Οι Αθλοφόροι του Δημήτρη Ξυδερού και η
Αντιστροφή του Ηλία Λιατσόπουλου
Δύο πρόσφατες δουλειές, μία ποιητική σύνθεση και μία συλλογή δεν πρέπει να περάσουν ασχολίαστες. Θεωρούμε ότι έχουν να πουν αρκετά. Κυρίως, όμως, προοιωνίζονται και υπόσχονται. Έχουν ποιητικά δείγματα, έχουν σπέρματα ζωντανά, αξιοποιήσιμα, και το σημαντικότερο, έχουν το πνεύμα και το χρώμα της εποχής τους, διαμορφούμενα ακόμη, και θεματικά και μορφικά. Διακρίνουμε, με άλλα λόγια, μια γνησιότητα, μια αυθεντικότητα, πέρα από το τελικό αποτέλεσμα, το οποίο μπορεί να το βλέπει κανείς με κάποιες επιφυλάξεις, προβάλλοντας ίσως και εύλογες ενστάσεις. Το νέο δημιουργούσε ανέκαθεν αντιρρήσεις που μόνο ο χρόνος τις δικαιώνει ή τις ακυρώνει.
Η πρώτη περίπτωση, έκδοση του 2018, είναι οι Αθλοφόροι του Δημήτρη Ξυδερού[1]. Κυκλοφόρησε από τις «Εναλλακτικές Εκδόσεις» και πρόκειται για σύνθεση που υπόσχεται σίγουρα στο μέλλον. Η επιμονή για βελτίωση, η προσεγμένη δουλειά, η περαιτέρω μελέτη θα το δείξουν. Πιο πολύ θα μετρήσουν οι αντοχές του Ξυδερού, ο οποίος έχει δώσει και προγενέστερα δείγματα, επί άλλου ειδολογικού πεδίου, επίσης ποιητικού, δείγματα μοντέρνα, στη συλλογή του Διασταύρωση χωρίς φανάρια, το 2011, με γραφή συγγενεύουσα με αυτήν του Ηλία Λιατσόπουλου[2] – η από κοινού παρουσίασή τους και από αυτό το σημείο έχει την αρχή της.
Οι Αθλοφόροι είναι συνθετικό έργο, το οποίο μας οδηγεί σε παραδοσιακές φόρμες, με ιστορικοπολιτική στοχοθεσία και επικολυρικό χρώμα, που, τηρουμένων των αναλογιών, ως σύλληψη και θεματική προσέγγιση οδηγεί σε παλαμικά πρότυπα, σε απαιτητικά έργα, όπως στον Δωδεκάλογο του Γύφτου και την Φλογέρα του Βασιλιά. Ο ποιητής, γνώστης της βυζαντινής ιστορίας και φιλολογίας ζωντανεύει στο έργο του μια πολύ σημαντική για την ταυτότητα του νεότερου ελληνισμού εποχή, την εποχή της δυναστείας των Κομνηνών. Τρία σημεία θα τονίσουμε ως αξιοπαρατήρητα: αρχικά, την αναδρομή στο ξεχασμένο ποιητικά Βυζάντιο, με τις τόσες προκλήσεις και ευκαιρίες, με την επιλογή, ειδικότερα, μιας εποχής που λάμπρυνε αλλά και στιγμάτισε τον διαμορφούμενο νέο ελληνισμό. Το δεύτερο είναι η εμβάθυνση και η μελέτη, προϋπόθεση ποιητική που εγγράφει υποθήκες για το μέλλον – μελέτη ιστορική, φιλολογική, γλωσσική και ευρέως πολιτιστική. Το τρίτο έχει σχέση με την αξιοποίηση μιας μακράς παράδοσης που το πολυπολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ζούμε, μοιραία, θα λέγαμε, άρχισε να στρέφεται προς αυτήν και θα συνεχίσει όσο οι ταυτότητες των λαών θα παραποιούνται, θα νοθεύονται και θα πολτοποιούνται.
Ο Ξυδερός επιχείρησε δύσκολο πείραμα και επέτυχε. Θα μπορούσε να του καταλογίσει κανείς μια πληθωρική διάθεση να συμπεριλάβει τα πάντα, γεγονός που διαταράσσει την οικονομία του έργου και το καθιστά δύσβατο σε κάποια σημεία. Ωστόσο, δεν πέφτει στην παγίδα να υποταχθεί στη γεγονοτολογική ιστορία. Επίσης, η συνήθεια, η πρακτική, ορθότερα, που έχει επιβληθεί πλέον, εννοούμε των σημειώσεων στο τέλος των ποιητικών συνθέσεων, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί αποτελεσματικότερα για την ευκολότερη πρόσβαση στο έργο. Θα μπορούσε δηλαδή ο ποιητής να ήταν πιο βοηθητικός στις σημειώσεις του αυτές. Αλλά το αποτέλεσμα πρέπει να μας μένει, και αυτό υπήρξε ελπιδοφόρο σαν τους αθλοφόρους του.
Ο Ξυδερός μέσα από αποτυχίες, δυσκολίες και ανθρώπινα πάθη αφήνει να αιωρείται ο πόθος της αναγέννησης – η κομνήνεια αναγέννηση υπορρέει ως ιδέα, παράλληλα με τον εφιάλτη της διάλυσης, σε μια σύγκρουση της ανοδικής πνευματικής πορείας και της κρίσης των αξιών, που αφήνει στην ψυχή του αναγνώστη μια στιφή γεύση, παραπέμποντας σε καταστάσεις που βιώνουμε σήμερα και συνδέοντας παραδειγματικά το τότε με ό,τι βιώνουμε στις μέρες μας.
Ο Ηλίας Λιατσόπουλος, ο δεύτερος ποιητής, αν δεν σφάλλουμε, κάνει την πρώτη του εμφάνιση με την Αντιστροφή, έκδοση του Ηριδανού (2019). Ως πρωτοεμφανιζόμενος βιάζεται να περιλάβει ό,τι έχει θησαυρίσει από τα διαβάσματά του – διαβάσματα που αφήνουν να φανεί η πλούσια, παρά το νεαρό της ηλικίας, σκευή του, θεωρητική, ειδολογική, γλωσσική. Θεωρούμε ότι το υλικό που φέρει μέσα του, αξιοποιούμενο με υπομονή θα είναι το όπλο του για την συνέχεια – παράδοση, νεοτερική γραφή και μοντέρνο είναι εμφανή στα ποιήματά του, κάπου όμως διαταράσσουν την ενότητα της συλλογής, αφού, για να ελεγχθούν και να παντρευτούν, θα απαιτούσαν πολλές σελίδες. Ωστόσο, το νέο και το φρέσκο που προβάλλει μέσα από τους στίχους του δεν μπορεί να το παραβλέψει κανείς, αντίθετα επιβάλλεται να το επισημάνει.
Μοντέρνα και μοντερνιστικά στοιχεία, πρωτότυπες κατασκευές, γλωσσικοί πειραματισμοί και πρωτοτυπίες – η ερωτοτροπία με τις δυνατότητες της γλώσσας πολλά υπόσχονται μελλοντικά – οπτικοποιήσεις και σχηματικές αποδόσεις με ιδιόμορφα σύμβολα, αν μη τι άλλο, δηλώνουν την ενασχόληση του ποιητή με την ποίηση και τους γόνιμους προβληματισμούς του και παρά τον καταιγιστικό τρόπο παρουσίασής τους σε ένα πολύμορφο μωσαϊκό αφήνουν να διαφανεί η ποιητική στόφα του Λιατσόπουλου. Οι συνδυασμοί του μας φέρνουν στη σκέψη τη γραφή του Σκαρίμπα, χωρίς το χιούμορ του, αλλά με μια αξιοπρόσεκτη ειρωνεία, συγκερασμένη με την ανάγκη για πολύτροπη έκφραση. Το ίδιο ενδιαφέρον παρουσιάζει το διακειμενικό υλικό του, που οδηγεί στην ίδια αφετηρία, στην υπολογίσιμη γνώση της ελληνικής και της ξένης ποίησης. Ο κατάλογος των προσώπων και των σκηνών που έχει επιστρατεύσει ο Λιατσόπουλος είναι μεγάλος, είναι μια περιουσία που ήδη απέδωσε καρπούς και η καλή διαχείρισή της στο μέλλον θα αποδώσει περισσότερους.
Ποιήματα ποιητικής, τεκμήρια αγωνίας για τη διατύπωση των σκέψεών του, και αυτά συντείνουν στην ανάδειξη του νέου στους στίχους του Λιατσόπουλου, ο οποίος συνάπτει στενά ποίηση και ζωή. Ως προς το περιεχόμενο, πολυθεματική η συλλογή του, προσεγγίζει τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου, αφήνοντας να διαφανεί μια προτίμηση προς ό,τι σχετίζεται με την τραυματισμένη πνευματικότητά του. Εκείνο όμως που της δίνει βάθος είναι η αναγνώριση πολλών και μεγάλων μορφών της ποιητικής μας παράδοσης, οι οποίες περνούν μέσα από τους στίχους του, δίνοντας μια αίσθηση ενότητας, μια έκδηλη ανάγκη διαλόγου με το λογοτεχνικό παρελθόν, ώστε να καταγραφεί και η φωνή της μετέωρης γενιάς του.
Η αρχή είναι καλή και για τους δύο ποιητές και αυτό πρέπει να μείνει από το σημείωμά μας. Η ποίηση έχει τίμημα. Ο ποιητής πληρώνει για να την θεραπεύσει. Η υπομονή, η επιμονή και η μελέτη θα δείξουν ποια θα είναι η διαδρομή τους. «Αν δεν πληρώσουμε/ θα πεθάνουν οι πιστωτές». Η ποίηση μάς πιστώνει, αλλά απαιτεί θυσίες αντί τόκων. Οι στίχοι είναι του Λιατσόπουλου. Ταιριάζουν στην περίπτωσή μας. Τα πάντα κοστίζουν και πρέπει να μάθουμε να πληρώνουμε, για να σεβόμαστε τον κόπο μας.
Θεοδόσης Πυλαρινός
[1] Δημήτρης Ξυδερός, Αθλοφόροι, Εναλλακτικέ εκδόσεις, Αθήνα, Απρίλιος 2018, σελ. 70.
[2] Ηλίας Λιατσόπουλος, Αντιστροφή, εκδ. Ηριδανός, Αθήνα Φεβρουάριος 2019, σελ. 48.