γραμμένο εξ αιτίας της Φωτεινής Βασιλοπούλου (Φωτεινή του Νότου),
αφιερώνεται στη μνήμη του πατέρα μου, Χρήστου
Ξετύλιγε το λάστιχο κι εγώ έκανα υπολογισμούς: Για να βρω πόσα μέτρα είναι όλη αυτή η κατηφόρα που κατεβαίνει κουτσαίνοντας, πρέπει να υπολογίσω την πλευρά ενός ορθογώνιου παραλληλόγραμμου για το οποίο ξέρω το εμβαδόν. Αφού όλο το κτήμα είναι τέσσερα στρέμματα και το ένα στρέμμα αντιστοιχεί σε χίλια τετραγωνικά μέτρα, η επιφάνεια είναι τέσσερες χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα. Δηλαδή η μία πλευρά ισούται με τη ρίζα του τέσσερις χιλιάδες! Ποια είναι όμως η τετραγωνική ρίζα του 4000 και με ποια διαδικασία την υπολογίζουμε; Μια αχνή εικόνα μου ερχότανε στο μυαλό για τον πίνακα που κυκλοφορούσε στα τετράδιά μας μαζί με κείνο το ποιηματάκι «αεί ο θεός ο μέγας γεωμετρεί», αλλά πέρα από αυτό, ένα σκοτεινό πέπλο, μια σκοτοδίνη. Η φαντασία μου ήταν αλλού απασχολημένη. Βιαζόμουνα. Έπρεπε να φύγω. Η επίμονη, βασανιστική μου βιασύνη.
Δε μπορούμε να κουβαλάμε τις μηχανές. Ούτε να ανεβαίνω την ανηφόρα. Θα φκιάσω το γαλάζι στη χοντρολιά. Εσύ κάτσε στη βρύση μέχρι να γιομίσει το βαρέλι και μετά έλα να με βοηθάς με τη μηχανή. Πάρε τούτο το κατσαρόλι με το χεράκι να μη σε κάψει το γαλάζι και σου ξεράνει τα χέρια, που είσαι άμαθη.
Φορούσε κασκέτο, κι ένα μαντήλι που σκέπαζε λίγο από το πρόσωπό του. Τα χέρια του – χωρίς γάντια – άγρια και ξερά. Αφυδατωμένα. Είχε καλύτερη επαφή χωρίς γάντια, έλεγε. Δεν τα ήθελε. Μόνο ένα αδιάβροχο είχε ζητήσει να του φέρει ο αδερφός του απ’ την Αθήνα. Μακρύ με κουκούλα και παντελόνι. Να το φοράει όταν βρέχει. Κυρίως στον κλάδο – χρειαζότανε πάνω από μήνα για να κλαδέψει όλα τα κλήματα μία-μία βέργα, με προσοχή μέχρι το κλήμα να δείχνει όμορφο, αυτός ήταν ο κανόνας. Κανείς άλλος. Α ναι, και ο μήνας: Ιανουάριος! Είχε συνήθως παγωνιά το Γενάρη. Μπορεί να έβρεχε κιόλας. Γι αυτό νομίζω ότι ζήτησε το αδιάβροχο. Ένα κίτρινο χοντρό πλαστικό αδιάβροχο, που όμως δεν τον θυμάμαι να το φοράει. Σε κάτι αλκυονίδες είχα πετύχει, που έβγαζα τις κομμένες λούρες (βέργες) στο αλώνι.
Ζουζουνίζανε τότε τα ζωύφια, μέλισσες και κάτι άλλα σκούρα χνουδωτά έντομα, κελαηδούσανε και τα πουλιά πάνω στα δέντρα αλλά το πιο μαγικό ήτανε η σιωπή. Η εκκωφαντική σιωπή της εξοχής. Σα να απλωνότανε ο κόσμος, απέραντος, όπως εκείνη η ηδονή του έρωτα που σε παραλύει και δε θέλεις τίποτα άλλο- τίποτα άλλο στη ζωή σου και σε όλη σου την ύπαρξη. Τίποτα απολύτως!
Τώρα όμως ούτε σιωπή ούτε μαγεία. Τώρα βιαζόμουνα πολύ. Ο καιρός μου ήτανε ένα κενό. Δεν πρόσεχα ούτε τον γαλανό ουρανό ούτε την υπέροχη θάλασσα στο βάθος. Δεν με γοητεύανε τα πράσινα, θαυμάσια φύλλα που κυματίζανε απαλά στο φύσημα του ανέμου. Έπρεπε να φύγω. Είχα κανονίσει κρυφά απ’ όλους – κι από τον εαυτό μου σχεδόν – εκείνο το ραντεβού.
Κανείς εδώ δεν καταλάβαινε την αγωνία μου για τη ζωή που φεύγει και πετά μακριά, για τα δικά μου, κατάδικά μου όνειρα, αυτά που είναι στα φυλλοκάρδια – ένα μέρος βαθύ και άγνωστο ακόμη και σε μένα, πόσο μάλλον στη μάνα και τον πατέρα και όλο το σόι που έχει λόγο και άποψη…
Χωρίς να έχω ακόμη «ξεσκονίσει» τον Καβάφη, το ένιωθα μέσα μου το κάλεσμα από το Σύνταγμα της Ηδονής, μια δύναμη ισχυρή, ένα σπρώξιμο τρομακτικό μαζί με την ανάσα, πρέπει να έβγαινε από τα σωθικά, να ζυμωνότανε μαζί με το αίμα, να κυλούσε στις φλέβες, να γινότανε κομμάτι από το δέρμα, από τα νεύρα και από άλλα μέρη άγνωστα και σκοτεινά κι αδιευκρίνιστα. Δεν ήταν ένα κομμάτι όπως ας πούμε σπυρί που σπας το κακάδι, ούτε μια μύξα που την πετάς ή και κάποιο δάχτυλο ακόμη που εν πάση περιπτώσει μπορείς να το δέσεις σφιχτά, να το κόψεις στο τέλος άμα σε ενοχλεί και σε δυσκολεύει.
Σύμφυτο, συνυφασμένο.
Δεν ήξερε ο πατέρας, δε μπορούσε να υποψιαστεί γιατί τώρα γκρινιάζω τόσο πολύ, γιατί βιάζομαι και παριστάνω την πολυάσχολη. Τι τα θέλεις πια τα κλήματα! Άσε μας κι εμάς να κάνουμε τη ζωή μας! Έχουμε και μεις ζωή!
Αν ήξερε ο πατέρας… Μπορούσε να ξέρει άραγε; Ήθελε να ξέρει;
Κανένα νόημα δεν είχε να ξέρει – τώρα που έφτασα στην ηλικία του το νιώθω. Το θέμα ήτανε να ξέρω εγώ για να τραβήξω το δρόμο μου.
Γαλαζώματα, κλαδέματα και το μεγάλο μυστήριο του θειαφίσματος, βγάζανε γλώσσα στο ραντεβού μου, που δεν γινότανε όμως να το ξεκανονίσω.
Ελένη Γ.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: «Εμείς γαλαζώναμε τρία χέρια. Το πρώτο όταν ο βλαστός ήτανε ένα πήχη. Το δεύτερο, σε δεκαπέντε μέρες και το τρίτο, μετά το χαράκι. Για τα τέσσερα στρέμματα φτιάναμε ένα βαρέλι (μια βούτα) διακοσάρι. Αν δεν έφτανε είχαμε κι ένα μικρότερο, εκατό κιλά. Λιώναμε τη γαλαζόπετρα στο νερό και βάναμε και τον ασβέστη. Αν δεν το πετύχαινες το γαλάζι, την έπιανε περονόσπορος τη σταφίδα». (Κατίνα Γούλα)