Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας
Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών
«Δημιουργική Γραφή και Εκπαίδευση»
Εργαστήρια Παραγωγής Ποιητικού Λόγου, Τμήμα Β’ Συγγραφής
Συμμετέχουν οι φοιτητές: Θέδα Καϊδόγλου, Ιωάννα Μηλοφτσή, Σοφία Μιμιλίδου, Βάγια Μπεκιάρη, Ματίνα Παγουλάτου, Δάφνη Παπαδοπούλου, Σωσάνα Παπαδοπούλου, Μαρία Παπανούση, Στρατής Σκουντιανέλλης, Βασιλική Σκριβάνου, Βίκυ Στέκα, Γωγώ Σφέτσου, Σωτηρία Τζουβάρα, Δάφνη Ταραρά, Φανή Χατζή
Θέδα Καϊδόγλου
[Άσκηση: Ποιήματα του Νίκου Καρούζου]
ειδάλλως
Εκείνο το άγαλμα στη μέση της πλατείας
στις πολιτείες των πέρα κόσμων
στις γέφυρες των ποταμών
πάνω στα βάθρα
νιώθει κάτι άραγε;
μήπως μας βλέπει;
Τις νύχτες της βροχής
τα παγωμένα πρωινά
όταν ο ήλιος χύνεται στο μάρμαρο του αθάνατου
σκέφτομαι πάντα πως
αλλά τι λέω
το πάντα δεν είναι για μας.
Ιωάννα Μηλοφτσή
[Άσκηση: «Μπολιβάρ» του Νίκου Εγγονόπουλου]
Ξεχειλίζω
Για τις γαλάζιες θάλασσες που έκλεψαν τα καλοκαίρια μας,
για τα πορτοκαλί δειλινά που στραφταλίσανε στα μάτια μας,
για τις πράσινες πεδιάδες που οργώσαν τη ψυχή μας,
για τα λευκά όρη που παγίδευσαν και πάγωσαν τα βλέμματά μας,
για τα λαμπερά αστέρια του μαύρου ουρανού που μας ταξίδεψαν σε άλλους γαλαξίες,
για τα ανομολόγητα πάθη μας που βεβηλώσαν τις καρδιές μας,
για αυτά θα σταματήσει ο χρόνος,
για αυτά θα διακόπτεται ακατάπαυστα η ανάσα μου,
για αυτά και μόνο θα υμνώ τη ζωή εσαεί.
Σοφία Μιμιλίδου
[Άσκηση: Ποιήματα του Νίκου Καρούζου]
Αρχαιολογία
Να μην ξεχνάς την ύπαρξη του Ανύπαρχτου.
Νίκος Καρούζος
είναι μια πράξη ποιητική
η στιγμή που ένα χέρι σπάει το χωμάτινο παρόν
τεμαχίζοντας το αόρατο δίχτυ της ματαιότητας,
ξέρεις πως έγινε η αρχή.
Κι έπειτα σκάβεις σκάβεις
(τόνοι το ανούσιο)
Γιατί ξέρεις πως σίγουρα υπάρχουν θησαυροί εκεί κάτω,
ένδοξες πολιτείες, κόσμοι ολόκληροι
(Όμως, ψάχνεις σωστά; Θα βρεις άραγε κάτι;)
Πονούν μοναξιά τα ερείπια
Ξεθωριασμένα χρώματα κανείς δεν τα βλέπει
τώρα που ντύθηκαν λευκότητα εξαγνισμού
τα αρχαία πάθη
Το παρελθόν καταλήγει στα χέρια σου
θραύσματα ξεψυχισμένα, τι ωφελεί;
Κι ας πεισμώνει το φτυάρι της μνήμης,
άγαλμα να γίνεις δεν μπορείς όσο κι αν άδειασες από ζωή
Τελικά ο χρόνος διαβρώνει ή εξαγνίζει;
Όπως και να ’χει τα φαντάσματα είναι όλα τους εκεί και μια αποκάλυψη
αέναα περιμένει
του απόλυτου τίποτα
ή του πάντα.
Βάγια Μπεκιάρη
[Άσκηση: «Σε μια κάποια ηλικία» του Czeslaw Milosz]
Απολογισμός
Κι όταν κοιτάξαμε τον καθρέφτη της αλήθειας
–είναι αργά που έρχεται συνήθως η ώρα εκείνη–
δεν είμαστε ίδιοι με τότε·
Που κάναμε κουτσό, γελούσαμε αθώα, κάναμε όνειρα.
Το παιδικό μας παιχνίδι έγινε πια έργο ενηλίκων.
Πορευτήκαμε μέρες πολλές,
νύχτες περισσότερες
στο ένα πόδι κουτσό
να σηκώνει όλο το βάρος
κι όχι πως θελήσαμε να κρατήσουμε το άλλο φυλαχτό,
–γερό στερέωμα–
να ξαποσταίνουμε απ’ την ανηφόρα·
Είναι που το κλότσησε η ανία,
έτσι που φοβηθήκαμε να την πατήσουμε.
Κουρνιάσαμε τις Δευτέρες στην αγκαλιά της πλάνης
να χαϊδεύει τη μοναξιά μας·
Να τη γεμίζει με αριθμούς, εικόνες υπό επεξεργασία
και αντιδράσεις εικονικής αγάπης,
αφού της έκλεψε τα κυριακάτικα τραπέζια.
Δώσαμε κι άλλο χρόνο και λίγο από μας ακόμα
κι άλλο, κι άλλο·
Σαν να ’μαστε ανεξάντλητοι πια.
Βολευτήκαμε στη σιωπή,
στις ατέλειωτες ώρες κοινής ησυχίας·
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας,
κλείσαμε τα αυτιά μας,
κάναμε σταυρό τα χέρια.
Βυθιστήκαμε σε ίντσες κινηματογραφικές.
Κι όταν η ταινία τέλειωσε
ψάξαμε γύρω μας για έναν ακροατή,
έναν μονάχα,
που δεν το ’φερε η συνθήκη
να βρεθεί στο πεδίο μας·
Εκείνον που είναι πιστά εκεί
για αυτή μας την κατάθεση.
Κανείς τώρα, κι ας ήταν όλοι εκεί.
Γίναμε ένα κοπάδι ξένο μες σε τόσους γνώριμους.
Και νοσταλγήσαμε μπρος στον καθρέφτη
που φανερώνει τη γέρικη μας όψη
τις παιδικές ανηφόρες
και εκείνο το παιχνίδι τότε
που μόνο χαρά μας έδινε.
Ματίνα Παγουλάτου
[Άσκηση: «Μπολιβάρ» του Νίκου Εγγονόπουλου]
ΗΡΩΕΣ
Για τους μικρούς, τους άτολμους, τους φυσικούς
δεν στήνονται δημόσια μνημεία
ούτε υποδέχονται στους ώμους τους
γουργουρίσματα από ξεπουπουλιασμένα περιστέρια.
Για τους μικρούς αρμόζουν μόνο
νοικιασμένες ταφόπλακες,
άγγελοι και σταυροί με πενταετή συμβόλαια.
Ένας μαρμάρινος σταυρός και ένας Χριστός
για κάποιον που ξύπνησε ένα πρωί
κι έγειρε απρόσμενα με τρομοκρατημένο βλέμμα
πάνω από το μπρίκι
άλαλος
σφίγγοντας στο στήθος του όχι ένα σπαθί, μα ένα σακούλι ζάχαρη.
Κι ένα φιλί, ένα τραγούδι
για μια γυναίκα μ’ ένα νυφόπανο κι ένα γάιδαρο,
γιατ’ ήτανε αυτό το μόνο της ταξίδι.
Γι’ όλους αυτούς δεν ανέμισαν σημαίες
ούτε τα πλήθη λιγοθύμησαν για χάρη τους.
Χωρίς στεφάνια, χωρίς μετάλλια
με μόνο ταλέντο τη ζωή
και πάθος τους να καταστρέφουν όσα αγαπούν.
Για όλους αυτούς -κι είναι πολλοί-
δεν έγραψε αράδες η Ιστορία.
Μια αχτίδα μνήμης
αριθμοί στατιστικοί
σε γκάλοπ και απογραφές.
Για τους μικρούς, τους άτολμους, τους φυσικούς,
για όλους αυτούς –κι είναι πολλοί–
μεγαλώνεται η Ποίηση.
Δάφνη Παπαδοπούλου
[Άσκηση: Ποιήματα του Νίκου Καρούζου]
Κάπου, Παρασκευή βράδυ
Ψιτ ψιτ
Οι γάτες δεν θυμούνται
Κουνάνε τις ουρές τους
περιμένοντας το μάννα
εξ ουρανού
Θα πετάξω κι εγώ
μια κροκέτα
Μπορεί να πιάσει τόπο
Παπαδοπούλου Σωσάνα
[Άσκηση: Ποιήματα του Νίκου Καρούζου]
Άτροπος
Διαλέγομαι με τους φθαρτούς
Συμπορεύομαι τους έκπτωτους
Μάταια εχθρεύομαι τους όμοιους
Την ύπαρξη μου καθορίζουν.
Ξάφνου ηχεί τράγου ωδή και σπαραγμός
Του άχρονου χρόνου εμπαιγμός
Θύμισες, πόθοι και ενοχές
Μοιραίνουν άτροπες πληγές.
Μαρία Παπανούση
[Άσκηση: «Σε μια κάποια ηλικία» του Czeslaw Milosz]
Απολογισμός
Βαριά ηλικία η αποψινή.
Νόμισες πως θα ’χεις πετύχει μια κάποια νίκη έως τώρα.
Μα βρέθηκες να τριγυρνάς μονάχος σ’ άγνωστους δρόμους, σ’ άγνωστους ανθρώπους.
Ξένος στους ίδιους τόπους.
Ξένος στο σπίτι σου.
Ξένος στη δουλειά.
Άδειος και μέσα σου. Διάφανος, ακίνητος, σιωπηλός.
Κοιτάς ώρα την σκιά σου. Σου θύμισε τον παλιό σου εαυτό και χαμογέλασες πικρά.
Στρατής Σκουντιανέλλης
[Άσκηση: Ποιήματα του Νίκου Καρούζου]
Πόσες αλυσίδες από εστιατόρια χρειάζεται να ιδρύσεις, για να αποφύγεις τον ατομικό σου λιμό;
Για πόσες πολλές φουσκωτές βάρκες στη μέση του ωκεανού, είσαι διατεθειμένος να σπρώξεις το χέρι του άλλου ναυαγού βυθίζοντάς τον μέσα στον πνιγμό του;
Άξιζε τον κόπο να φάμε η μια τις σάρκες της άλλης, για τα μάτια του ψεύτη ομορφονιού που τον λένε φόβο;
Άμα γερνάς, αναθεωρείς, λες ένα συγγνώμη, αλλάζεις πράξη για όσο σου μένει, και καθάρισες.
Η γη όμως κι ο κόσμος, δε μετράνε την ηλικία τους με μονάδες τα νιάτα και τα γηρατειά.
Τη μετράνε με τα κιλά από αίμα.
Μετά το αίμα, δεν έχει ούτε γηρατειά ούτε συγγνώμη.
Βασιλική Σκριβάνου
[Άσκηση: Μεγάλος Δικτάτορας, Τσάρλι Τσάπλιν]
Δίδυμα τέκνα της ζωής οι δυο ωραίες κόρες
Είναι αυτές που δίχως τους ειρήνη δε στεριώνει
Μήδ’ έρωτας ούτε χαρά μεγάλη θα φωτήσει
Τον κόσμο αυτόν που μέσα του πρόσκαιρα περπατούμε
Εσύ κι εγώ κι εκείνοι εκεί που στέκουνε μονάχοι
Μέρα προσμένουμε να ’ρθεί να ’μαστε αδελφωμένοι
Αφού, τι πιο όμορφο απ’ αυτές τις δυο ωραίες κόρες;
Που μέσα στην αγκάλη τους ανθίζουν οι Ιδέες;
Φωτούν το χθες, το σήμερα και τ’ αύριο που θα ’ρθει
Μες τον γαλάζιο ουρανό πετούν θαλασσοπούλια
Ήχος γλυκός, αντίλαλος του μόχθου η ραψωδία
Γεράνια στο μπαλκόνι μου, λιόλαδο στο ψωμί σου
Γι’ αυτές εγώ σας τραγουδώ κι ας στήσουμε γαϊτάνι
Ελευθερία λεν’ τη μια, Δημοκρατία την άλλη
Βίκυ Στέκα
[Άσκηση: «Σε μια κάποια ηλικία» του Czeslaw Milosz]
Απολογισμός
Σε διαμερίσματα που ονομάσαμε σπίτια,
κοροϊδεύοντας τον εαυτό μας
μπρος τα μάτια μας,
στοιβάζουμε σαν μέρμηγκες
φοβισμένοι για το χειμώνα που ‘ρχεται
ό,τι βρούμε στο διάβα μας.
Στο τέλος οι μελλοντικοί αρχαιολόγοι θα μας βρουν
θαμμένους όχι σε χώμα ανώνυμο, ως πρέπει,
μα σ’ αχρείαστα υπάρχοντα με ετικέτα.
Γωγώ Σφέτσου
[Άσκηση: Αποχαιρετισμός στον ποιητή Νίκο Καββαδία που
εκφωνήθηκε από τον ναυτεργάτη φίλο του, Χρήστο Παντελίδη]
Η μοίρα των ναυτικών
Ποιό τσακισμένο καραβοφάναρο σε πέταξε
σε αυτές τις απότομες τις ξέρες.
Ποιό αλαργινό ταξίδι βάρβαρο σε ξέβρασε
και τις απαρνήθηκες τις βέρες.
Δεν σου κουνάει ούτε η μάνα σου πια μαντήλια
έχει ταξιδέψει και εκείνη προ πολλού.
Δεν σε περιμένει κανείς πια μυρίζοντας βανίλια
όλα μόνος τα ’σπρωξες σε χέρια αλλουνού.
Της θάλασσας ρούφηξες λαίμαργα τον καθάριο βυθό
τον έζησες, τον λάτρεψες, για σένα αναστήθηκε.
Για χρόνια ήσουν σε μεθύσι από ανόθευτο ποτό
και τώρα εκείνος ο άπιστος, εσένα σ΄εκδικήθηκε
Σωτηρία Τζουβάρα
[Άσκηση: «Σε μια κάποια ηλικία» του Czeslaw Milosz]
Απολογισμός
Τα καταφέρνει το χιόνι, μεταμορφώνει το λίγο.
Να το κοιτάς φτάνει, βέβαιος για τη μικρότητά σου.
Στην παράταση κρίνονται όλα,
στη δική σου δύση
αγωνιάς
αν η πεταλούδα αξιωθεί το πέταγμα
πριν την ελευθερία του τέλους,
αν προλάβεις να εξαργυρώσεις τις μάρκες σου.
Δάφνη Ταραρά
[Άσκηση: «Σε μια κάποια ηλικία» του Czeslaw Milosz]
Απολογισμός
Κάποτε γνωρίζαμε
τα οπωσδήποτε, τα όχι, τα γιατί
αποσκευές μες στα ξεχωριστά κουτιά τους
κι εμείς με περισσή αλαζονεία
πόσο ισχυροί στεκόμασταν και εμπόλεμοι υπέρ τους
και τα κρατούσαμε σφιχτά
η συνοδεία μας σε κάθε προορισμό.
Μα η θάλασσα μας γέλασε και ρήμαξε τα πάντα.
Πλέον κοιτάμε τα παλιά ιδανικά μας
που τώρα μοιάζουν με κορδέλες μπερδεμένες μεταξύ τους
με χρώματα υπέρλαμπρα
που γέρασαν θαμπά.
Φανή Χατζή
[Άσκηση: «Σε μια κάποια ηλικία» του Czeslaw Milosz]
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Όλη σου τη ζωή
ένα πράγμα μόνο φοβήθηκες
μην έζησες τις μέρες κάποιου άλλου
μήπως οι νύχτες σου ξοδεύτηκαν
για σκοπούς που μόνο δικοί σου δεν ήταν
κι απέμεινες μια μυρωδιά
σαν από κεριά που σβήνουν
με το παραμικρό φύσημα του χρόνου.
Ο κόσμος, λες, δε μπορεί
να ήταν μία τόσο μικρή πολιτεία
δε σε χώρεσε ποτέ
με τα μεγάλα όνειρά σου
το σύνδρομο της φυγής
και της επιστροφής σου
έμειναν οι χάρτες σου κενοί
γραμμές πάνω σε παιχνίδια
της αιώνιας εφηβείας σου.
Κι αν δεν πρόφτασες να πεις πως όλα τα ’ζησες
πριν σε ρημάξει ο χρόνος
είναι γιατί στους ίδιους δρόμους γύρναγες
και μάζευες τις σκέψεις σου
τις βουβές προσευχές και τα κρίματά σου ˙
όλα τα σκόρπισες για το ταξίδι
κι όταν πια έφυγες
ήταν σαν να μην έχεις καν κινήσει.