Ηλίας Φραγκάκης, Μαρίκες * Κριτική

In Κριτική, Λογοτεχνία by mandragoras

 

 

Μετά το πολύ πετυχημένο του ποιητικό ντεμπούτο με το Γράμματα σε μια γυναίκα από τις εκδόσεις «Θράκα», ο Ηλίας Φραγκάκης κάνει την εμφάνισή του και στην πεζογραφία, με το μυθιστόρημα Μαρίκες. Αν κι ο ήρωας του αναφέρει πως «είναι νεαρός στην τέχνη, αλλ’ όχι στη ζωή», υποθέτω πως πάντα τον απασχολούσε το γράψιμο είτε άμεσα, σαν δημιουργός, είτε με την ιδιότητά του σκηνοθέτη, απλώς είχε την υπομονή και την στωικότητα, να παρουσιάσει τα γραπτά του, μόνο όταν ο ίδιος έκρινε πως είναι πια άρτια, έτοιμα να κατακτήσουν το αναγνωστικό κοινό και να αντιμετωπίσουν με αξιοπρέπεια τους κριτικούς.

Θέμα του βιβλίου είναι το μεγάλο ταξίδι που κάνει ο καθένας από μας μέχρι να βρει την προσωπική του Ιθάκη και να φτάσει στην Πατρίδα των ονείρων του. Αν και ήρωες του είναι φυγάδες από τον πόλεμο, μετανάστες, πολιτικοί πρόσφυγες, αστυνομικοί και νεοναζί, η πλοκή δεν περιορίζεται στο να διηγηθεί άλλη μια θλιβερή, προσφυγική ιστορία. Ο Φραγκάκης ξεπερνάει το στιγμιαίο, το εφήμερο κι εστιάζει στα πραγματικά μεγάλα μεγέθη, σε αυτά που αντέχουν κι αφήνουν το στίγμα τους στον Χρόνο. Δεν είναι τυχαίοι οι παραλληλισμοί με την Οδύσσεια, αποσπάσματα από την οποία, σε δική του απόδοση, είναι το μότο σε κάποια από τα κεφάλαια του βιβλίου. Κανείς από τους ήρωες δεν γίνεται ευπρόσδεκτος στη δική του Ιθάκη, μέχρι κι ο πολυμήχανος Οδυσσέας αντιμετωπίστηκε εχθρικά, από τους μνηστήρες, πόσο μάλλον οι πολιτικοί πρόσφυγες του Ελληνικού εμφυλίου, όταν επιστρέψανε από την υπερορία. Τα ασυνόδευτα παιδιά του πολέμου, αν η τελική τους πατρίδα δεν είναι η κρύα αγκαλιά της θάλασσας, θα χρειαστεί να δώσουν τις δικές μάχες τους για να επιβιώσουν μέσα στην ξενοφοβία, τον ρατσισμό, τη σωματική εκμετάλλευση και την κρατική δυσλειτουργία. Ο Φραγκάκης έχει εργαστεί τρία χρόνια σε δομές προσφύγων και γνωρίζει τα πράγματα από πρώτο χέρι και σε βάθος. Από εκεί οι άκρως ρεαλιστικές, όσο κι επώδυνες λεπτομέρειες για πρόσωπα και καταστάσεις που παραθέτει.

Πρόκειται για μια καλογραμμένη ιστορία, με γρήγορο κινηματογραφικό ρυθμό. Άλλωστε ως σκηνοθέτης, για κάποια χρόνια διετέλεσε διευθυντής του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρόδου και του Δημοτικού θεάτρου Κερατσινίου, γνωρίζει πολύ καλά την τέχνη να καθηλώνει τον θεατή, στην προκειμένη περίπτωση τον αναγνώστη, έτσι ώστε να παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα. Παρατείνει με μαεστρία την αγωνία του, είτε καθυστερώντας σκόπιμα την εξέλιξη της δράσης, είτε αναβάλλοντας με τρόπο την αποκάλυψη κάποιου σπουδαίου μυστικού. Άλλη μια τεχνική που χρησιμοποιεί είναι οι ήρωες που επιβάλλεται να συναντηθούν, να βρίσκονται στον ίδιο χώρο και να προσπερνάν άθελά τους ο ένας τον άλλον, χωρίς να μπορέσουν να ανταμώσουν.

Η αφήγηση τρέχει στο τρίτο πρόσωπο κι ο «αφηγητής» παρεμβαίνει για να σχολιάσει, εκεί που κρίνει σκόπιμο. Το κείμενο είναι εμπλουτισμένο με κομψά και πολύτιμα αποσπάσματα από μεγάλους συγγραφείς, που είναι οργανικά συνδεδεμένα με την όλη ιστορία και είναι αποφθέγματα της παγκόσμιας σοφίας. Τα παραθέτει όμως με χιούμορ, είτε με λεπτή ειρωνεία κι έτσι δεν ακούγονται βαρύγδουπα, δεν είναι τόσο φορτισμένα και γίνονται αποδεκτά με χαμόγελο, μέσα στην όλη ζοφερή κατάσταση που επικρατεί στην πλοκή.

Αν και κάποιες σκηνές είναι ιδιαίτερα σκληρές κι άλλες αιφνιδιαστικά τρυφερές, σίγουρα δεν υπάρχει μελόδραμα. Ο σκοπός του συγγραφέα δεν είναι να περιγράψει, μα να πλάσει ο ίδιος την ιστορία. «Όχι εξιστόρηση. Μυθοπλασία!» λέει ο αφηγητής του, που δεν είναι άλλος από τον γάτο «Τιτάκο», που βγαίνει από τον Τίτο, μιμούμενος μάλλον ανάλογα παιχνίδια του Ρωμαίου ιστοριογράφου Τίτου Λίβιου, που φυσικά ο συγγραφέας τον αναφέρει στη σελίδα 49 του βιβλίου. Βασικά, του Φραγκάκη του αρέσει να προβοκάρει τον αναγνώστη με μικρά κουίζ γνώσεων, να τον προκαλεί να μιλήσουν στην ίδια γλώσσα κι επίπεδο. Δεν προσφέρει μασημένη τροφή, ο συνοδοιπόρος αναγνώστης πρέπει μόνος του να βρει τα κρυφά σημάδια και συμβολισμούς που θα τον οδηγήσουν παραπέρα.

Ένα από τα τεχνάσματα του Φραγκάκη είναι πως κάθε κεφάλαιο έχει διαφορετικό βασικό ήρωα, η προσωπική ιστορία του οποίου και η άμεση συμμετοχή του στα δρώμενα, γίνονται τμήμα της όλης πλοκής. Αυτό επιτρέπει στον συγγραφέα να κάνει κοντινά πλάνα, να αναπτύξει τους χαρακτήρες λεπτομερώς, με τις ιδιαιτερότητές τους στην ομιλία, στις κινήσεις και στις συνήθειες τους. Να εστιάσει στον ανθρώπινο πυρήνα του ψυχισμού τους. Δεν υπάρχει άσπρο ή μαύρο, υπάρχουν οι περισσότερο, ή οι λιγότερο κακοί και απέναντί τους οι χωρίς αιτία, μα και χωρίς ελπίδα βασανισμένοι –οι πρόσφυγες, που όλοι τους έχουμε δει να περπατάνε σε μικρές ομάδες στην Εγνατία, πάντα ντυμένοι με μαύρα, αξύριστοι και σκυθρωποί. Κυνηγημένοι… Συνήθως νέα παιδιά, που με το κουράγιο που αντλούν από την απελπισία προχωράνε όλο δυτικά. Σαν αυτούς είναι και η νεαρή ιερόδουλη η Ντορίνα, –Αλβανίδα που τολμά να ονειρευτεί όχι πως θα γίνει πόρνη πολυτελείας, μα πως θα μπορέσει κάποια στιγμή μαζί με τον αγαπημένο της Τζαμάλ, να δημιουργήσουν οικογένεια και να αποκτήσουν παιδάκια. Αυτή είναι η προσωπική της Ιθάκη. Θα τιμωρηθεί πάρα πολύ σκληρά από τους προαγωγούς της –Έλληνα κι Αλβανό– (που συνεργάζονται, άψογα παρά τη διαφορετική εθνική τους ταυτότητα). Μαζί τους κι ένας «καμαράντ!!!», ιδιαίτερα σκληρός ομοϊδεάτης τους από την Ουκρανία. Το ωραίο είναι πως ο Έλληνας ναζί και νταβατζής έχει αλλάξει το όνομά του σε Νέσσος –όπως ο κένταυρος– με το αίμα του οποίου πότισε η Δηιάνειρα, τον χιτώνα που σκότωσε τον μεγαλύτερο από τους ήρωες της Ελλάδας, τον Ηρακλή… Πρόκειται για συμβολισμούς που σκοτώνουν… κυριολεκτικά!

Από ελληνικής πλευράς, στο μυθιστόρημα, πέρα από τους αστυνομικούς και τους νεοναζί, έχουμε και ανθρώπους που συμπονάνε και δείχνουν την αγάπη τους στους κατατρεγμένους. Δεν είναι τυχαίο, πως έχουν κι αυτοί προσφυγική καταγωγή –από τη Μικρασιάτικη καταστροφή, τον Εμφύλιο, μα κι επαναπατρισθέντες και παλιννοστούντες από όλες τις γωνιές της γης, για τους οποίους η επιστροφή στην πατρίδα είναι καινούργια προσφυγιά! Με ωραία αλληγορία, ένα κεφάλαιο έχει τίτλο «Πατρίδα», ο ένας από τους ήρωες, που έχει δεχτεί μαχαιριά στην κοιλιά, περιφέρεται με το τραύμα του να αιμορραγεί, μα η πραγματική πληγή του είναι η πατρίδα, μια πατρίδα στην οποία δεν είναι ευπρόσδεκτος και τον αντιμετωπίζει ψυχρά, σαν ξένο. Παλιοί αντίπαλοι του Εμφυλίου, δυο γέροι θα βρεθούν να συνυπάρχουν σε κάμπινγκ με τροχόσπιτα για «λευκά σκουπίδια» –μια φράση περισσότερο αμερικάνικη κι ασυνήθιστη για την ελληνική πραγματικότητα, που έχει όμως αρκετή σαφήνεια, ώστε να γίνει αναντικατάστατη. Εδώ συνήθως τους ονομάζουμε κοινωνικά απόβλητα, ή απόκληρους και ο ορισμός «λευκά» είναι για να καταλάβουμε πως είναι έλληνες, ημεδαποί κι όχι μετανάστες. Οι δυο γέροι, σαν Σαιξπηρικοί γελωτοποιοί, καβγαδίζουν μεταξύ τους αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον σε γκροτέσκο καταστάσεις, μα κατά βάθος συνδέονται με τους πιο ισχυρούς δεσμούς αυτούς του αίματος που δεν χύθηκε, της ανθρωπιάς και της ίδιας τραγικής μοίρας. Λίγο πριν το φινάλε, ο ένας από τους δύο, δηλωμένος δεξιός κι αντικομουνιστής, αποκαλύπτει στον αριστερό συγκάτοικό του στο κάμπινγκ το μεγάλο του μυστικό. Πως στα χρόνια του Εμφυλίου «δεν λέρωσε τα χέρια του με αδερφικό αίμα» κι έσωσε έναν αντάρτη του ΔΣΕ.

Το μυθιστόρημα του Φραγκάκη είναι μια συναρπαστική ιστορία, που διαβάζεται απνευστί και σίγουρα θα σας συγκινήσει και προβληματίσει. Προσωπικά για μένα είναι από τα καλύτερα ελληνικά κείμενα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια.

Χρήστος Χαρτοματσίδης

(Ηλίας Φραγκάκης, Μαρίκες, μυθιστόρημα, εκδ. Εστία, Σεπτέμβριος 2021, σελ. 176)