Ο 18ος γαλλικός αιώνας αποδίδει έναν απολύτως κοινωνικό ρόλο στον «Φιλόσοφο», δεδομένου ότι –συνειδητά– τον εντάσσει ενεργά στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα της εποχής του. Η ιδιότητα του «Φιλοσόφου» (στον οποίο προσδίδεται μία μέγιστη αξία) εμπεριέχει και το έργο του συγγραφέα, του διανοούμενου, του υπέρμαχου των νέων, προοδευτικών ιδεών του Διαφωτισμού. Έχοντας ως πρότυπο το ανθρωπιστικό μοντέλο, ο Φιλόσοφος είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος με θέματα που άπτονται της ανθρώπινης αλληλεγγύης και της υλοποίησης του «κοινού καλού» (‘’intérêt commun’’, βασική αρχή του Γαλλικού Διαφωτισμού). Προς επίτευξη αυτών των στόχων, επιστρατεύει ένα μέσον το οποίο χειρίζεται άριστα· τη συγγραφή. Καταλληλότερη μορφή αυτής καταδεικνύεται η Επιστολογραφία. Η σύνταξη και αποστολή ειδικών κειμένων με ποικίλους ρόλους (μορφωτικό, κοινωνικό, πολιτικό, διπλωματικό, επικοινωνιακό κ.ά.). Η Επιστολογραφία είναι μια προσφιλής συνήθεια των διανοουμένων της Δύσης της εποχής, καθόσον τους επιτρέπει τη διάδοση του νεωτεριστικού πνεύματος του Διαφωτισμού και παράλληλα, την προβολή και διεκδίκηση των δικαιωμάτων των αστικών ομάδων (όπου ανήκουν, στην πλειονότητά τους και οι ίδιοι). Η νέα αυτή κοινωνική ομάδα, όπως και στη γαλλική κοινωνία, έχοντας αποκτήσει μια αξιόλογη οικονομική δύναμη (χάριν –κυρίως– της ανάπτυξης του εμπορίου), διεκδικεί την καταξίωσή της και στο κοινωνικοπολιτικό προσκήνιο.
Επιστολές ανταλλάσσουν οι Γάλλοι φιλόσοφοι με ομοτέχνους τους, αλλά και με εξέχουσες προσωπικότητες του εξωτερικού. Σε ένα κλίμα αποδοχής και θαυμασμού των νέων προοδευτικών ιδεών, ο Φρειδερίκος ΙΙ της Πρωσίας προσελκύει στην αυλή του τον Γάλλο φιλόσοφο François-Marie Arouet (Voltaire), ενώ η Αικατερίνη ΙΙ της Ρωσίας επιλέγει τον φιλόσοφο Diderot. Σταδιακά, οι Γάλλοι φιλόσοφοι αποκτούν τον τιμητικό τίτλο των «Ευρωπαίων» και των «Πολιτών του κόσμου». Η αυτοκράτειρα της Ρωσίας υιοθετεί την επιστολογραφία για λόγους πολιτικής προπαγάνδας, επιχειρώντας φιλικές προσεγγίσεις με τους επισκόπους του υπόδουλου ελληνισμού (περίοδος του προοδευτικού κινήματος του Ορλώφ ή των περίφημων «Ορλωφικών»)[1].
Τη συνήθεια αυτή ανταλλαγής επιστολών για συγκεκριμένους σκοπούς των διανοούμενων της Δύσης υιοθετούν και οι Έλληνες Διαφωτιστές σε ευθεία αντανάκλαση από το γαλλικό πνεύμα. Αυτό διαφαίνεται τόσο στον ρόλο, όσο και στη δομή και στο στυλ των επιστολών τους. Ο ρόλος κάθε επιστολής την εντάσσει και σε ένα ξεχωριστό είδος. Συχνά, εμπλέκονται ποικίλοι ρόλοι σε μία επιστολή. Ο βασικός λόγος ύπαρξης αυτού του ιδιαίτερου κειμένου είναι η επικοινωνία που επιδιώκουν οι Έλληνες λόγιοι με τους συνανθρώπους τους (όπως απαιτεί και η ιδιότητα του φιλοσόφου), είτε προς διάδοση και ανταλλαγή των νέων ιδεών με ομοϊδεάτες τους, είτε για λόγους πολεμικής και αρνητικής κριτικής με όσους διαφωνούν μαζί τους (μεταξύ άλλων, είναι γνωστές οι έριδες ή οι «γλωσσικοί αγώνες» των Ελλήνων διανοούμενων της εποχής – των περίφημων «γλωσσικών ομάδων»: «αρχαϊστών», «κοραϊστών», «δημοτικιστών»). Με αυτόν τον τρόπο καλλιεργείται το πνεύμα κοινωνικότητας και η ιδέα της ομάδας, καθόσον –διαμέσου των επιστολών– οι νέες ιδέες διαδίδονται και σχολιάζονται λεπτομερώς. Ταυτόχρονα, το άψυχο χαρτί μετατρέπεται σε ένα επιδέξιο μανιφέστο, που τολμά να αμφισβητήσει τα δεδομένα και τις συντηρητικές πολιτικές της εποχής, ενώ προβάλλει και τις γλωσσικές διαφωνίες-αντικρούσεις.
Βέβαια, ένας από τους βασικούς σκοπούς της Επιστολογραφίας είναι η διάδοση των νέων ιδεών του Διαφωτισμού και η προβολή των Φυσικών Επιστημών, σύμφωνα και με τις αρχές της γαλλικής Encyclopédie των Γάλλων φιλοσόφων D’Alembert και Diderot.
Αυτή η μορφή πολεμικής σκοπιμότητας των επιστολών εντοπίζεται –κατά κύριο λόγο– στους Γάλλους φιλοσόφους. Στο έργο του με τίτλο Lettres Philosophiques, ο Voltaire ασκεί δριμεία κριτική κατά του ομότεχνου του Blaise Pascal[2], υιοθετώντας μια πιο ρεαλιστική και απολύτως αισιόδοξη πτυχή της ζωής. Απορρίπτοντας τη συντηρητική και πεσιμιστική φιλοσοφική αντίληψη του εκπροσώπου του περασμένου αιώνα και του κινήματος του Jansénisme, του Pascal (ο οποίος τάσσεται υπέρ ενός συστήματος βασισμένου σε μια στείρα, μη ρεαλιστική μεταφυσική αντίληψη των πραγμάτων), προτείνει τη βελτίωση της επίγειας ζωής του ατόμου με γνώμονα τη λογική και τις αρχές του πολιτισμού. Σύμφωνα με τον Voltaire ‘’Il faut vivre dans ce monde, sans que cela interdise de penser à Dieu’’[3] [«Πρέπει να ζούμε σε αυτόν τον κόσμο, χωρίς αυτό να απαγορεύει να σκεπτόμαστε τον Θεό»]. Πρόκειται δηλαδή για μία κυριαρχούσα ήδη άποψη, η οποία αντικατοπτρίζει τη μετάβαση από τον συντηρητικό-θεοκρατικό 17ο αιώνα στο προοδευτικό-ανανεωτικό και ανθρωποκεντρικό πνεύμα του αιώνα των Φώτων.
Συχνά, μια επιστολή αποκτά έναν καθαρά πρακτικό χαρακτήρα, καθόσον οι Έλληνες έμποροι –στο πλαίσιο εξυπηρέτησης των αναγκών του επαγγέλματος– αποστέλλουν επιστολές σε επαγγελματίες της Δύσης (εμπορική αλληλογραφία). Μάλιστα, επειδή το εμπόριο συνιστά βασική οικονομική πηγή και για τη χώρα όπου ασκείται, αποφεύγεται και η λογοκρισία (π.χ. των συντηρητικών αυστριακών αρχών).
Η Επιστολογραφία εξυπηρετεί επίσης την επικοινωνία των ερωτευμένων αστών της εποχής και εκεί, υιοθετείται μια γλώσσα αισθαντική, κατά το πρότυπο και των Γάλλων αστών (βλ. σχετικά και το έργο του Ρήγα Βελεστινλή Το Σχολείον των ντελικάτων εραστών[4], που συνιστά ευθεία παράφραση του γαλλικού έργου Les Contemporaines του Rétif de la Bretonne). Πρόκειται για το περίφημο «ραβασάκι»-επιστολή που ανταλλάσσουν τα νεαρά ζευγάρια, το οποίο συναντάται και στο περιεχόμενο των διηγημάτων της εποχής.
Άλλοτε, μια επιστολή αναλαμβάνει τον ρόλο ψυχολογικής στήριξης από την πλευρά του αποστολέα προς τον φίλο παραλήπτη.
Κατά την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 (η οποία προηγήθηκε χρονικά της Ελληνικής), ο λόγιος αστός Αδαμάντιος Κοραής (εισηγητής της γλωσσικής διαλέκτου «Μέσης Οδού») περιγράφει ως αυτόπτης μάρτυρας από το Παρίσι, λεπτομερώς –διαμέσου των επιστολών– όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν εκεί· βασικοί του στόχοι είναι αφ’ ενός η διαφώτιση-πνευματική αφύπνιση του υπόδουλου-τουρκοκρατούμενου ελληνισμού και αφ’ ετέρου, η ενστάλαξη ενός επαναστατικού αέρα. Αυτά τα κείμενα του Κοραή μετατρέπονται σε ένα είδος ‘’gazette’’, ‘’journal’’, δηλαδή κοινωνικοπολιτικής εφημερίδας, αποκτώντας μία μέγιστη ιστορική αξία ως αυθεντικό μνημείο της Νεοελληνικής Φιλολογίας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις επιστολές που αποστέλλει από το Παρίσι ο Κωνσταντίνος Σταμάτης στον Παναγιώτη Κοδρικά, οι οποίες λειτουργούν ως μια πολιτική εφημερίδα που γνωστοποιεί στο κοινό την επικαιρότητα της Γαλλίας. Η συγκεκριμένη επιστολογραφία έχει τόσο μεγάλη ιστορική αξία ώστε ο Emile Legrand (ο οποίος –μαζί με τον Jules Lair– συλλέγουν όλες τις επιστολές που συνιστούν ιστορικά ντοκουμέντα) να τις αξιολογεί ως ανώτερες από αυτές του Αδαμάντιου Κοραή[5].
Η επιστολογραφία επιστρατεύεται από τους Έλληνες διανοούμενους της εποχής και για λόγους πολιτικής προπαγάνδας απέναντι στους ξένους –κυρίως σε Γάλλους πολίτες– ή και συντονισμού με τους Έλληνες της Διασποράς και με τη Δύση, με σκοπό την οργάνωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Ενισχυτική είναι η στάση του Voltaire και άλλων Γάλλων φιλοσόφων, οι οποίοι –ως εκπρόσωποι του πνεύματος «δικαίου»– αποκηρύσσουν την τουρκική τυραννία που καταλύει κάθε ανθρώπινο δικαίωμα του υπόδουλου ελληνισμού.
Σε ό, τι αφορά στη γλώσσα, στη δομή και στο στυλ που υιοθετούνται κατά τη σύνταξη μιας επιστολής, αυτά βρίσκονται σε πλήρη συνάρτηση με τον ρόλο-είδος της. Στις επιστολές που επιστρατεύονται από τις γλωσσικές ομάδες για τις αντιπαραθέσεις τους, βασικό θέμα προάσπισης και αντίκρουσης είναι ασφαλώς η προτεινόμενη γλωσσική επιλογή του συντάκτη της. Η δε δομή αυτών των κειμένων είναι κλασσική, σύμφωνα και με τις αντίστοιχες επιστολές των Γάλλων ομοϊδεατών. Η εισαγωγή μιας επιστολής εδραιώνεται σε μια κλητική προσφώνηση ως ένδειξη φιλίας, αδελφικότητας, σεβασμού. Ωστόσο, στην περίπτωση των γλωσσικών αντιπάλων, επιστρατεύεται και ένα καυστικό-ειρωνικό χιούμορ, προσφιλής συνήθεια του Γάλλου φιλοσόφου Voltaire στην προσπάθειά του να πλήξει τους ιδεολογικούς του αντιπάλους. Η επιστολή ολοκληρώνεται με τον ίδιο τρόπο (κυκλικό σχήμα), διαθέτοντας έναν λόγο γεμάτο αμεσότητα και ζωντάνια.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στα δυτικά πρότυπα επιστολών όπου ανάλογα με τον σκοπό που εξυπηρετεί η συγκεκριμένη επιστολή, υιοθετείται ένα στυλ φιλικό, άμεσο ή απολύτως επίσημο και στερεότυπο. Μάλιστα, για λόγους κύρους και απόδοσης μεγαλύτερης βαρύτητας από τον παραλήπτη στο περιεχόμενο της επιστολής, ο αποστολέας προσθέτει στο τέλος την υπογραφή του και λεπτομερή ημερομηνία σύνταξης του κειμένου. Ο σεβασμός του Voltaire απέναντι στο πρόσωπο του ομότεχνου φιλοσόφου J.-J. Rousseau, αλλά και η εμφανής διαφωνία του σε ό, τι αφορά σε θέματα «πολιτισμού» και προσκόλλησης του τελευταίου στη διαβίωση του ατόμου στη φύση (ως καταλληλότερου μοντέλου ζωής) εκφράζονται επιδέξια από αυτόν με εκφράσεις αποδοχής και ευπρέπειας, οι οποίες ωστόσο εμποτίζονται με ένα ιδιαίτερο κριτικό-καυστικό πνεύμα του δαιμόνιου προασπιστή του πολιτισμού: ‘’Lettre [de Voltaire] à Rousseau, 30 août 1755: J’ ai reçu, monsieur, votre nouveau livre contre le genre humain, je vous en remercie”[6] [«Δέχθηκα, κύριε, το νέο σας βιβλίο εναντίον του ανθρώπινου είδους, σας ευχαριστώ γι’ αυτό»].
Πολλές φορές, το περιεχόμενο (κοινωνικοπολιτικό και γλωσσικό) των επιστολών γίνεται αντικείμενο μιας καυστικής κριτικής, μιας ανέντιμης λογοκρισίας και μιας σφοδρής δίωξης από το συντηρητικό καθεστώς πολιτικών αλλά και του ανώτατου Κλήρου των Ελλήνων (κατά την συντηρητική του περίοδο). Για τον λόγο αυτό, υιοθετείται η τακτική της «ανωνυμίας» ή «ψευδωνυμίας» των επιστολογράφων.
Στις επιστολές που εμπεριέχονται σε ένα διήγημα, η ανωνυμία ή ψευδωνυμία χρησιμοποιείται για λόγους αποφυγής επίθεσης από τη συντηρητική κοινωνία, η οποία δεν επιτρέπει έναν «διαταξικό γάμο» μεταξύ των ερωτευμένων νέων.
Η επίδραση του γαλλικού πνεύματος στον τομέα της Επιστολογραφίας των Ελλήνων λογίων, εκτός από τα συντακτικά και γραμματολογικά της στοιχεία, διαφαίνεται και στη λειτουργία δράσεων και αντιδράσεων (σύνταξη-αποστολή-αρνητική κριτική/επίθεση από το αντίπαλο στρατόπεδο) που προκαλεί η αποστολή μιας επιστολής, καθώς και στις επιπτώσεις αυτών (ψευδωνυμία ή ανωνυμία). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της σφοδρής διαμάχης του Voltaire με τον Rousseau, της περίφημης ‘’querelle de philosophes’’ [«διαμάχη των φιλοσόφων»], σχετικά με ζητήματα «Πολιτισμού», «Θείας Πρόνοιας» και «Θεάτρου»· φιλονικία η οποία υλοποιήθηκε με μια σειρά επιστολών, ενώ απέκτησε έναν ιδιαίτερα δυναμικό χαρακτήρα με τη δημοσιοποίηση πολλών από αυτές (κάτι που συμβαίνει επίσης και στον χώρο των Ελλήνων διανοούμενων της εποχής).
Βαλεντίνη Χρ. Καμπατζά
[1] Σχετικά με τα «Ορλωφικά», βλ. Στέφανου Παπαδόπουλου («Η Ελληνική Επανάσταση του 1770 και ο αντίκτυπός της στις ελληνικές χώρες»), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1975, σ.σ. 61-64. Πρβλ. και Κ. Θ. Δημαρά, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Νεοελληνικά Μελετήματα, Εκδοτική «Ερμής» ΕΠΕ, έκδοση ε΄, Αθήνα 1989, σ. 70.
[2] Βλ. σχετικά και Blaise Pascal, Pensées et Opuscules, éd. Hachette, Paris 1969.
[3] Βλ. Voltaire, Lettres Philosophiques, éd. Larousse, Nouveaux Classiques, Paris, p.p. 18-19.
[4] Βλ. Παναγιώτη Σ. Πίστα (επιμέλεια), Ρήγας. Το Σχολείον των ντελικάτων εραστών, Εκδοτική «Ερμής», Αθήνα 1971, έκδοση β΄, Βιλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1994, σ. 1.
[5] Βλ. Jules Lair et Emile Legrand, Documents inédits sur l’histoire de la Révolution Française. Correspondances de Paris, Vienne, Berlin, Varsovie, Constantinople, éd. ‘’Larousse Maisonneuve’’, Paris 1872, p. 24.
[6] Βλ. Lagarde et Michard, XVIIIe siècle. Les grands auteurs français du programme, collection littéraire, éd. Bordas. Paris 1970, p. 158.