«Ναι συμφωνώ με το «Ζήτω η Ιταλία» αλλά δεν είμαι πια 30 ετών και έχω ζήσει τη ζωή μου, όμως σαν ένας Ιταλός που έχει γυρίσει τον κόσμο, ντρέπομαι για όσα συμβαίνουν στη χώρα μου. Για αυτό συναινώ στο μπιζάρισμα του Va pensiero. Δεν είναι μόνο για την πατριωτική χαρά που αισθάνομαι, αλλά γιατί απόψε, και ενώ διεύθυνα τη χορωδία που τραγουδούσε «Ω πατρίδα μου, όμορφη και χαμένη» σκέφτηκα ότι αν συνεχίσουμε έτσι, θα σκοτώσουμε τον πολιτισμό πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η ιστορία της Ιταλίας. Και σε αυτή την περίπτωση, εμείς, η πατρίδα μας, θα είναι πραγματικά «όμορφη και χαμένη».
Τα λόγια του διευθυντή της ορχήστρας Riccardo Muti στην πανηγυρική του Nabucco στην όπερα της Ρώμης, τον περασμένο Μάρτη, θα μπορούσαν να ηχήσουν παράταιρα σε μια δική μας επέτειο, εκεί όπου ο κοινότυπος δεκάρικος του προέδρου δημοκρατίας, διαγκωνίζεται με το θεατρινίστικο ιντερμέδιο του αγκυλωμένου πρωθυπουργού, το ασαφές γρύλισμα του ξεχειλωμένου αντιπρόεδρου, την αφ’ υψηλού συγκαταβατική λογοδιάρροια του των Οικονομικών παντογνώστη και θεμελιωτή της συνταγματικής τροποποίησης περί της ευθύνης τους (των ανευθύνων). Το ότι οι εγκληματίες δολοφόνοι υπόσχονται ανάσταση θυμάτων και απόδοση «δικαίου», κατακρεουργώντας εντωμεταξύ τα θύματά τους –ανεξαρτήτως ηλικίας– είναι ένα κακόγουστο «encore» που δε βαρύνει τους θεατρίνους της τραγωδίας, αλλά το φιλήσυχο και παθητικό κοινό τους.
Όπως οι ομοιοπαθείς Ιταλοί έτσι κι οι αφάσιοι Έλληνες θα τραγουδάμε με τη χορωδία των σκλάβων και θα μπιζάρουμε στο Va, pensiero των Εβραίων κατάδικων, νοσταλγών της πατρίδα τους/πατρίδας μας: «Oh mia patria, così bella e perduta!». (Ω πατρίδα μου, τόσο όμορφη και χαμένη). Από κριτικούς της όπερας, επικρίθηκε, τότε, η σκιαγράφηση του Ναμπούκο, από τον Θεμιστοκλή Σολέρα, ως ηγεμόνα οργής, αιματοχυσίας και φόνων. (Όπως μας επιτιμούν σήμερα νηφάλιοι πανεπιστημιακοί, ποιήτριες, αρθρογράφοι του Συγκροτήματος Ψυχάρη, για την ασέβειά μας στα πρωθυπουργικά πεπραγμένα)
Στο λιμπρέτο του Σολέρα βασίστηκε η όπερα του Βέρντι «Ναβουχοδονόσορ», γνωστότερη ως «Ναμπούκο», που συμβόλιζε στην εποχή της (1842) την υποταγή και καταπίεση του ιταλικού λαού από τον οίκο των Αψβούργων: Αρχικά το εσωτερικό του Ναού του Σολομώντος στα Ιεροσόλυμα του 587 π.Χ., όπου οι ηττημένοι Εβραίοι περιμένουν τη θριαμβευτική είσοδο του νικητή βασιλιά Ναβουχοδονόσορα Β’. Τα Ανάκτορα της Βαβυλώνας, στη δεύτερη πράξη, με τον Ναμπούκο να περιφρονεί ανθρώπους, ιερά και όσια, ν’ ανακηρύσσει εαυτόν Θεό, και να διατάζει τη θανάτωση όλων των Ελλήνων –συγνώμη παρασύρθηκα απ’ την επικαιρότητα, των Εβραίων ήθελα να πω. Κορύφωση του δράματος στη β’ σκηνή της τρίτης πράξης με τους Εβραίους να οδύρονται τραγουδώντας στις όχθες του ποταμού Ευφράτη, ή στην πλατεία Συντάγματος –μικρή σημασία έχει ο τόπος– το Va, pensiero που θα μπορούσαμε σε ελεύθερη απόδοση να το τραγουδήσουμε και ’μεις ως «Ας πιστέψουμε επιτέλους».
Εκείνοι στο θεός τους, όπως τους έταζε ο αρχιερέας Ζαχαρίας, εμείς στο λαό, τα κόμματα και τα συνδικάτα, όπως μας τάζει κι ο Στρατούλης που μετά την κάμψη και την αμηχανία των πρώτων χρόνων, διαβλέπει ανάκαμψη. Επιτέλους προφητικός κι ελπιδοφόρος ο Στρατούλης για το συνδικαλιστικό κίνημα και την ηγεσία του. Κρίμα όμως που τόσα χρόνια, ο ίδιος δεν ασχολήθηκε ενεργά. Σίγουρα θα έδινε άλλη δυναμική/διάσταση στην εξέλιξη του συνδικαλισμού στη χώρα μας.
Μια εξέγερση στην όπερα, ένας ξεσηκωμός στους δρόμους, ένα κείμενο στο διαδίκτυο είναι ζητούμενα στα δίσεκτα χρόνια. Πολλά ξενίζουν, λίγα αποκρύπτονται, αρκετά ανεχόμαστε γιατί, τελικά, αντί για κώδικες επικοινωνίας, υπάρχουν συνταγές. Όχι να μας εμπνεύσουν, αλλά να μας στρουθοκαμηλίσουν. Γιατί φαίνεται πως αν δεν μπορείς ν’ απαλλαγείς απ’ τις εμμονές και τις αυταπάτες σου, είναι καλύτερα να τις κρύψεις κάτω από το χαλί. Και γιατί συνηθίσαμε στις εύκολες αναγνώσεις: «πάνω/ κάτω», «μέσα/ έξω», «άσπρο/ μαύρο», «δικός μας/ ξένος». (Ίσως τώρα, που μας ’κοψαν τα βιβλία, μάθουμε να διαβάζουμε κάτω και μέσα απ’ τα γράμματα). Γιατί, ακόμα κι η εφημερίδα, θέλει χρόνο και σκέψη. Εκτός αν την παίρνουμε για τα dvd.
Αλλά κι η απομυθοποίηση δεν είναι μια μορφή τέχνης; Διαφορετικά κινδυνεύουμε –προ πολλού χρεωκοπημένοι– να συνεχίσουμε ως χαριτωμένοι Μαμαλάκηδες, λιχούδες Μάγιες Τσόκλη, κυνικές επιχειρηματίες αλά Διαμαντοπούλου (ας της πει κάποιος πως ξέρουμε για το «ΕΡΓΟΝ» της), ή συναισθηματικά ευάλωτα στελέχη, σαν την άλλοτε δική μας Αθηνά Δρέττα –βαριά κληρονομιά του Κύρκου ή του Κουβέλη;– που πλασάρεται ως γυναίκα-λάστιχο απ’ την εποχή του Σημίτη, έως αυτήν του Γιωργάκη. «Με κλάματα στα μάτια» –όχι για τις εκλογικές της αποτυχίες, αφού βολεύτηκε στη γενική γραμματεία Κοινωνικών(!) Ασφαλίσεων(!)–, αλλά για τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα. Μέχρι το 72ο μέτρο οπότε ηρέμησε αφού ενέκριναν οι τροϊκαίοι και την περικοπή των Επικουρικών. Με ήσυχη συνείδηση η κ. Δρέττα –που χάθηκε για την ανανέωση, αλλά κερδήθηκε για το αναασφαλιστικό μας σύστημα (σαν τον Κουτρουμάνη), σχεδιάζει τα επόμενα βήματά της. Πρωτίστως για το καλό του έθνους.
Δεν περιμένετε εμένα για να μάθετε τα τραγικά: του τόπου, της αριστεράς, των συνδικάτων… Τα ζούμε και πονάμε σαν τους κάποτε ξεκληρισμένους Εβραίους. Οπότε μας μένουν τα επουσιώδη, μήπως και ανασάνουμε.
Δεν ξέρω αν η απομυθοποίηση της Γαύδου, στην οποία επιδίδομαι συστηματικά τον τελευταίο καιρό αφού δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω τίποτε πιο ουσιαστικό και επικίνδυνο, πονάει κάποιους. Αλλά δε φτάνουν οι μύθοι; Δε χορτάσαμε παραμύθια; Δε είναι η ώρα να ξεσηκωθούμε επιτέλους για τα ουσιώδη και τα κρίσιμα; Διαφορετικά θα αναγκαστεί να σώσει τη χώρα ο Βενιζέλος.
Κώστας Κρεμμύδας