Φυσά ο βοριάς και πάγωσαν/ προ των πυλών οι αναμνήσεις/ αστείρευτα έτη φωτός περάσανε/ κι απόμεινε, μέσα στη νύχτα/ να μας κοιτά/ με κείνο το ρωγμώδες βλέμμα του/ ο τραυματίας σκύλος.
(Κώστας Δ. Υφαντής, Πλαγκτόν, απολογισμός).
Το βιβλίο τού ρεαλιστικού διηγήματος του Αγγέλου Γέροντα Εννέα. Τρυφερή Αθήνα αποτελείται από εννέα καταγραφές της καθημερινότητας. Ματιές, κινήσεις, τα γεγονότα της πόλης. Το «σύνολο του Εννέα…» που συγκροτεί τη ματιά, κοινωνική, ιστορική, αντιστασιακή, πολιτική, την ψυχολογία τού ανθρώπου – τις πολλαπλές ιδιότητες. Πορτρέτα καθημερινών ανθρώπων, αυτοβιογραφίες και «εικονοστάσια» ατέλειωτα, σε μια περιδιάβαση. Συνήθειες και ήθη, μιας άλλης εποχής. Έχει φύγει ανεπιστρεπτί; Αυτοβιογραφικές διαδρομές, παρέες, μπαρ, ήχοι, σκέψεις, γεγονότα, παραστάσεις, βιώματα: «Σημαντικά πράγματα όλα αυτά, μέσα στον πόλεμο [ ] η δύναμη του θεάτρου», η παραμυθία, ο έρωτας είναι το πιο ρομαντικό, το μεγαλύτερο ειδύλλιο της ζωής, το πιο ντελικάτο τραγούδι… Υποχρεώνει κάποιους να ανεβοκατεβαίνουν τις σκοτεινές σκάλες των πολυκατοικιών. Τα «κόκκινα φανάρια» ελευθερώνουν τις αγωνίες, τα πάθη. Η ψυχανάλυση του καθενός, η συμπεριφορά της επιθυμίας – η πράξη της εκπλήρωσης με τον χτύπο της καρδιάς – η αδρεναλίνη τού αγνώστου/ απρόσμενου. Μετράει τι χάνει, τι κερδίζει η ζωή. Βλέπει, αισθάνεται, κατανοεί. Η πληρότητα. Ο χρόνος, η ορμή, σαν μια κατάσταση «διαταραχής»… είναι το κρασί που μας μεθάει τις καρδιές, με νέους έρωτες… Το ποθούμενο ερέθισμα, όποτε η συμπεριφορά τής επιθυμίας συνεχίζεται και τερματίζεται. Καλά κρατεί η ανησυχία ή η ηρεμία. Η αναγκαιότητα, το ορμέμφυτο ένστικτο, η πρόθεση «καθ’ οδόν…» έρχεται ακόμη και με αναστολές… «Είμαι μαζί σου κύμα παλιρροϊκό…». Παλαιές ανθρωπογεωγραφίες εκτυλίσσονται, με θεατρικότητα, με μουσικότητα.
Ο Άγγελος Γέροντας, περιγράφει αθροιστικά γεγονότα, όπως ο «ορκωτός λογιστής» με ακρίβεια αποφαίνεται… σαν ένα μεγάλο ποτάμι, στο οποίο συγκλίνουν παλιοί νέοι «παλιοπόταμοι». Στις όχθες χορεύουν, οι άνθρωποι. Οι αντιθέσεις οι αμφισυνδετικές ενέργειες – καθρεφτίζονται στην Αθήνα. Οι σταθμοί της δομούνται, αρκούντως. Οι ακτινογραφίες και τα «νεύρα» της. Αναμνήσεις, εντυπώσεις, λεπτομέρειες, διατρέχουν τη γραφή του. Ανταποκρίνονται στους δρόμους μας – όταν υπάρχει η απουσία λόγου. Η μελαγχολία, η μοναξιά – παίζει ζάρια, με το παιχνίδι της επίγνωσης. Η υψηλότερη φόρτιση η εικόνα. Επικαλούνται σύμβολα, συνηχήσεις, και επιμύθια ξεχασμένα. Οι εμπειρίες τού συγγραφέα, μέσα σ’ ένα «ακατέργαστο» πλαίσιο μάς προσγειώνει. Μυρίζει «μέσα στη νύχτα καπνίζοντας με απόλαυση ένα άφιλτρο άρωμα». Όπως έκανε ο Μπαλζάκ, όταν έπινε έναν καφέ πικρό για να βρει, ό,τι οι άλλοι δεν έβλεπαν…
Οι «νευρωτικοί» της πόλης, προσπαθούν, να κλάψουν από οδύνες ή χαρές. Οι εμπειρίες των δρώντων, προξενούν δάκρυα από χαρά – μιας καθημερινής ιστορίας: «Πώς αλλιώς, παρά μέσα από ρωγμές – από ραγισμένες καρδιές;». Εισέρχονται σκέψεις μέσα από τις χαραμάδες των σπιτιών, όπως οι κλέφτες στο σκοτάδι. Άλλοτε αθώα πειράγματα. Πρόσωπα ιδιαίτερα κοσμούν τις ιστορίες των Αθηνών. Μ’ ένα αυτοβιογραφικό «σκάουντινγκ», αναλύει στα βαθιά, βρίσκει με μαγευτικό τρόπο, δημιουργώντας, έναν κοινό παρανομαστή – τις συγκινήσεις. Οι δομές της εισόδου, σχεδόν πάντοτε, εμπεριέχουν εξόδους στην Αθήνα. Άλλως, υπάρχει η χαρμολύπη της. Στα αδιέξοδα ο συγγραφέας διορθώνει τις κινήσεις των προσώπων, λες και είναι σκηνοθέτης, με εξοδικές τις ενημερωμένες αντιδράσεις των «ηθοποιών».
Το ρεπερτόριο κάποτε ελεγειακό, δίχως να «θρηνολογεί», απ’ τη μαγεία της παρουσίας ή της απουσίας ποιητών, συγγραφέων. Δίνει στο «τίποτε» έναν δρόμο, μια κατοικία, μια διεύθυνση – ένα όνομα – μια αριστοτελική εντελέχεια. Η αναφορά σε ονόματα, σε συνειρμούς, πηγάζουν – ενισχύουν το λόγο του, οδηγώντας τον, από ένα στο άλλο. Σαν ταινία κινηματογράφου, χρησιμοποιεί τη φράση consience. Για να εκφράσει τόσο την επίγνωση – όσο και τη συνείδηση! Μια ηθογραφία, οι σκέψεις – μόχθοι, έννοιες, τα αγάλματα – ορίζουν τον χαρακτήρα της Αθήνας! Όταν σπάζονται οι κεφαλές των «Ερμών…».
Η ελευθερία του… ανιχνεύει την όραση, την άρθρωση – ωραιότητά της. Συγκροτείται όχι βραχυπρόθεσμα η νοσταλγία, αλλά, παίρνει στέρεα αναφορά σε όλες τις εκφάνσεις της, μέσα στο διαρκές παραγόμενο – δημιουργεί ένα ιδιαίτερο ύφος. Η συμπιεσμένη – λιτή αναφορά τού συγγραφέα – σαν κώδικας της «οδικής κυκλοφορίας» διανύει παρέα ακόμα και με τα «υποκατάστατα». Ο νευρολόγος και χημικός Ερλεμάγιερ (1825-1905) έλεγε στη «θεωρία της δομής…» ότι μαζί με τα ονόματα η λειτουργία της πόλης – ομοιάζει με αρτηρίες τού σώματος. Και μαζί με τας οδούς/ τα ονόματα, ότι είναι μάρτυρες, όχι μαρτύρια. «Με ονόματα μπορεί να ζούμε παντού, να πηγαίνουμε παντού, και, να μην αισθανόμαστε μόνοι» έλεγε ο αείμνηστος ποιητής, φίλος μου Μιχάλης Κατσαρός. (Η Αποκάλυψη γεννάει ονόματα, εκδόσεις «ΙΔΜΩΝ»). Σίγουρα «το υπέρ-εγώ» τού ονόματος είναι μέρος της ταυτότητας του καθενός. Ενώνονται το κρασί και τα ιδανικά μπαρ.
Το κάνει η τέχνη όταν δε στηρίζεται στη «βία» και όταν δεν εξασκείται σε προνόμια. Γιατί, άλλως, το έργο «φυλακίζεται». Οι αναγνώστες μπορούν να εκτιμήσουν… κατά περίπτωση. Ο συγγραφέας έχει μια παραμυθία ξεχωριστή, και, από μια ραγισμένη καρδιά της πόλης – αναδεικνύεται ένα ξεχωριστό φως – αφού μετακινεί την προσοχή μας απ’ το άτομο στο σύνολο. Από μια ασήμαντη εικόνα – ξαναγυρίζει το μάτι, στην αφετηρία του ανθρώπου. «Με τη ζωή τους να έχει τη φρεσκάδα τού μέλλοντος». «Η ζωή πατριάρχισσα» όπως έλεγε ο ποιητής Κωστής Παλαμάς – στον «Δωδεκάλογο του γύφτου». Η πόλη, χαρακτηρίζει τους ανθρώπους – γίνεται επιθετική – κάποτε σιωπηρή – άλλοτε ακούς κραυγές, παραμιλητά. Κωδικοποιείται ο σκληρός πυρήνας της, από τις φωτογραφίες της – όπου καταδείχνουν τις στιγμιαίες αλήθειες της. Τα πορτρέτα και τα αγάλματα μπορούν να υπονοούν, τις αλήθειες μιας ολόκληρης ζωής. Ο Μπεργκσόν γράφει ότι οι κινήσεις (παντός είδους) στην πόλη: «είναι το μηχανικό κρουστό του ζωντανού».
Ο συγγραφέας Άγγελος Γέροντας ακτινογραφεί επιτυχώς σ’ όλα τα αφηγήματά του, τους χαρακτήρες. Μπορεί να κάνει την ακτινογραφία ενός προσώπου. Σαν καλός γραφιάς, νευρολόγος αποκαλύπτει τις λεπτές και σύνθετες δομές – τη δράση των ανθρώπων. Το σύνολο των χαρακτήρων συγκροτούν την ιστορία της Αθήνας. Όλα τα παράδοξα, οι δυστυχίες – στηρίζονται από αντιθέσεις/ συγκρούσεις – άλλοτε εμφανείς – άλλοτε από υπόγεια ρεύματα. Φωτίζονται τα πρόσωπα – οι «δρώντες» απόντες – αποτελούν την υψηλότερη ιστορική μορφή της μάθησης. Το πεζοδρόμιο. Είναι η ανεργία, η λαθρομετανάστευση, προσφυγιά, οι αποκλειόμενες ζώνες της φτώχειας – η χρεωκοπία – τα ΜΜΕ και η συμβιωτική τους σχέση, με τη διαπλοκή των ισχυρών. Περπατάει καλά ο συγγραφέας Άγγελος Γέροντας – στα βήματα της προμηθεϊκής σύγκρουσης για αυτονομία. Αποφαίνεται, μεταξύ έρωτα και καθήκοντος – σκοπών και μέσων – μεταξύ πίστης – και ορθολογισμού – σε οδηγεί σε πρωτοτυπία και έμφαση γεγονότων. Αφού η ομορφιά της Αθήνας, φωτίζει την αποκάλυψη της αλήθειας. Την εικόνα της – με τις κρυμμένες αναλογίες. Σκαλίζει, όχι το μπετόν, αλλά, ό,τι από το χώμα έχει απομείνει. Τη μνήμη. Η άλως της Αθήνας, γίνεται ημεροδείκτης. Σ’ αυτές τις μικρές συναντήσεις – όπου προσεγγίζεις πολύ τον άλλον. Η διαβίωσή μας και οι σχέσεις μας, ελευθερώνονται, γίνονται εξαιρετικά γόνιμες και πλούσιες. Η έντονη συντροφικότητα με καλούς φίλους, γίνεται ο καταλύτης κόντρα στην απροσωπία της Αθήνας. Με οικουμενικότητα ή χωρίς, απ’ τα χωριά, αστοί ή μεσοαστοί, προλετάριοι, μέτοικοι, λούμπεν, μεταπράτες της Αθήνας, συναθροίζονται και συμμετέχουν στην ακροαματικότητα της ποίησης, ταυτόχρονα, με τις παρεμβολές της ανάγνωσης οριζόντιας ιδιοκτησίας! Δίχως σκέψη, αλλά, με αναφορές σε πρόσωπα της Αθήνας. Ξεθωριάζουν; Οι πλατείες! Η πλατεία Ομονοίας!
Ούτως ή άλλως, την πραγματική ιστορία όπως έλεγε ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης, τη φτιάχνουν οι άνθρωποι… όχι της αντιπαροχής, αλλά, της διαρκούς δημιουργικής δράσης. (Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας).
Παίρνουν σχήματα τα πρόσωπα της πόλης. Όσοι «προσεύχονται» απ’ τα αδιέξοδα της ζωής. Παρηγορούνται, όπως έλεγε στο θεατρικό έργο «Χιούι» ο Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας Ευγένιος ο’ Νηλ (1888-1953) βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας (1936), απ’ τους διαλόγους με αγνώστους, όπως με τους ενοίκους ενός ξενοδοχείου, ο receptionist. Με τα μάτια τους, βλέπουν τη λειτουργία της πόλης. Τα νοσοκομειακά όταν βλέπουν ουρλιάζουν – την πυροσβεστική. Αγκαλιάζονται τα πρεζόνια, οι κλοσάρ, άστεγοι. Αναζητούν λίγη θέρμη, στοργή και ανθρωπιά. Αθήνα τρυφερή. Τέλος πάντων, «Ζεις εσύ μας οδηγείς…».
Παναγιώτης Καραβασίλης