(οι εσωτερικοί διάλογοι ενός μελλοθανάτου)
Βασίλειος ο Μελλοθάνατος:
Στέκομαι με το κεφάλι τεντωμένο προς το μικρό τετράγωνο του φεγγίτη. Τόσο στενό που δεν μπορεί να δραπετεύσει ούτε μια ψυχή. Στενό για την ψυχή, αλλά αρκετά φαρδύ για να μπουν στο κελί μου όλα αυτά, που για έναν φυλακισμένο αποτελούν τα σημεία της «ελεύθερης ζωής»: το φως, οι μυρωδιές, οι ήχοι. Μυρωδιές που τα καταφέρνουν, με τον λαβύρινθο της Πόλης, να φτάσουν ίσαμε εδώ, καβγάδες σπουργιτιών και φωνές ανθρώπινες. Ακούω καθαρά τις κουβέντες τους. Κουβεντιάζουν για την πυρά που στήνουν. Από τα λόγια τους φαίνεται να είναι κάτι κουραστικό. Μιλούνε αδιάφοροι, όπως θα μιλούσαν για κάτι απλό και συνηθισμένο, ας πούμε ένα πιάτο με ρεβίθια σε κάποιο διπλανό μαγέρικο. Παράξενο. Ούτε εμένα με ενοχλεί. Το ξέρω, η πυρά που στήνουν, είναι για μένα. Είναι η δική μου πυρά. Η πυρά του Βογομίλου Βασίλειου. Αυτή που θα μετατρέψει την ύπαρξή μου σε στάχτη. Όλες οι «φωτεινές υπάρξεις» καταλήγουν σε στάχτη. Η ποσότητα της στάχτης δεν ενδιαφέρει κανέναν. Τι και αν καίγονται ζωντανοί άνθρωποι.
Αυτοί που με καταδίκασαν θεωρούν πως αυτή είναι η τιμωρία που μου αξίζει. Να με ρίξουνε, ζωντανό ακόμα, στις φωτιές της Κόλασης. Να εμπεδώσω για τα καλά τι με περιμένει στο ατέρμονο μετά. Διακρίνω πάντως μια έλλειψη εμπιστοσύνης στον Δημιουργό από μεριάς των εδώ αντιπροσώπων Του. Οι, κατά δήλωσή τους, πιο πιστοί Του υπηρέτες σίγουρα θα σκέφτονται: «Ας ρίξουμε εμείς στην φωτιά τον Βογόμιλο για τα αμαρτήματα του. Ο επουράνιος μπάρμπας είναι ένας φιλεύσπλαχνος, καλοκάγαθος παππούκας. Ποιος ξέρει; Μπορεί να καθίσει και να εισακούσει τις παράξενες, αιρετικές προσευχές του. Και αν τις ακούσει είναι σίγουρο πως μπορεί και να συγκινηθεί και τότε πάει, χάθηκε η Κόλαση για αυτόν τον Αιρετικό».
Δεν μου έχουν μείνει πολλά να κάνω. Κάθομαι και πλάθω μονολόγους. Τσακώνομαι με τον εαυτό μου. Αναποτελεσματικό, αλλά ξεχνιέμαι και περνάει ο χρόνος. Όσος μου έχουν αφήσει. Θέλω να ακούω την φωνή μου, τις σκέψεις μου. Και πριν αυτό έκανα, άλλα είχα την ευχαρίστηση του ακροατηρίου. Μου λείπουν τα βλέμματά τους, βλέμματα λατρείας, θαυμασμού, δυσπιστίας, θυμού ή μίσους . Από τις εκφράσεις αυτές καταλαβαίνεις ποιος σε ακούει. Τα «νυσταγμένα» πρόσωπα, αυτά πρέπει να τα φοβάται κανείς. Δεν ακούν. Έχουν καταλήξει στα συμπεράσματα τους, για εμένα, για τα λεγόμενα μου, πολύ πριν ανοίξω το στοματάκι μου. Μπορεί να κάνω και λάθος. Στην ακρόαση στο Μεγάλο Παλάτι, στημένος μπρος στον Αυτοκράτορα τον Αλέξιο, διέκρινα συναίσθημα μόνο στην στάση της κόρης του της Άννας[1]. Συναίσθημα μίσους. Μίσος, αλλά μίσος έξυπνου ανθρώπου. Με τροφοδοτούσε αυτό το μίσος. Όλοι οι φιλόδοξοι αναζητούν την λατρεία και διεγείρονται από τα βλέμματα απόρριψης. Θέλουν να προσθέσουν και τον τελευταίο αρνητή στον μικρό ή μεγάλο κύκλο των πιστών. Σ’ αυτό το πάθος απευθυνόμουν. Και όχι στον Αυτοκράτορα. Δεν μπορείς να πείσεις κάποιον στο τέλος της ζωής του, πως ό,τι πέτυχε –ομολογώ πως πέτυχε πολλά– το πέτυχε σε ένα κόσμο δημιουργημένο από το Κακό. Πως υπηρέτησε το Κακό σε όλες της μορφές του. Και οι άλλοι, οι χάνοι πίσω μου, που τους ονόμασα και Αποστόλους, αντίς να μου ρίξουν μια καρπαζιά στον σβέρκο, μπας και συνέλθω, κάθονταν και με άκουγαν λες και ήθελα αυτούς να προσηλυτίσω… Αλλά ανάλογα με τον «Δάσκαλο» και οι «Απόστολοί» του. Το ξέρω πως δεν θα κρατηθεί, θα γράψει τον καλό λόγο της και αυτή, η κόρη του Αυτοκράτορα. Είμαστε ίδιοι, φιλόδοξοι και προικισμένοι.
Ο θυμωμένος Βασίλειος:
Ο Θάνατός σου πλησιάζει και εσύ άνθρωπέ μου κάθεσαι και χολοσκάς με ποιο όνομα θα σε θυμούνται; Τι να σου πω τώρα; Να σου το ξεκαθαρίσω; Θα σε θυμούνται με το όνομα που θα σου δώσει στα γραπτά της Αυτή. Ποια «Αυτή»; Μόνος σου το είπες. Η κόρη του Αυτοκράτορα. Εσύ με ποιο θα επιθυμούσες; Με το «Άγιε» των ακολούθων σου; Όχι! Παραδέχεσαι πως όσο και να σε κολάκευε, αυτό το «Άγιε» ήταν το βήμα που ξεπέρασε τα όρια; Ήταν αυτό που αλλοίωσε όλα τα λόγια σου και σε εξομοίωσε με τους διώκτες σου. Λοιπόν κάτσε στην τρύπα που σε έχωσαν και βγάλε το σκασμό. Κοίτα και απολάμβανε το τετραγωνάκι ουρανού που έχεις στην διάθεση σου. Το πιθανότερο είναι αύριο να γίνεις το μαύρο σύννεφο καπνού που θα λερώσει αυτό το μικρό γαλάζιο τετράγωνο.
Κάτσε στα αυγά σου λοιπόν. Ούτε μπορείς, ούτε και θέλεις να πείσεις κάποιον να σε βοηθήσει. Αυτοί που από καθήκον ασχολούνται μαζί σου, σε θεωρούν εχθρό. Και εσύ Βασιλάκη για εχθρούς τους έχεις. Και η εχθρότητά σου φούντωσε όσο τους άκουγες να σε βρίζουν σκάβοντας και κουβαλώντας τα ξύλα για την πυρά. Την δικιά σου πυρά Βασιλάκη. Το ευχάριστο, όσο μπορεί να θεωρηθεί ευχάριστο, είναι πως έβριζαν και τον Αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη. Αυτούς θα τους έβριζαν ούτως ή άλλως, όπως βρίζει και ο τελευταίος αχθοφόρος στο λιμάνι του Θεοδοσίου τον εργοδότη του. Εσύ δεν είσαι εργοδότης, είσαι χειρότερος· στα μάτια τους είσαι ταυτόχρονα και εχθρός και αγγαρεία, πιο επικίνδυνος και από τον πιο αιμοβόρο Αγαρηνό πολεμιστή. Ο Αγαρηνός το πολύ να πάρει την ζωή τους, από εσένα νομίζουν πως κινδυνεύει η ψυχή τους. Τους έπεισαν πως είναι έτσι. Όχι μόνο οι εχθροί σου. Έβαλες και εσύ το χεράκι σου.
Εσύ Βασιλάκη νόμιζες πως απειλούσες την «καθεστηκυία τάξη». Το λες και μου ξινίζει στο στόμα. Μέσα σου γνωρίζεις πως δεν ήσουν ποτέ σου καμία απειλή. Ήσουν κομμάτι αυτής της «καθεστηκυίας τάξης». Στην όψη ένα κομμάτι αντίθετο αλλά τόσο απαραίτητο για αυτήν. Απλά ήθελες ο Αυτοκράτορας και όλοι οι γύρω του να σε αποδεχτούν εσένα και τους ομόπιστούς σου ως το αναγκαίο για τις ισορροπίες αντίβαρο. Αυτό δεν επιθυμούσες; Ήρθε η ώρα να το παραδεχτείς. Τώρα που κάνεις την εξομολόγησή σου μέσα από το μικρό τετράγωνο ουρανού που έχεις στην διάθεση σου. Παραδέξου το! Η επιθυμία σου ήταν να «προσηλυτίσεις» τον Αυτοκράτορα. Και υπηρετώντας αυτή σου την επιθυμία έχασες την ουσία. Μιλούσες για το δημιούργημα του Σατανά, τον Ορατό Κόσμο, αυτόν στον οποίο ζούμε, και για μια στιγμή σήκωσες το βλέμμα και τους είδες όλους παρατεταγμένους μπροστά σου, φορτωμένους μετάξια και χρυσά και εσύ περιέγραφες την αδικία, την φτώχια, την πείνα των πολλών και τις ασθένειες… Με την εικόνα τους σε προσγείωσαν. Χωρίς να πουν κουβέντα.
Την στιγμή εκείνη κατάλαβες, πως έδωσες στον Αυτοκράτορα την ευκαιρία που ήθελε. Και αυτός δεν την άφησε να πάει χαμένη. Έβαλε στον δρόμο σου την πεπονόφλουδα της κατανόησης και συ την πάτησες. Σε κάλεσε να του αναπτύξεις τις απόψεις σου και εσύ κόπανε αντίς να πας και να χωθείς στο πρώτο λαγούμι για να κρυφτείς, πήρες μαζί σου και ακολουθία, δηλαδή αυλικούς και κόλακες, ήθελες να κάνεις το κομμάτι σου και στο Παλάτι. Ήθελες να παρελάσεις επιδεικνύοντας την ισχύ και την εμβέλεια των απόψεών σου. Και τους πήρες όλους στο λαιμό σου. Ελπίζω να είχαν την σύνεση να σε απαρνηθούν τρεις και τέσσερεις φορές αν χρειαζόταν. Έτσι θα γλυτώσουν και δεν θα γίνουν μάρτυρες. Δεν χρειάζονται μάρτυρες! Δεν προχωράει ο κόσμος με «μάρτυρες».
Είναι βέβαιο πως η θυσία τους μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα σε «αυτούς» και «εμάς». Ωραία! Και τι κερδίσαμε; Κάτι τύπους σαν εσένα. Φιλόδοξους φαφλατάδες, ψωνισμένους με τον εαυτό τους «Δασκάλους».
Ήδη πολλοί από τους δικούς μας απαριθμούν τους μάρτυρες και ξεχνούν τις πραγματικές διαφορές από τους διώκτες μας. Ονειρεύονται ναούς που θα τιμούν το «μαρτύριό» μας, ναούς περίλαμπρους. Μα δεν θα διαφέρουν σε τίποτα από τους ναούς Τους. Θα είναι το ίδιο κατάφορτοι με εικόνες των «μαρτύρων». Οι «μάρτυρες» γίνονται άλλοθι· άλλοθι για την απραξία της σκέψης, άλλοθι για τις άδικες πράξεις που θα διαπράττονται, άλλοθι και για άλλους θανάτους σαν τον δικό μου. Άλλοθι για την τελική αποδοχή της Αλήθειας Τους, την καλά κρυμμένη πίσω από την Άρνησή της.
Παραδέξου επιτέλους. Αποζητούσες πάντα την αποδοχή και τον θαυμασμό «Αυτών».
Βασίλειος ο Μελλοθάνατος:
Τώρα με το βλέμμα καρφωμένο στο τετραγωνάκι ουρανού ελπίζω πως γίνομαι ξανά απλός. Ο Μανδύας των φιλοδοξιών είναι κρεμασμένος σε μια ξύλινη ακίδα, καρφωμένη στις σχισμές της λιθοδομής. Στις πτυχές του μπορεί να ανακαλύψει κανείς και τις άχρηστες πια γνώσεις μου και την ρητορική δεινότητα μου. Μάλλον θα τον αφήσω εκεί, άχρηστο για κάτι άλλο, παρά μόνο για να τον ανταλλάξει ο δεσμοφύλακας με μία κανάτα Βαρνεότικου κρασιού. Εγώ θα προτιμούσα το λευκό της Αγχιάλου. Και οι κρυμμένες στις πτυχές φιλοδοξίες; Αυτές δεν είναι ανταλλάξιμο προϊόν. Θα προσαρμοστούν στους ώμους του επόμενου ιδιοκτήτη. Εύχομαι να είναι απλές, κατανοητές φιλοδοξίες. Ας πούμε ένα σπίτι με κήπο και τρεχούμενα νερά. Ένα σπιτικό χαρούμενο, απαλλαγμένο από τον άγχος της επιβίωσης. Δίχως φόβο. Όποιον φόβο.
Ο θυμωμένος Βασίλειος:
Τι λες μωρέ; Στον φόβο δεν πάτησες και εσύ Βασιλάκη; Σ΄ αυτόν και στην δυσαρέσκεια που γεννάει; Και τα τελευταία χρόνια περίσσεψαν ο φόβος, η ανασφάλεια και η δυσαρέσκεια.
Κάπου εδώ κολλάει και το ερώτημα: Γιατί δεν προσπάθησες να σωθείς; Με μια σου λέξη και τώρα ακόμα μπορείς να σωθείς. Γιατί δεν το κάνεις; Παραδέχεσαι την πλάνη σου και τέρμα. Δείχνει εύκολο.
Βασίλειος ο Μελλοθάνατος:
Ωραία! Πες πως παραδέχομαι την «Πλάνη» μου. Θα με αφήναν να γυρνάω ελεύθερος; Χαζοί δεν είναι. Θα με έχωναν σε μοναστήρι. Να αποδείξω έμπρακτα την «μετάνοιά» μου. Να χτυπάω μέτωπο σε πέτρινες πλάκες προσκυνώντας εικόνες και είδωλα. Να κάθομαι στο ίδιο τραπέζι μαζί τους, να με κοιτάνε και να αναμασούν τις «αλήθειές» τους.«Αυτός ήταν που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο; Προσκύνησε. Πειθήνιος κάθεται και τρώει το φαΐ του. Μασουλάει μαζί μας την ίδια τροφή και λέει πρόθυμα τις ίδιες προσευχές. Τα αρνήθηκε όλα για να σώσει το τομάρι του». Θα έπρεπε να τα ανέχομαι. Για πόσο καιρό; Αν κρίνω από το πόσο έζησαν οι γονείς μου, πολλά χρόνια. Όχι ευχαριστώ. Μια και καλή αύριο στην πυρά. Και για ό,τι έχω μετανιώσει ή αλλάξει γνώμη, εσύ Βασιλάκη μου είσαι αρκετός στον ρόλο του Κριτή. Θα την αντέξω την μουρμούρα σου μέχρι να γίνω καπνός.
Ο θυμωμένος Βασίλειος:
Τότε πες τις τελευταίες σου επιθυμίες. Λόγω έλλειψης άλλου κριτή την στιγμή αυτή σου της επιτρέπω. Λες και θα εισακουστούν.
Βασίλειος ο Μελλοθάνατος:
Τελευταίες επιθυμίες; Μπορώ να εκφράσω κάτι τέτοιο;
Ο θυμωμένος Βασίλειος:
Μπορείς Βασιλάκη!
Βασίλειος ο Μελλοθάνατος:
Ωραία! Πόσες δικαιούμαι;
Ο θυμωμένος Βασίλειος:
Τέτοια ώρα; Είναι να τσιγκουνευόμαστε; Όσες θέλεις! Αρκεί να μην με εκνευρίσεις εμένα, τον μοναδικό παρόντα κριτή σου!
Βασίλειος ο Μελλοθάνατος:
Η Πρώτη μου λοιπόν: Nα μην γίνουν τα πιστεύω μας κτήμα του Κράτους. Και διάολε τι τον θέλουμε τον Βογομιλισμό, αν είναι να γίνουμε σαν Αυτούς; Να σπείρουμε «μάρτυρες», αγίους, αξιώματα, ιδιοκτησίες, ιδρύματα, φυλακές του πνεύματος, παλάτια, μα πάνω από όλα φτώχεια, λοιμούς, πόνο. Να συνηγορήσουμε με τον λόγο μας υπέρ της αιώνιας ανθρώπινης δυστυχίας. Αυτός είναι ο λόγος που επιβάλλει την καύση μου. Διαφωνώντας και λογομαχώντας μαζί τους έγινα ένας από αυτούς. Έχρισα τον εαυτό μου «Δάσκαλο», έχρισα και «Αποστόλους». Αποδέχτηκα όλους τους κανόνες συμπεριφοράς τους.
Ο θυμωμένος Βασίλειος:
Με εκνεύρισες! Να θυμώνεις με τον εαυτό σου! Σου κόβω τις άλλες τελευταίες επιθυμίες. Ακόμα και αν είναι απλές και ανθρώπινες όπως ένα κομμάτι χορτόπιτα.
Βασίλειος ο Μελλοθάνατος:
Κράτα τις για τον εαυτό σου Κριτή. Και εσύ τις έχεις ανάγκη. Όσο και αν επιθυμείς να αποστασιοποιήσεις τον εαυτό σου, στην ίδια πυρά θα καούμε. Ελπίζω μόνο να καταφέρουμε, έστω πίσω από το ένδυμα της τρέλας, να κρύψουμε τον φόβο μας. Δεν είναι αστείο πράγμα να καίγεται κανείς. Γεννάει φόβους. Και πρέπει να δείξω γενναίος όχι για να πείσω κάποιον ούτε για να το γράψει η Άννα η κόρη του Αυτοκράτορα. Μα μόνο και μόνο από σεβασμό, όσον μου έχει μείνει, για τον εαυτό μου. Δεν πρέπει να πούνε πως πήγε να βρει τον θάνατό του χεσμένος. Αν πιστεύω σε αυτά που τόσα χρόνια έλεγα, ο θάνατος είναι μία λύτρωση. Λύτρωση από τον κόσμο τους. Από τον κόσμο του Κακού. Που και εγώ τον υπηρέτησα με τις φιλοδοξίες μου.
Φιλόδοξος, ηλίθιος και αποστάτης, αυτό είμαι. Σύντομα θα προστεθούν τα «Καμένος» και «Ανύπαρκτος»! Η χούφτα στάχτη, που θα έχω γίνει, θα σκορπίσει κάτω από τις οπλές των αφιονισμένων για την Νίκη αλόγων. Και πάνω από τον Ιππόδρομο μαζί με τον καπνό της Πυράς μου, ευανάγνωστο για τους πολλούς, θα πλανάται το συμπέρασμα «τους Διαφορετικούς τους καίνε»! Ακόμα και όταν δεν είναι και τόσο Διαφορετικοί. Το μαύρο σύννεφο που έλεγα.
[1] Οι Βογόμιλοι ήταν οπαδοί χριστιανικής αίρεσης η οποία εμφανίστηκε αρχικά στην Αρμενία και τη Μικρά Ασία (10ος-15ος αιώνας) και γύρω στο 950 στη Βουλγαρία. Πέρα από την επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τα Βαλκάνια (Βουλγαρία, Βοσνία, Σερβία), το βογομιλικό κίνημα επεκτάθηκε μέχρι την Ιταλία, τη Ρηνανία (Γερμανία) και τη Γαλλία. Οι αντιλήψεις των Βογόμιλων φαίνεται ότι είχαν κοινά στοιχεία με εκείνες των μεσσαλιανών και των παυλικιανών, καθώς επίσης και με τον γνωστικισμό (Πηγή: Βικιπαιδεία)[2] Η Άννα Κομνηνή (1083 – 1153) ήταν Βυζαντινή πριγκίπισσα, ιστορικός και ιατρός, από τις σημαντικότερες μορφές της πνευματικής ζωής της αυτοκρατορίας κατά τον 12ο αιώνα, πρωτότοκο παιδί του Βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκαινας. Θεωρείται η πρώτη γυναίκα ιστορικός. Στο ιστορικό της έργο Αλεξιάς καθρεφτίζεται η μεγάλη παιδεία της, η αρχαιομάθειά της, η εξοικείωσή της με την Αγία Γραφή και η αφοσίωση και ο θαυμασμός της για τον πατέρα της. (Πηγή: Βικιπαιδεία)