11.1.20 Σάββατο. Μια μέρα που να μην την ξαναζήσω. Τηλεφώνησε ο μαύρος γαμπρός: πάει την Μαρία στο Νοσοκομείο του Γούλογκογκ δεν είναι καλά. Ερχόμαστε λέμε, έρχομαι λέει κι ο Αντώνης. Κι ακουγόταν τόσο χαρούμενη στο τηλέφωνο η Μαρία. Τι χαρούμενη; λέει η Αρετή: Σήμερα το πρωί μου είπε «είμαι ευτυχισμένη επειδή δεν έκλαψα». Θεωρεί ευτυχία ότι δεν έκλαψε.
Τι είναι η ευτυχία σκέφτομαι; ενώ περνάμε μέσα από δάση που δεν έχουν ακόμη καεί. Κανείς δεν είναι ευτυχισμένος μέσα στον κοινωνία του κέρδους, οι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι. Καταθλιπτικοί. Κι η Αρετή και η κόρη μου και ο γιος μου. «Μας κατέστρεψε ο τύπος , δεν είναι άνθρωπος αυτός, ένα άχρηστο τομάρι μόνο ο εαυτός του, δεν αγαπάει κανένα». «Σιγά μωρέ, δεν είναι εγκληματίας, τεμπελχανάκος είναι». «Πάψε να τον υποστηρίζεις, δεν σε μπορώ». Παύω να τον υποστηρίζω. Τελικά είναι να μην εξουσιοδοτήσεις κανένα να σε γαμήσει. Δεν θα γλυτώσεις.
Σκέφτομαι αν αξίζει πράγματι να γράφω όλα αυτά τα θλιβερά πράγματα στο ημερολόγιο Αυτά όμως ζω, αυτά γράφω. Γράφω μελαγχολικές ιστορίες, πολύ προσωπικά, δεν είναι λογοτεχνία. Μας έχει προδώσει η λογοτεχνία. Άλλα γράφεις, άλλα βγαίνουν. Βγαίνει ίσως κι ο αληθινός σου χαρακτήρας. Καλά το λέει ο Στάιμπεκ και τόχω ξαναγράψει πλειστάκις : Χαμέρπεια είναι η γρΑΦΗ και με τις καλύτερες προθέσεις.
Αλλά εδώ καιγόμαστε απ’ όλες τις μεριές. Φτάνουμε στην πόλη του Γούλογκογκ η οποία κι αυτή χτίζεται καταβροχθίζοντας το τοπίο. Πάμε στο Νοσοκομείο ο Αντώνης είναι ήδη εδώ, ο μαύρος με επίδεσμο κάτω από το γόνατο, σαγιονάρες και κάλτσες στο πόδια, με μουστάκι, μια εικόνα χάλια, για να πάρει το επίδομα από την Πρόνοια του τραυματία. Πού είναι αυτός που πούλαγε ομορφιά και καουμποϋλίκι στην οθόνη; Ο Αντώνης αρχάγγελος δίπλα στην αδελφή του που είναι καλωδιωμένη με ένα σαραβαλιασμένο χαμόγελο.
–Έπαθα ένα επιληπτικό επεισόδιο, λέει η Μαρία, αλλά αυτοί δεν το παραδέχονται.
–Έλα βρε Μαράκι, τι είναι αυτά που λες…
–Ναι σου λέω, αφού δάγκωσα τη γλώσσα μου, μας τη δείχνει είναι κατακρεουργημένη, κόκκινη, μαύρη.
–Ωραία θα περιμένουμε τα αποτελέσματα. Παίρνουμε τα παιδιά και πάμε στην πισίνα του ξενοδοχείου. Η μάνα έχει μείνει με την κόρη. Ανεβαίνουμε πρώτα στη σουίτα. Μία θέα καταπληκτική σε ένα δωμάτιο βομβαρδισμένο. Φαγητά μισοτελειωμένα μετά την πτώση της Μαρίας, βαλίτσες επί του εδάφους ανοιχτές, παιχνίδια, μπισκότα βρακιά, λάδια, πετσέτες μπάνιου, ένας χαμός, μια γυφτιά κι ένα μπουκάλι βότκα στην τουαλέτα. Καλά. Ο γαμπρούλης δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να σηκώσει έστω κι ένα μπισκότο από κάτω. Βαριέται που ζει. Δεν έρχεται στην πισίνα. Κι εγώ βαριέμαι που δεν ζω.
Μετά το μπάνιο των πιτσιρικάδων πάμε με τον Αντώνη χωρίς το μαύρο γίγαντα για φαγητό. Το μενού για το άτομο είναι 99 δολ. Αλλά δεν υπάρχει θέση. Βλέπεις, λέω του Αντώνη, πόση κίνηση υπάρχει. Είναι Σάββατο, έλα στις εννιά, δεν θα υπάρχει ψυχή, απαντάει. Τελικά καθόμαστε σε ένα μιλκ μπαρ, τα παιδιά τρώνε κάτι άθλια καλαμαράκια, ίσα που τα αγγίζουν, ο Αντώνης χέμπουργκερ, εγώ πίνω μιλκ σέικ. Παίζουνε και σε κάτι φλιπεράκια. Κι ύστερα παγωτό σε άλλο μαγαζί. Φωτογραφίζω τους τεράστιους λευκούς παπαγάλους με το βασιλικό λειρί. Μετά πάμε στο Νοσοκομείο. Οι κοπέλες περπατάνε με αυτοπεποίθηση στους δρόμους και σε κοιτάζουν κατάματα στέλνοντας ένα ωραίο χαμόγελο. Η Μαρία βγαίνει, τα αποτελέσματα ήταν οκέι. Παρακαλάει ναζιάρικα να μείνει ο αδελφός της γιατί το πρωί ο άντρας της έχει δουλειά στο Σύδνεϋ Κυριακάτικα. Ο Αντώνης υποχωρεί, κλείνει δωμάτιο 300 δολ. Κι εμείς φεύγουμε.
Στα μέσα της διαδρομής ο μαύρος καβαλάρης καλεί: «Η Mαρία έπαθε panic attack come back γυρίστε πίσω». Ακούγεται ο Αντώνης τώρα που είναι μαζί τους: «Μην έρχεστε θα την πάω εγώ στο νοσοκομείο». «Τα παιδιά;», ρωτάει η Αρετή. «Τα παιδιά θα μείνουν με τον Μάρκες», λέει ο Αντώνης. Η ώρα είναι 20:20 του 2020. Ωραίο στρογγύλευμα αριθμών, θα περιμένουμε κάθε βράδυ τέτοια ώρα τους αριθμομάντεις να μας ενημερώσουν για τις επερχόμενες δυστυχίες.
Όταν πλησιάζουμε στο Σύδνεϋ ο Μάρκες ξανατηλεφωνεί: «Η Μαρία είναι τρομοκρατημένη». «Πώς είναι τρομοκρατημένη η Μαρία αφού έχει πάει στο νοσοκομείο με τον αδελφό της;». «Τα παιδιά είναι τρομοκρατημένα». «Πατέρας τους, είσαι ηρέμησέ τα, δεν γυρνάμε».
Ο Αντώνης μας καθησυχάζει τα μεσάνυχτα. Όλα εντάξει.
- Ιδανικός κι ανάξιος εραστής. Στις 11 Iανουαρίου του 1910 γεννιέται ο Νίκος Καββαδίας. Ασυρματιστής φορτηγών πλοίων, ποιητής ηδονιστής «λένε γι αυτόνοι ναυτικοί πως είναι κακοτράχαλο, τομάρι διεστραμμένο».
12.1.20 Κυριακή. Μάλλον χειμώνιασε, 20 β Κελσίου αλλά η καπνίλα στο φόρτε της. Ήλθε το σούπερ girl με τον αδερφό της και με το ένα εκατομμύριο χαμόγελο. Μπόρα ήταν και πέρασε, Μάριε. Καλά υπάρχουν απαγορεύσεις: όχι οδήγηση για έξι μήνες, όχι αλκοόλ, όχι αναχώρηση με οκτώ μποφόρ κλπ. Είναι σε ρέντα η daughter Μαρία αν και πονάει από το πέσιμο. Περιγράφει πόσο λειτουργικό και ανθρώπινο ήταν το νοσοκομείο, οι μικρές πόλεις είναι καλύτερες
–Αν και ραγδαίως μεγαλώνουνε λέω, η λογική του Τέρατος κερδίζει.
–Ναι αλλά υπάρχει η κοινότητα φάδερ, ξεραίνονται μεταξύ τους, όσο κι αν έχουν τα δικά τους οι οικογένειες είναι πιο ανθρώπινες, δυσκολίες βέβαια υπάρχουν παντού, ήταν ένα ς παππούς δίπλα μου που έμενε μόνος του, εντελώς τυφλός είχε δυο γιους και μια κόρη, με την κόρη δεν μιλιότανε, ο ένας γιος ήθελε να τον πάρει μαζί του, ο γέρος ήταν εγωιστής και δεν ήθελε, ο άλλος γιος έλεγε στον πατέρα να τα βρει με την κόρη του και να πάει να ζήσει μαζί της, γιατί στο τέλος θα πέσει σε κανένα πηγάδι έτσι στραβός που είναι, «βλέπεις daddy υπάρχουν different angles για να δεις τις οικογένειες, όπως εσύ δεν βλέπεις πως πνίγομαι να ζω τριάντα χρόνια στο ίδιο δωμάτιο και τη μαμά λοχία από κάτω. Και από την άλλη μεριά του κρεβατιού μου ήταν μία ογδοντάρα κουφή που έλεγε συνέχεια Only Macedonian, Only Macedonian ήθελε μεταφραστή στη γλώσσα της κι είχε μια γλώσσα μπαμπά που δεν την είχε δαγκώσει καθόλου».
- Ζώδια: Αστρολογικές προβλέψεις της ημέρας –Τα ερωτικά σας «βαδίζουν» σε καλό δρόμο. Ακριβώς, επειδή η κόρη μου «πετάει» αυτή τη στιγμή, κι αυτή τη στιγμή είμαι ευτυχισμένος.
Δημήτρης Τζουμάκας