ΕΝΑ ΣΟΝΕΤΟ ΓΙΑ ΔΥΟ
Έτσι όπως γυρνάς πλευρό κάθε βράδυ,
σιγά σιγά το σχήμα μου χαράζεις,
μέχρι να γίνω εκείνο που αγκαλιάζεις
από σιωπή, σεντόνια και σκοτάδι·
κι αντανακλώ στων ματιών σου τ’ ασπράδι
ό,τι βαθιά, πιο βαθιά σου κοιτάζεις,
ό,τι σε κάνει πια ν’ ανατριχιάζεις
σαν παγιδευμένο μικρό ζαρκάδι.
Έτσι ολονυχτίς βουβά με σαρκώνεις
και την αυγή με στρώνεις, με διπλώνεις·
κρύβω στις πτυχές μου τα αδρά σου χάδια,
βαθιά σημάδια από πριν που ’μουν δέρμα
κι ίχνη απ τον ίδρο σου πηχτά σα σπέρμα,
ως τις ραφές μου λινή ξένη κι άδεια.
Πειραιάς, Δραπετσώνα· οργανοποιείο Τάτση, 1937
ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΛΑΚΗΣ
(Μια τυχαία συνάντηση)
« Συμφωνήσαμε να του γράψω στίχους, αλλά επάνω
στη μελωδία. Διαφορετικά δεν μπορούσα. Επί τόπου
(…)με το μπουζούκι στο χέρι ο Χατζηχρήστος άρχισε
να παίζει μερικές μουσικές που είχε γραμμένες από πριν.»
ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΛΑΚΗΣ
Μπορεί στα Χιώτικα κι αλλού,
στα Βούρλα, στο Καστράκι,
μπορεί με κάποια καπνουλού,
με κάποιο κουτσαβάκι.
Μπορεί στου Σάλωνα κι αλλού,
στου Μίχαλου, στου Φάνη
ή στη σπηλιά, λέει, του Κουλού
που τόση φούντα φτάνει·
φούντα τριζάτη απ’ την Ιτιά,
κι απ’ τη μεγάλη Προύσα,
φούντα σαν τη καλή ξανθιά,
σαν την αφράτη ρούσα.
Μπορεί κι αλλού, μπορεί κι αλλιώς
σε κάποια κοριτσιέρα
μιανής Μαριώς ή Βαγγελιώς
ή ακόμη παραπέρα:
στην πόρτα με τα οχτώ σκαλιά
από το χώμα κάτω
σε κάποιας Ρίτας τη φωλιά
– εκεί που πιάνεις πάτο·
εκεί μες στα προσφυγικά
λαγούμια και σοκάκια
με τσιφτετέλια μαγικά,
συρτά και μανεδάκια.
Βλάμισσες κι αγαπητικοί,
φυγόδικοι και μάγκες,
χαρμάνηδες και νηστικοί
στις ξύλινες παράγκες.
Δυο τάλιρα ’χει ο ναργιλές
και πέντε ’χει η πουτάνα.
Ώρες νωθρές και σιωπηλές,
χρόνια σαθρά και πλάνα,
εντός σου αλλάζουνε μορφές
και τρων σαν το σαράκι
τις λιγοστές σου τις γραφές
στιχάκι το στιχάκι·
γραφές που φέρνεις στη γωνιά
κι απλώνεις στο τραπέζι
εδώ, σ’ αυτή τη γειτονιά,
τώρα, που κάποιοςπαίζει.
Αυτός σου παίζει, για ν’ ακούς,
ν’ ακούς για να διαλέξεις
έναν απ’ όλους τους σκοπούς
να του καρφώσεις λέξεις.
Γύρω σου τέλια και κλειδιά,
μισόφτιαχτα καβούκια,
μάνικα μαύρα και φαρδιά,
ξαρμάτωτα μπουζούκια.
Κι αυτοί σου παίζουν – τους ακούς; –
κρυφά, βαθιά και πλέρια,
παλιούς αλλιώτικους σκοπούς
με τα δικά του χέρια…
Να ’ναι ο Σκριβάνος, ο Γυαλιάς
κι ο φραγκοσυργιανιώτης;…
Μπορεί ο Γαβρήλος, ο Δελιάς
μαζί κι ο Αϊβαλιώτης,
μα εσύ παλεύεις τις στροφές
σαν μέσα σε μια δίνη,
μέχρι να γίνουνε μορφές
για κείνον και για κείνη:
Τους θες μεγάλους ή παιδιά
κάπου σ’ αυτή την πόλη;
Τους δίνεις μόνο η βραδιά
ή τη ζωή τους όλη;
Τους δίνεις μόνο μια βραδιά
– τόσο θαρρείς πως φτάνει;
Είναι σ’ αλάνα ή σ’ αμμουδιά,
στα τραίνα ή στο λιμάνι;
Είναι σε μια κρυφή γωνιά,
σ’ ένα θαμπό φανάρι;
Θες να ’χει ζέστη ή παγωνιά,
μισόφωτο ή φεγγάρι;
Εκείνη του μιλά βραχνά
κι εκείνος στέκει μόνο
χαμογελώντας της αχνά
– τάχα με δίχως πόνο,
κι εσύ ριμάρεις τη βραδιά,
ριμάρεις την αιτία
μ’ ενός αλήτη την καρδιά
που δεν κρατάει κακία.