Ημερολόγιο ασημάντων 215: σειρά από λάθη/ συνταξιούχος με βρεγμένη απόφαση ήθελε να αλλάξει τον κόσμο | Δημήτρης Τζουμάκας

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

 

14.11.19 Πέμπτη. Μια σειρά από εκνευριστικά μικρολάθη. Στο Ιατρικό Κέντρο Παπανδρέου πήγα να πάρω αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων και ακούγοντας από απέναντι τις μουσικές για το τριήμερο του Πολυτεχνείου αντί να χτυπήσω «Αποτελέσματα» στο μηχάνημα και να πάρω το σχετικό χαρτάκι , χτύπησα το κουμπάκι «Αιμοληψία». Κι ακόμη περιμένω σαν χάνος !

Δεύτερο λάθος. Βγήκε η σύνταξή μου. Ναι, ναι, αυτή που περιμέναμε τέσσερα ολόκληρα χρόνια, να έλθει. Γιούπιιιι. Μπήκαν κάποια χρήματα στο λογαριασμό, πολύ καλό αυτό και πρέπει να πάω στην οδό Αγησιλάου να πάρω αντίγραφο της απόφασης να το πάω στην πρώην δουλειά μου, στο πρώην υπουργείο Τύπου μπας και μου δώσουν κατόπιν αιτήσεως ένα μικρό είδος εφάπαξ, το οποίο καθιερωμένο από το έθος, δίδεται στους εργατικούς δημοσιογράφους του Δημοσίου !

Κοιτάζω στο Ιντερνέτ του κινητού, η οδός Αγησιλάου είναι κοντά στην Ακαδημίας χαμηλά. Φτάνω, πολλή αστυνομία. Ματατζήδες φάλαγγα κατ’ άνδραν. Ημέρες Πολυτεχνείου. Ένας από αυτούς φορτωμένος σαν χαμάλης με κράνη τα ξεφορτώνει στο σιδερόφρακτο πούλμαν, άλλος χαμάλης με γυαλιά μυωπίας κουβαλάει ασπίδες. Ας το δούμε κι απ’ την άλλη μεριά: Αυτά τα καλά, ταλαίπωρα παιδιά ξεροσταλιάζουν με τις ώρες για ένα μεροκάματο ξεφτίλας, δια να μας φυλάσσουν από τους τρομοκράτας, για να δέρνουν και να τρώνε πέτρες και μολότοφ στο κεφάλι, ντρέπονται να πουν που δουλεύουν και οι διαδηλωτές φωνάζουν «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι». Sad case. Εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει πουθενά η οδός Αγησιλάου, ξανακοιτάζω στο Ιντερνέτ είναι κοντά στην οδό Ακάδημου στην Κουμουνδούρου και όχι στην Κάνιγγος, ουχί στην οδό Ακαδημίας όπως νόμιζες, ζώον Τζουμάκα. Και πόσα άλλα λάθη έκανα που δεν τα συνειδητοποίησα. Γιατί είμαι εξυπνάκιας. Ρίχνω μια ματιά και νομίζω ότι τα κατάλαβα όλα.

Θα συνφάγω με το Φύσσα σε ένα μαγέρικο στη Θεμιστοκλέους έχω ραντεβού δεν προλαβαίνω να πάω για τη σύνταξη κουβαλάω και το μπουφάν του μαζί μου να του το δώσω. Τρώμε ψαρόσουπα στα Εξάρχεια σαν τουρίστες. Έρχεται και η αγαπημένη του Αντωνία και κοιτάζονται στα μάτια. Φεύγω. Θα χαζέψω στο Πολυτεχνείο στην Αρχιτεκτονική. Κι έχουμε θέματα και δουλίτσες, ένα ένα βγαίνουν, καλά και κακά. Στομαχολόγος, Εφετείο, ΕΦΚΑ για σύνταξη, η θυγατέρα μου στο Σύδνεϋ σε κρίση και απόγνωση, η Μπέμπα συνεχώς να νιαουρίζει και συν τοις άλλοις θέλουμε να αλλάξουμε και την Ελλάδα. Παλαιότερα θέλαμε τον κόσμο ολόκληρο. Να αλλάξουμε και τον πλανήτη. Εδώ δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον εαυτό μας. Και στο τέλος θα εξαφανιστούν όλα, και ο εαυτός μας και η Ελλάδα και ο πλανήτης. Νομοτελειακά. Οσονούπω. Αύριο κιόλας… Σε λίγο θα είναι αύριο.

15.11. Παρασκευή. Ημέρα κατάβασης στο λαβύρινθο του αρχείου του δικαστικού κράτους απέναντι από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, Λουκαρέως 14, αναζητώντας μία απόφαση. Για την ακρίβεια δύο. Όχι για τη σύνταξη αλλά τις αγωγές περασμένου αιώνος. Υπόγειος χώρος, ψηλοτάβανος με συρόμενους φοριαμούς που φτάνουν μέχρι τον ουρανό, τέσσερα πατώματα κάτω από τη γη, καινούρια πράγματα,. Oρδές από δικηγόρους. Ουρές επί ουρών. Ρωτάω και μπαίνω σε μια βατή, ανθρώπινη ουρίτσα 

–Είστε δικηγόρος; με ρωτάει ο υπάλληλος.
–Όχι.
–Τι απόφαση έχετε; Τακτική;
–Τακτική /άτακτη δεν ξέρω.

Ο υπάλληλος σκαρφαλώνει σαν Ταρζάν φέρνει ένα έγγραφο το οποίο δεν έχει σχέση με μένα. Με ρωτάει για την υπόθεση, του λέω κομπιάζοντας ενώ η ουρά πίσω μου αδημονεί.

–Δοκιμάστε στα εργασιακά.
–Πού;
–Εκεί στον Κώστα.

Ο Κώστας μου κάνει νόημα καθώς βαδίζει στο διάδρομο. Τον ακολουθώ, βαδίζει αρκετή ώρα, δεν ξέρω πού πάει, υποθέτω σε κάποιο φοριαμό. Παίρνει ένα σάντουιτς από μία συνάδελφο ξαναξεκινάμε πάει προς το κυλικείο, περπατάμε πού πάμε βρε άνθρωπε; τον ρωτάω.

–Εσύ δεν κάνεις διάλειμμα το μεσημέρι στη δουλειά σου;
–Πέστο βρε χριστιανέ.

Ξαναγυρίζω στον προηγούμενο υπάλληλο που είναι απασχολημένος στο φουλ, περιμένω κανα μισάωρο, ξανασκαρφαλώνει και βρίσκει επιτέλους εκεί στα υπόγεια ύψη την πολυπόθητη απόφαση. Είναι βρεγμένη γιατί μπήκανε νερά. Πώς μπήκανε, από πού ; Κι άλλοι φάκελοι εκεί απλωμένοι, βρεγμένοι, με μισοσβησμένα έγγραφα. Εδώ δεν είναι Το Υπόγειο του Ντοστογέφσκι, εδώ είναι Ο Πύργος του Κάφκα αντεστραμμένος. Παίρνω το μουλιασμένο μου έγγραφο και καθώς το κοιτάζω περίλυπος «έχω μιλήσει κύριε στην τηλεόραση γι αυτή την κατάσταση πηγαίνετε στο μηχάνημα και βγάλε φωτοαντίγραφο». Πού είναι αυτό;

Εκεί είναι το φωτοτυπικό, πολλά φωτοτυπικά, πολλή και η ουρά. Προσπαθώ να πλασαριστώ στη μικρότερη μπας και προλάβω την απόφαση του Εφετείου πριν κλείσουνε «έχω πολλά να εκτυπώσω» μου λέει ο μπροστινός μου, τι να κάνω, περιμένω. Πληρώνω το φωτοτυπικό, επιστρέφω το βρεγμένο πρωτότυπο στον υπάλληλο. Δεν θέλεις επικύρωση; μου λέει. Πώς δεν θέλω. Ωραία πηγαίνετε να αγοράσετε μεγαρόσημο. Πού είναι αυτό; Εκεί που είναι και τα φωτοτυπικά. Τελειώνει κι αυτό και ανεβαίνω στον τρίτο όροφο στο Εφετείο.

Εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο χαλαρά: Στα ωραία τους γραφεία πέντε θήλεις υπάλληλοι κοιτάζουν τα κινητά τους. Παρασκευή μεσημέρι και κλείνουμε. Κάνω φωτοαντίγραφο παίρνω μεγαρόσημο το οποίο είναι 20 σεντς φτηνότερο. Γιατί είναι φτηνότερα εδώ; Γιατί εδώ είναι ο δικηγορικός σύλλογος κάτω είναι οι ιδιώτες. Και το Εφετείο ιδιωτικό θα γίνει

Το βράδυ με πρόσκληση από την Eurobank παρακολουθώ με την Μπέμπα στο Village του Mall Aμαρουσίου την πρεμέρα της ταινίας «Κόντρα σε όλα», αμερικανιά σε πριβέ προβολή, σαν πασάς. Κατά τη διάρκεια της ταινίας φαγητό, μοσχάτο κρασί και ποπ κορν, με ξακουφάνανε όμως τα μαρσαρίσματα των αυτοκίνητων από τα ηχεία στην αίθουσα. Όταν τελειώνει η ταινία έξω δείχνει χειμώνα: ψιλοβρέχει, μια υγρασία, μια δυσθυμία και οι νεολαίοι του Αμαρουσίου κακαρίζουν στο τρένο.

 

Δημήτρης Τζουμάκας