Στον Liam Barry
Φτάσαμε στην πόλη απόγευμα. Πήγα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Το παράθυρο έβλεπε σε αποβάθρα δίπλα στο ποτάμι. Παράξενη θέα. Γερανοί, σωροί από σιδερικά, τεμαχισμένα υλικά, φορτηγά και ελάσματα. Ένα παρατημένο εργοτάξιο. Παράταιρο έστεκε πάνω σε χτιστό πυργίσκο ένα παλιό ρολόι με λατινικούς αριθμούς. Λες πως έχει ξεμείνει από άλλη εποχή. Όμως η ώρα του σωστή. Κυλούσε ρυθμικά, πάντα προσθέτοντας, πάντα ανεβαίνοντας. Όπως το ποτάμι.
Έκανα ντους, άλλαξα ρούχα, κατέβηκα για το δείπνο. Όταν τέλειωσε το φαγητό είχε πια νυχτώσει. Ακολούθησα το υπόλοιπο γκρουπ σε μια μικρή βόλτα στην πόλη. Αλλόκοτη ερημιά την κατοικούσε. Όμως, πίσω από παράθυρα κινούνταν σκιές. Από ένα μπαλκόνι κάποιος μας κοίταζε, εμάς, το κονβόι των διερχομένων, των τουριστών, που έσπαγαν τη στασιμότητα. Ήταν μια κλασική πόλη φάντασμα. Το πρωί ζωντάνευε, μα τις νύχτες τόπος άψυχος. Σε κάτι χαλάσματα κάποιος χτυπούσε μια ένεση. Ο ξεναγός μάς είπε μερικά πράγματα και μόνο η δική μας παρουσία, των ξένων, έσκιζε τη βαριά σιωπή.
Δεν ήταν ασυνήθιστη η ιστορία της πόλης. Μόνο πολύ συμπυκνωμένη. Η κανονική εναλλαγή της άνθησης και της παρακμής διαρκεί συνήθως κάποια χρόνια. Εδώ έγιναν όλα πολύ γρήγορα. Με τη γνωστή ιλιγγιώδη ταχύτητα της εποχής μας. Η πόλη ήκμασε και παρήκμασε με ρυθμούς εφηβείας. Τώρα, στην πτώση της, είχε έναν μαρασμό τόσο ζωντανό ώστε η θλίψη είχε ξεφύγει απ’ τα όρια σωμάτων και ψυχών. Είχε πάρει άλλες διαστάσεις. Σχημάτιζε ένα συμπαγές συναισθηματικό μόρφωμα απελπισίας. Κατά τόπους έμοιαζε να αιωρείται και να στέκεται. Σε άλλα σημεία, να παρασύρεται από τον αέρα. Ήταν μια μάζα απόγνωσης γεμάτη από τους τριγμούς του χρόνου, ένας βουβός σπαραγμός που γλιστρούσε, στάθμευε πάνω σε κάθε τι και το οξείδωνε. Μια μαυρίλα διάψευσης, ήττας και αδιεξόδου. Πόσες ψυχές στέρεψαν απ’ τους ζωντανούς χυμούς τους για ν’ αποκτήσει σάρκα αυτή η κινητή μιζέρια; Τετρακόσιες ογδόντα επτά μέσα σε έναν χρόνο, είπε ο ξεναγός.
Στην πόλη αυτή κάποτε εγκαταστάθηκαν εταιρείες, έδωσαν στους ανθρώπους δουλειά, όραμα, κέφι, προορισμό. Τους φόρτωναν το πρωί στα λεωφορεία να πάνε να χτίσουν το αύριο. Ξαφνικά οι επιχειρήσεις έφυγαν, άλλαξαν έδρα, οι άνθρωποι έμειναν άδειοι. Ποιος γεμίζει τι, αναρωτιέμαι. Οι επιχειρήσεις γεμίζουν τους ανθρώπους ή αντίστροφα; Αφηρημένες έννοιες σέρνουν την ψυχή να πετύχει κάτι: ευτυχία, αγάπη, δόξα, αναγνώριση, δικαίωση, εκδίκηση, αθανασία… άπιαστα πράγματα. Αέρας. Οι επιχειρήσεις αποσύρθηκαν. Κάποιοι αποφάσισαν και τους λογάριασαν μόνο σαν αριθμούς. Εργατικό και άνεργο δυναμικό. Και σκότωσαν την πόλη. Επιχειρήσεις, το νέο πολεμικό όπλο. Πάντα ήταν εύκολο να καταστραφεί οικονομικά ένας τόπος.
Γυρνώ στο ξενοδοχείο και κοιμάμαι με το παράθυρο ανοιχτό. Και τις κουρτίνες ανοιχτές. Είναι τόσο πυκνή η μαύρη χολή αυτού του τόπου, ώστε προτιμώ να με πάρει μαζί της παρά να μένω απέξω να την κοιτώ. Έχει κι η απελπισία τη γοητεία της. Θέλω να την αφήσω να μπει τη νύχτα στο δωμάτιο και να διαπεράσει τον ύπνο μου. Είναι συμβατή με τα κύτταρά μου -καιρό τώρα τρέφονται με ανάλογες συνθήκες στη χώρα μου. Θέλω να γίνω κι εγώ -ο ξένος- οργανικό μέρος της σιωπηρής διαμαρτυρίας όσων καταστράφηκαν εδώ. Θέλω ν’ ακούσω κάτι απ’ το ξέπνοο βογκητό όσων αυτοκτόνησαν στο ποτάμι της πόλης. Τους χειμερινούς μήνες, μας είπε, όταν η φύση τα κάνει όλα πιο δύσκολα κι επιβαρύνεται το θυμικό, πέφτουν τόσοι πολλοί σ’ αυτό το ποτάμι, ώστε σχηματίστηκε ομάδα εθελοντών να επιβλέπει στις όχθες τα επίφοβα σημεία για να τους προλαβαίνει.
Έχει μαγικές τοποθεσίες αυτή η περιοχή της γης. Πελεκημένους κι αγέρωχους τους γκρεμούς, να τους ανεβαίνεις και να νοιώθεις αετός. Βράχια απόκρημνα να ξεσπάνε και να τσακίζονται πάνω τους τα κύματα με τόση έπαρση, τόση άγρια ομορφιά, ώστε κι ο θάνατος να γίνεται άγια πρόσκληση. Απ’ το μεγαλείο της δύναμης και της στιγμής. Σε ένα σημείο ιδανικό μπορεί να αλλάζει περιεχόμενο και η αυτοχειρία. Σκύβω έξω από το παράθυρο. Κι έχει πράγματι μια ιερότητα. Το ιρλανδικό νερό έμαθε να κλαίει και να ιερουργεί διασχίζοντας την πόλη. Θρηνεί και ταξιδεύει τ’ ανθρώπινα λάφυρά του ο ποταμός Σάνον. Γαλήνιο και περήφανο σαν τελετουργικό είναι αυτό το πέρασμα, το σύρσιμο. Η διάβαση των πνιγμένων. Το ακούω. Όπως το ακούτε κι εσείς. Μόνο οι επιχειρήσεις είναι κουφές. Μέσα στις δυο τελευταίες βδομάδες εννιά ψυχές κύλησαν στο μαβί, στην υγρή απόγνωση. Έτσι θα την ονομάζατε εσείς. Εγώ την αποκαλώ επανόρθωση. Σκέφτομαι πως καθώς η αδυναμία βυθίζεται, εκτινάσσεται ψηλά στη σκάλα της δύναμης. Πως όταν ο άνθρωπος λυγίζει και παραδίνεται, εμπιστεύεται τα πάντα, ακόμα και την ανυπαρξία. Και αυτή η σπασμένη αντίσταση ενώνεται με τη φύση και ξαναγυρίζει η ύπαρξη σ’ αυτό που ήταν: ορμή μέσα στο εν δυνάμει της δημιουργίας. Και όταν φτάνει ο ποταμός στη μεγάλη θάλασσα, ένα ξέσπασμα λυτρωτικό, ένα γέλιο ξεπηδά από την κοίτη του. Ανακατεύει πέτρες και δαμασμένα άγρια υλικά και τους προσφέρει σαν δώρα ακριβά τους άψυχους θαλασσοπόρους στου ωκεανού και του χρόνου το απέραντο.
Βρήκα τον τόπο που έψαχνα.
«Αυτοκτονώντας στο Λίμερικ» θα είναι ο τίτλος του άρθρου που θα γράψει ο συνάδελφός μου στην κυριακάτικη εφημερίδα. Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, που βλέπει στο βουβό εργοτάξιο, οι κουρτίνες θα κυματίσουν ανεπαίσθητα. Το παλιό ρολόι θα δείχνει ακόμα τη σωστή ώρα.
* «Tα λάφυρα» είναι ένα από τα διηγήματα της συλλογής της Kατερίνας Kαζολέα με τίτλο H κορδέλα που τυπώνεται αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Μανδραγόρας.