Στέλιος ΛΟΥΚΑΣ, Με λένε Φόβο, Αθήνα, Κέδρος, 2021
Ο Φόβος είναι το όπλο του Κακού. Το Κακό θέλει μόνο να επιβάλλεται. Γι’ αυτό επιχειρεί να εισβάλλει στην ψυχή μας, προκαλώντας μας φόβο, όταν το ίδιο απειλείται από το μυστικό της γενναιότητάς μας, από το φως της έλξης μας για το αθάνατο. Αυτό σημαίνει ότι το Κακό είναι μέχρις απελπισίας άφωτο. Και για να μην αφεθεί να πνιγεί από την απελπισία του μπροστά στην ελευθερία του φέγγους της ομορφιάς που το αδειάζει, σκάβει οπές φόβου ακριβώς έξω από τη χαρά του κάλλους. Ας μην απορούμε γι’ αυτή τη χαρά, καθώς είναι στη φύση της ομορφιάς να αναβλύζει αμέριμνη από τη γιορτή του αθέατου ουρανού μας. Ο οίστρος της ποιητικής ανησυχίας του Στέλιου Λουκά συνέλαβε όχι μόνο την υπαρξιακή ένταση αυτών των δύο αντιθέτων επεισοδίων του μέσα κόσμου, αλλά και τη δραματική σχέση που τα συνδέει. Συνέλαβε τόσο το μυστήριο της αίγλης που γεννά το κάλλος ενώ ταξιδεύει, όσο και την επίθεση του φθόνου εναντίον του ουρανού που σκιρτά από την αγαλλίαση, αφού μέσα του χαρτογραφείται η αρμονία. Να γιατί “Μόνο η ομορφιά / Σου μαθαίνει την ορθογραφία της αγάπης”1. Με τον ρυθμό του κυματισμού των νοημάτων σε αυτούς τους δύο στίχους, η φαντασία του ποιητή αποκαλύπτει το συγκλονιστικό στίγμα της πλοκής που πάλλεται μέσα στο ωραίο. Είναι το χαρτογραφημένο μυστικό της αγάπης, του γενεσιουργού συναισθήματος της χαράς, αφού η αγάπη είναι η χαρά που προκαλείται από τη μέσα παρουσία της μορφής των όντων2. Ο Λουκάς εδώ δείχνει ότι η ομορφιά φανερώνει τη γεωγραφία αυτής της χαράς, της πιο πολύτιμης. Κατ’ αποκλειστικότητα, η ομορφιά ενός προσώπου είναι η απολύτως ακριβής, η ορθογραφημένη παρουσία του μέχρι τότε ανείδωτου τοπίου της αγάπης του.
Μα δυστυχώς, είναι πιο πολλές οι φορές που ο άνθρωπος αρνείται να γοητευθεί ανέφελα από αυτό το τοπίο. Η ψυχή, αντί να ανοίξει το βάθος του ουρανού του, φοβάται τη συντριβή από την ομορφιά μιας γεωγραφίας που θα την εξυψώσει. Τότε στη θέση των αχτίνων, γεμίζει το τοπίο της με σκισμές και με γραμμές αιματηρές, που το χαρακώνουν. Το ουράνιο γαλάζιο του κάλλους, αντί να λατρεύεται μέσα στην υπόσχεση της ανόδου, φθονείται. Γι’ αυτό και η προσωπογραφία της χώρας της ομορφιάς, αντί να μεταρσιώνεται, πληγώνεται. Οι κόκκινες χαρακιές είναι ο οδυνηρός σκοπός του φόβου. Μέσα σε ένα τρίστιχο ψυχικό γεγονός συμμετρικής έντασης, ο Στέλιος Λουκάς συλλαμβάνει τον σπαραγμό που προκαλεί η έκρηξη του Φόβου στον χωροχρόνο του ανθρώπινου αόρατου, όπου το βίωμα του κοσμικού ύψους κατακλύζεται από την απειλή και ανοίγει δρόμο στο νόημα της οδύνης. Να το τρίστιχο γεγονός που μοιάζει με τον μέσα χαλασμό:
“Ο Φόβος λατρεύει τις ρωγμές
Κι όταν ο ουρανός πονά
Γεννιέται η νέα δυστυχία”3
Είναι άραγε οριστική ή πρόσκαιρη; Το δεύτερο, υποστηρίζει ο Στέλιος Λουκάς, διαπιστώνοντας ποιητικά τη δυνατότητα της αντίστασής μας στην απανταχού επιβολή. Διαπιστώνει όμως και την αδράνεια της ίδιας δυνατότητας όποιων από εμάς αφηνόμαστε στο καθεστώς του φόβου. Αντί να νιώσουμε την παρουσία του, ξεχνούμε ότι, όταν δεν τον αντιμετωπίζουμε, τον χρησιμοποιούμε. Κι αυτό, διότι τον αφήνουμε αφάνταστο. Εκεί, θα έρθει η φαντασία του ποιητή να μας ρωτήσει διπλά γι’ αυτόν και ύστερα να μας προτρέψει να επαναστατήσουμε για να τον αφανίσουμε. Να το ερώτημα:
“Το φόβο του πουλιού που ζει μέσα σ’ ένα κλουβί τον νιώθει κανείς;
Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι αυτό που ακούτε είναι το κελάηδημά του
και όχι το κλάμα του για την ελευθερία που έχει χάσει;”4
Είναι ο μέσα κόσμος, ο κατεξοχήν ποιητικός, εκείνος που αφουγκράζεται και βλέπει τον εγκλωβισμό και τον θρήνο του, τον μελοποιημένο φόβο μέσα στο κελάηδημα, τον έρρυθμο ήχο της φωνής του πουλιού που σπαράζει για τον εμποδισμό της ελευθερίας του πετάγματος μέσα στο άπειρο, την οποία του στερούμε. Ακριβώς όμως επειδή η φαντασία του Λουκά δεν αφήνει τούτο τον φόβο της φυλάκισης στο περατό κλουβί ούτε ανιώθητο, ούτε άσκεπτο, ούτε αφάνταστο, ακριβώς γι’ αυτό είναι η ίδια φαντασία εκείνη που συλλαμβάνει ενστικτωδώς και έναρθρα την προτροπή της επανάστασής μας εναντίον του φόβου:
“Ξανασκεφτείτε το.
Αντιδράστε.
Ανοίξτε το κλουβί”5
Κοφτή, φορτισμένη, εξομολογητική, η προτροπή του ποιητή ακυρώνει μέσα μας τον όποιο φόβο για την οριστικότητα του φόβου. Το άνοιγμα του κλουβιού φωτίζει πρώτα μέσα και κατόπιν έξω, στον αντίλαλο του ποιήματος, την αλήθεια της επανάστασης εναντίον του φόβου. Είναι μια επανάσταση, η οποία μπορεί και νικά το έντρομο και το άγριο τώρα, το παγκόσμιο φοβικό Τώρα των ανθρώπων: αυτό που επιβάλλεται – με μέσο την απειλή – από τις δειλές αδίστακτες ψυχές στις άλλες, τις αμέτρητες, εκείνες που αυτονεκρώνουν το αόρατο σώμα τους για να μη διακινδυνεύσουν μαζί του μέσα στο φως της γενναιότητας. Είναι οι ψυχές που δεν εμπιστεύονται την ευωδιά διότι φοβούνται το ανάβλυσμά της από το απέραντο, εκείνες που αποστρέφονται το νεύμα του δικού τους μυστικού κήπου και προτιμούν να τον φαντάζονται άψυχο, αξέφωτο, απρόσωπο. Και γι’ αυτό
“Προσεύχονται σε ομοιώματα κήπων
Κι αντί για κεριά
Ανάβουν τα νεκρά τους δάχτυλα”6,
αφού τα ζωντανά τα αφήνουν να τους τα καίει ο Φόβος, να τους αδειάζει την πνοή, όπως κάνει στα μέλη του το ανδρείκελο. Άραγες υπάρχει σωτηρία από μία τέτοια πυρκαγιά, που σε κάνει στάχτη πολύ νωρίτερα από τον θάνατό σου; “Ναι!”, απαντά ο Λουκάς, αρκεί να μην παραιτηθείς από την πίστη στη χαρά, καθώς είναι η μόνη που αφήνει άοπλο ακόμη και τον μεταθανάτιο φόβο. Γιατί αν έχεις το κουράγιο να κρατιέσαι ζωντανός μέσα στον Φόβο και μετά τον θάνατό σου, τότε ο Φόβος αφανίζεται από τη μόνη δύναμη που ο ίδιος δεν ελέγχει, τη μεταφυσική άνοιξη. Χάρη σε αυτήν, η μουσική φωνή της δημιουργίας στέλνει τον οίστρο της να περάσει μέσα από τον Φόβο, να του μιλήσει και να ακυρώσει την απειλή του σε κάθε ήχο της, αφού από τη φύση του ένα τέτοιο τραγούδι έχει αφήσει άοπλο τον θάνατο. Ο φόβος που το ακούει γίνεται αγαλλίαση, η οποία, μέσα στην αινιγματική ξενοιασιά της, τον τελειώνει. Γι’ αυτό και στο άκουσμα του τραγουδιού, ο πεθαμένος άνθρωπος επιτέλους αντικρύζει τα σημάδια του νικημένου φόβου του και, χορεύοντας επάνω τους, σμίγει με τη χαρά του και ανασταίνεται. Η ένταση της φαντασίας του ποιητή αισθάνεται αυτή την ασυνήθιστη αλήθεια και το συνταρακτικό επεισόδιό της, και μας το φανερώνει:
“Ένας άνθρωπος ήταν φοβισμένος
(…)
Συνέχισε να είναι φοβισμένος
Και πεθαμένος
Κάποτε, παράξενο μα συνέβη
Ένα αηδόνι έκανε τη φωλιά του
Στο μνήμα του
Όταν το αηδόνι κελαηδούσε
Ο πεθαμένος αγαλλίαζε, δε φοβόταν”7
Μα η αγαλλίαση δείχνει το μυστικό της, μέσα σε ένα φανέρωμα που μάς προσκαλεί να το διαβούμε χωρίς άλλον δισταγμό, αφού σε αυτό το διάβα μόνον η λύτρωση μάς περιμένει. Η αναμονή της ολοένα μάς υπόσχεται, μέχρις επιτέλους να γυρίσει μέσα μας αλλιώς το βλέμμα και να καταλάβουμε ότι οριστής της εκπλήρωσης είναι η ίδια η απόφασή μας. Με τούτη την απόφαση ανοίγουμε την πύλη της υπόσχεσης και γευόμαστε το μέχρι την ώρα εκείνη αμνημόνευτο, που δίνεται πια στους κάλυκές μας, γιατί η τόλμη μας τού ελευθερώθηκε: η νίκη μέσα στην αγαλλίαση της ανάστασης έχει μόνο τη γεύση της ιερότητας, και αυτό η δύναμη της φαντασίας του Λουκά το ξέρει:
“Την ιερή μνήμη που νικά το φόβο
αυτή ν’ ανακαλύψουμε”8
Η νίκη έρχεται γιατί ο φόβος μοιράστηκε, και μόνον έτσι το σκοτάδι του
εξαχνώθηκε στο φως του δέους των προσώπων μας, όταν έγνεψε το καθένα τους στην ευωδιά την άπαρτη του “Χριστός Ανέστη!”. Εδώ το θάρρος βρίσκει τον δρόμο του, αφού στον ψίθυρο τον λάμποντα του ποιητή ακούμε ότι
“Ο φόβος πρέπει να μοιράζεται, όπως το φως το βράδυ
της Ανάστασης”9
Κάθε κόκκος εξαχνωμένου σκότους είναι το ίχνος της ήττας του φόβου από το μοίρασμά του στα βλέμματα που προσμένουν την Ανάσταση με τον σπινθήρα της αθωότητάς τους. Η έμπνευση του Λουκά διαισθάνεται ότι αυτή η αθωότητα θα θαυματουργήσει όταν θα επισκεφθεί το τοπίο του ποιήματος αυτοπροσώπως, ανοίγοντας μέσα στον κόσμο μας την παιδική μορφή της. Έτσι και γίνεται. Το παιδί αφουγκράζεται την απειλή του φόβου και δεν τον αφήνει να εκπυρσοκροτήσει. Τον ματαιώνει, ξαφνιάζοντάς τον με το φως του μυστικού κήπου, ο οποίος εισχωρεί με τη γαλήνη της ορμής του στον εκείνη τη στιγμή μελλοθάνατο κόσμο, και ο θάνατος ματαιώνεται από την απόφαση να μοιραστεί σε όλους μας η αθωότητα. Να το συμβάν:
“Ο Φόβος στον κρόταφο
Όλοι περιμένουν την εκπυρσοκρότηση
Ο ουρανός έχει χαμηλώσει
Οι δρόμοι άδειοι
Όλοι περιμένουν την εκπυρσοκρότηση
Έξαφνα ένα παιδί
Βγαίνει από τον μυστικό κήπο
Κι αρχίζει να μοιράζει
Βολβούς αθωότητας”10
Η έξοδος συντελείται σε άλλο χρόνο και σε άλλο χώρο από αυτούς που συνήθισε η υποταγή μας. Εκεί φωτίζει η μόνιμη νιότη μας, γι’ αυτό και ανθίζουν άτρωτα τα υλικά της. Άτρωτα, χάρη στο έμφυτο φως τους, εκείνο που διαπερνά τη βία, γιατί την αφοπλίζει με την αρχέγονη θέλησή μας να το προσμένουμε, γενναίοι και αμετανόητοι:
“Γι’ αυτό ν’ αγωνιζόμαστε
Γι’ αυτό ν’ αντιστεκόμαστε
Όταν η βαρβαρότητα γίνει
Η οικουμενική ασθένεια των ανθρώπων
Να μπορούμε να περιμένουμε
Το φως”11
Είναι μια νικηφόρα αντίσταση. Μένει να ελευθερώσουμε το μέσα βλέμμα μας, να δούμε τον αγώνα των χρωμάτων της και να την εμπιστευθούμε. Τότε θα νιώσουμε πώς το φως ανοίγει την υπόσχεσή του μέσα στα χρώματα, που το σμίξιμό τους με το νόημα της νίκης υφαίνει την ποιητική προτροπή – αυτή την αλλιώς προσταγή – να διαπεράσουμε τον φόβο. Το μυστήριο της αλληλοανταπόκρισης ανάμεσα στο μπλε και το κόκκινο τρυπά την άρνηση του σκότους να ξεσκεπάσει την κρυφή επαφή του με τη διαφάνεια, κι έτσι η διαπέραση γίνεται ξημέρωμα θριάμβου. Να η λαμπερή αλήθεια του επεισοδίου της φαντασίας του Λουκά, η αλήθεια που νικά την πραγματικότητα της παράδοσής μας στον φόβο:
“Πάντα το μπλε της θάλασσας
Θα είναι περισσότερο
Από το μαύρο της νύχτας
Ας μη φοβόμαστε
Κι όταν ακόμη πέφτει κόκκινο χιόνι
Το κόκκινο της αυγής
Πάντα θα θριαμβεύει
Αντισταθείτε!”12
Χάρη στο νόημα του φωτός, το ενσωματωμένο στην εωθινή ερυθρότητα, το αίμα λαμπρύνεται και ματαιώνει την πράξη όσων το έχυσαν. Επιτέλους ο φόβος βρίσκει αντίπαλο και αντικρύζει κατάματα τη σκόνη της ακύρωσής του: η αυγή κοκκινίζει θριαμβικά, ανοίγοντας μέσα της τα νοήματα της αίγλης και της σεμνότητας. Το αποτέλεσμα είναι η αντίσταση στον φόβο να συναντά τον νικηφόρο της ορίζοντα στο απερίγραπτό της κοκκίνισμα. Είναι το χρώμα του παιδιού που θα τα αλλάξει όλα, καθώς θα μπει και πάλι στον μυστικό του κήπο, για να ανατείλει μια και καλή από εκείνον και “απ’ όλους τους κήπους του σύμπαντος / Πέρα μακριά απ’ τα σύννεφα”13, πλέον “Κρατώντας στα χέρια του / “Ένα βιολί”14, το όργανο της νίκης του – της νίκης μας – επάνω στον φόβο. Όπως όλες οι νίκες, οι σπάνιες και οι οριστικές, έρχεται και αυτή από την αφάνεια της λησμονιάς, έτοιμη να γεμίσει τον ουρανό του αόρατου με την εξεγερμένη αρμονία των αθώων, που η υποψία τους οράται και γεύεται μέσα στο εδώ την από αλλού, τη μέσα μας αλήθεια. Χάρη σε αυτή την αλήθεια, τη στοχαστική, τη μαρτυρική και την ορμητική, “Ακούγεται μια μουσική / Κι όλα αλλάζουν”15. Είναι η ώρα της αφύπνισης, αφού όλοι βλέπουμε, στο ανείδωτο τραγούδι, το ότι “ο ένας να σκοτώνει τον άλλο […] είναι αυτοχειρία”16. Τότε προβάλλει το μαγικό τοπίο μέσα στο ποίημα:
“Μόνο όταν βραδιάζει και πέφτει το σκοτάδι
Βλέπω να λαμπυρίζουν στα βουνά των χρόνων
Οι θάλασσες
Όλων εκείνων που αγάπησαν την ελευθερία”17
Το θαύμα ξεσπά τη νύχτα. Η μουσική του βλέπει μέσα στο αόρατο. Η φωνή της κυματίζει ανάμεσα στις αρθρώσεις των στίχων και το βλέμμα της, μολονότι νυχτερινό, διακρίνει αβίαστα τη λάμψη μιας αλλόκοσμης θάλασσας, που στη μελωδία του βυθού της γαληνεύουν τα χρόνια του φόβου. Η ποιητική φαντασία του συγγραφέα νικά τον φόβο με το γιορτινό “ναι!” αυτής της γαλήνης, φωτεινής και μυστικής, την ώρα που οι λέξεις της ανοίγουν το ακριβότερο νόημά της. Το λένε ελευθερία και είναι νικηφόρο, διότι η θαλασσινή χώρα του φέγγει με την αήττητη δύναμη του θάρρους που το ένιωσε. Είναι αήττητη, γιατί χαίρεται μόνο σμίγοντας με το άπειρο. Γι’ αυτό και το όνομά της είναι αγάπη. Γι’ αυτό κι εκείνη αφουγκράζεται τον σφυγμό των γενναίων. Γι’ αυτό και ο φόβος δεν τη φθάνει. Έτσι μας μαθαίνουν, με τη διαύγεια των φωνών τους, οι εικόνες του Στέλιου Λουκά.
Την πρώτη φορά που φοβήθηκα, αντήχησε από πάντα μέσα μου το θάρρος. Το ανακάλυψα στο είναι μου, καθώς άρχιζε να με συνεπαίρνει η λάμψη των προσώπων με τη γενναιότητα στο βλέμμα, μα και να με ειδοποιεί η άβυσσος των άλλων, εκείνων με τον γκρεμό στο κοίταγμα. Όταν με τρόμαξε η ύπαρξη του θανάτου, ένιωσα το σώμα μου να φέγγει με το φως που πασχίζει μάταια να σβήσει ο φόβος. Περνά μέσα από τον θάνατο το φέγγος μας και βγαίνει πάνω από αυτόν, σε μια ζωή αήττητη κι απέραντη. Το μήνυμά της το στέλνουν τα πρόσωπα. Μαζί με τα πρόσωπα, το στέλνουν και τα διάφανα έργα, όπως το Με λένε Φόβο, του Στέλιου Λουκά.
Παναγιώτης Ο. ΔΟΪΚΟΣ
Αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφίας
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
___________________________________________________________________________
1 Σελ. 60.
2 Βλ. και Σπινόζα, Ηθική, μετάφρασις Ν. Κουντουριώτου, Αθήνα, Δωδώνη, 2007 [1913], Μερος Γ’,
Ορισμοί των συναισθημάτων, Β’ και ΣΤ’, σσ. 171-2.
Σελ. 67.
4 Σελ. 66.
5 Στο ίδιο.
6 Σελ. 46.
7 Σελ. 40.
8 Σελ. 44.
9 Σελ. 52.
10 Σελ. 31.
11 Στο ίδιο.
12 Σελ. 73.
13 Σελ. 22.
14 Στο ίδιο.
15 Στο ίδιο.
16 Σελ. 83.
17 Σελ. 75.