Ιωάννη της κλίμακος που λειτουργεί ως ΜΟΤΟ σε σχετικό άλλωστε ποίημα του Κρεμμύδα, αρχή και τέλος και ηδονή της οδύνης στην οποία πρέπει να εισχωρήσει ο ποιητής: «Δεξάμενος φλόγα τρέχε ου γαρ γιγνώσης/ τότε σβέννυτε και εν σκοτία σε καταλείψει»…
Ποίηση, εν είδει ημερολογίου που κάποτε προσλαμβάνει τον χαρακτήρα ενός απολογητικού υπομνήματος στο οποίο εγκιβωτίζεται με αίμα ψυχής η εξομολόγηση ενός μοναχικού ερημίτη με θραύσματα όμως πολλών κοινών σημείων με άλλους πολλούς που βάδισαν σ’ αυτά τα μονοπάτια.
Ο ποιητής προχωρά και σ’ ένα οδοιπορικό σε μια πόλη του άλλοτε που νοσταλγεί, με μιαν ιδιόμορφη «κοινωνική του χώρου» όπου οι φίλοι έχουν σκορπίσει κι ο θάνατος σεργιανά στα παλιά στέκια: «Τσιμέντο πια το καφενείο, η Λένορμαν πολύβουη, πλην άδεια/ Οι γνώριμοι κι οι άγνωστοί μας στις πλατείες/ Η βέσπα στα αζήτητα σαπίζει τόσα βράδια»…
Είναι μια ποίηση σαν κροταλισμός πολυβόλου, ένα ρέκβιεμ και μια ελεγεία που –τι περίεργο– ξαναζωντανεύει το χαμένο χρόνο κι όλοι εμείς που ζήσαμε κάποια στιγμιότυπα στα «ερειπωμένα πατρικά» παραμιλούμε φωναχτά με κίνδυνο να μας «μαζέψουν» με το παραδοσιακό «Εξωφλήθη η απόδειξις» και την τραγική ειρωνεία της καθαρεύουσας να μας φανερώνει κάποια παλιά χνάρια που διαβήκαμε…
«Κάπα όπως μακάβριο» μ’ αυτό το αύριο να μας εξοστρακίζει, κι εμείς, «επίδοξοι διαρρήκτες πολέμων», να παλεύουμε μ’ έναν απολογισμό και μιαν υπέρβαση κι ευλογία της αιώνιας μάνας: «Και κάπως έτσι έγινε άρτος ζωής αιώνιας/ το σώμα της το άγιο»!!
Δημήτρης Ι. Καράμβαλης