Δήμος Χλωπτσιούδης | Η δοξασία της παπαρούνας

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras

 

 

εἶδον θύρα ἀνεῳγμένη ἐν τῷ οὐρανῷ
καὶ ἡ φωνὴ ἡ πρώτη ἣν ἤκουσα
ὡς σάλπιγγος λαλούσης μετ ̓ ἐμοῦ, λέγων·
ἀνάβα ὧ δε καὶ δείξω σοι
ἃ δεῖ γενέσθαι μετὰ ταῦτα.
Αποκάλυψις, 4:1

κάψαμε τα όνειρά μας
κι αρχίσαμε να χτίζουμε σύννεφα

 

Ι

Ντυμένοι μόνο με σύννεφα
κρατήσαμε στη χούφτα μας
μια άνοιξη νιογέννητη
χάρισμα στους αθώους

βάλαμε τις μάσκες
και μοιράσαμε το κλειδί
αφήνοντας τη θάλασσα
να μπει απ’ τα κάγκελα
μα τα πουλιά δεν μπορούν
να ερμηνεύσουν τα όνειρα
με τα άγρια κρίνα που φυλακίσαμε
σε στάβλους σκοτεινούς

ΙΙ

οι ασθενείς πάντα θα θυμούνται
τους εμπύρετους εφιάλτες
που ζυγώνουν το δάσος των παραισθήσεων
μέχρι το αύριο να καταρρεύσει
από τον φόβο των ανθισμένων μυγδαλιών
που αδιάλλακτα φωτίζουν τον χειμώνα

και οι νεκροί στοιχισμένοι φρόνιμα
περιμένουν να δουν την πασχαλίτσα
να χρωματίσει την ταφόπλακα
στα βήματά τους φύτρωνε
αγιόκλημα και γιασεμί
αμίλητοι ελπίζουν
στην άφιξη της άνοιξης
να ανθίσει εκείνο το ζαρωμένο μπλε
που κρύβεται στα κλαριά
δασύτριχων κυπαρισσιών


ΙΙΙ

λίγο έξω από τα επείγοντα
ενός εφημερεύοντος με έλλειψη προσωπικού
ασθενοφόρα πηγαινοέρχονται
σαν ταξί έξω από σκυλάδικο
λικνίζονται οι κραυγές των συγγενών μες την αγωνία
σειρήνας βουβής που παραπατά
στο δρασκέλισμα της μνήμης
στην τσαλακωμένη σιωπή
διασωληνωμένοι άγγελοι
ραίνουν με δάκρυα βουβά
το μίασμα να διώξουν
στης δύσης τη σαβανωμένη ανάπαυλα

παρόντες οι νεκροί
που μόνοι ξεχειμωνιάζουν
στην αντίστροφη μέτρηση
της αλλαγής του κάθε μήνα
κι η άνοιξη απάτητα παζαρεύει
λίγα άνθη συνωστισμού
στην άδεια παιδική χαρά
που χορτάριασε από την ερημία
ξανθιά αντανάκλαση ο Μάης
στα αναποδογυρισμένα τραπέζια
μέσα σε πόρτες κλειστές
κρύβονται οι ερειπωμένες αγωνίες


IV

με κραυγές μπλεγμένες στα κλαριά
ακούγαμε την ιστορία της παπαρούνας
που ξεπλένεται από το αίμα
να ξαναγίνει κρίνος
ήρθε η σειρά της να παζαρέψει
σε λιμάνια απρόσωπα
κάτ’ από σκιές φτερών
που γλείφουν το χώμα
λίγα ακόμη σύννεφα
λευκά σαν πουλιά
που ξέφυγαν απ’ την καταιγίδα

πάνινες ελπίδες
στην εποχή των βροχών
φύτρωσαν στα λιβάδια
για να κρατήσουν μακριά τις αστραπές
καταδικάζοντας τα λουλούδια
να βρουν καταφύγιο
στις σχισμές των βράχων

V

κι η μάνα των λουλουδιών
με λεμόνια στα μαλλιά
παζαρεύει λίγη αλμύρα
στου πελάγου τη μνήμη
πατρίδα ενοχική
που χρόνια πνίγεται στην α-ξενία
μία προσευχή πνίγεται
κάθε μέρα στον λαιμό
όμοια με της παπαρούνας
την εφήμερη δόξα

περνά τις θάλασσες
σαν έφηβη πόρνη
που γέννησε την αμαρτία
με αμφιβολίες γιομάτη
για τον έρωτα και τη φωτιά
μετάλαβε την άνοιξη
στη σκιά της αθωότητας
πριν γίνει αίμα και ντροπή
άπνοα αγναντεύει της μνήμης την οργή
που χύνεται από πληγές λιθοξόων
στο συλημένο της κορμί

VI

όταν λαβώθηκε το πρώτο γεράκι,
η κόρη δάγκωσε το μήλο
ράγισε ο ουρανός κι έσταξαν οι πόνοι
το αμάρτημα ήταν σεισμός
ενέργεια συσσωρευμένης υπακοής

στο απόγειο του χειμερινού ηλιοστασίου
έθαψε τον Άβελ
στο υπόγειο του ισημερινού
κι έκρυψε τη μάνα που δε γνώρισε
στη σάρκα του μήλου
πο’ ’φαγε λαίμαργα

η ανταρσία της Εύας ήταν
εξέγερση κατά της ηθικολογίας
στάση κόντρα στην επιβολή χρηστών ηθών
το μήνυμά της ακολούθησαν ναυτικοί και πόρνες,
εξερευνητές και ζωγράφοι που πάτησαν εξωτικά νησιά
πρωτοπόροι π’ αρνήθηκαν κανόνες και πρέπει
γυναίκες που πήραν τα όπλα
της ανυπακοής με το βυζί γυμνό


VII

λέξεις κι ιδέες χαράσσει
το ράμφος του πελαργού
στο σύννεφο
απάντηση στις μέλλουσες κηδείες
ερωδιών παράφωνων σε εξεγέρσεις εαρινές

οι λέξεις στάζουν
από τις πληγές της γλώσσας
καθώς συνειδητοποιούμε τον κόσμο
μέταλλα που συγκολλούνται
στο αμόνι της ύπαρξης
πριν βαπτιστούν
στου χρόνου τις αυταπάτες
σα λιπόθυμες προσευχές
που χάσαν τον δρόμο τους
και γίνονται σύννεφα

η απάντηση κρύβεται πάντα
στην ποίηση
κι ας αφήνει πίσω της
μόνο ερωτήσεις
στην άγρυπνη κίνηση της ιστορίας

VIII

στα χαρακώματα κρύβονται δαίμονες
χρήστες εξορκισμών με σπασμένα βλέμματα
αναζητώντας διέξοδο από την κόλαση
μιας εύθραυστης ελευθερίας που πολιορκείται
αιφνιδιάζοντας φορείς τραυμάτων
με παράσημο
μια χειρόγραφη άδεια κυκλοφορίας

σκελετωμένες συνειδήσεις διεκδικούν αυτονομία
κι οι γλάροι παρακολουθούν
την αυτοκτονία των δελφινιών
στα δίχτυα δεσποτικών επιλογών

επικίνδυνη μόλυνση
η ανεξάρτητη σκέψη
φάλτσα η συνείδηση
που αναζητά άλλα μονοπάτια

IX

πάνω που αρχίσαμε να
γινόμαστε αισιόδοξοι
και να βλέπουμε με πίστη το μέλλον
πνιγήκαμε στα πούπουλα
από την ξαφνική αναχώρησή των αγγέλων

όταν αρχίσαμε να εμπιστευόμαστε
την επιστήμη για να διώξει
τα αδιέξοδά μας
την είδαμε να βυθίζεται
σε τρικυμίες συνωμοσιών
και σε βουνά σκοπιμοτήτων

οι ποιητές με την παλέτα των λέξεων
κουρνιάζουν με την ελπίδα
πως τα πουλιά θα μεσουρανήσουν κάποτε
στα ανθρώπινα οράματα
κι ακόμα πεινάμε και
θυσιάζουμε ανθρώπους
καταπίνοντας ψεύτικες ειδήσεις
με το ψαροκόκαλο

X

στη διασταύρωση με το παρελθόν
αόρατη μεμβράνη περιτυλίγει τη μνήμη
και αβόλευτα συναισθήματα
ποτίζουν τον χρόνο των απαγορεύσεων

στην παράσταση της μοναξιάς
μόνος υποκριτής στη σκηνή
ο ποιητής κρατά τον ρόλο της αμφιβολίας
για τη φύση της πραγματικότητας
και την αβεβαιότητα
ραγίζοντας τα θεμέλια
και της ένοχης σιωπής

κι ενώ πληθαίνουν οι κοινοτοπίες που επιβιώνουν στις θολές διαδρομές του συλλογικού νου που βρέθηκε ξέπνοος μπροστά στη δυστοπική μοίρα μάς έμεινε μόνο η ειλικρινής διήγηση των ασθενών που παρακολουθούν τον χάρτη του θανάτου καθώς ξεδιπλώνεται στους τοίχους της εντατικής

XI

βγάλαμε στη βιτρίνα την ανθρωπιά μας
για να αποδείξουμε πως
ο άνθρωπος τηρεί τον πολιτισμό του
όσο δεν απειλείται η επιβίωσή του

στην πορεία της πτώσης
παγιδευτήκαμε ανάμεσα σε διαφημίσεις
και συνθήματα φροντίδας των ρυτίδων μας
μαζί με τα αναλώσιμα καταβροχθίσαμε
και τον Άλλο,
σπρώξαμε την ενότητα στα γκρεμνά
της απάθειας και του κυνισμού

πριν ρίξουμε λίγο φως
στα ξεχασμένα πανηγύρια του Μάη
συλλέγουμε την άνοιξη με κουπόνια
μπροστά από οθόνες που εμπορεύονται
επιδημίες σε ζωντανή μετάδοση
αγγελτηρίων απαγορεύσεων

ανήμπορη ανθρωπότητα αναζητά το βήμα της μπροστά στο απρόβλεπτο ως καθολικό απόκτημα που αποκαλύπτει τον εαυτό μας

XII

τάσεις εναλλασσόμενων συμβιβασμών
ρέουν στην πυρπολημένη γη
κι εκείνοι από ένα μπαλκόνι
θεατές που ξέχασαν τα μάτια ανοιχτά

τις μυρωδιές του καμένου
ανταλλάξανε με λίγη χλωρίνη
χειροκροτούν
τρώγοντας ληγμένες σούπες
και περιμένουν μοιρολατρικά
τους πετεινούς να σημάνουν
λήξη συναγερμού

κάθε μέρα μια Κυριακή σε έγκλειστες σκέψεις εκπαιδευμένη αγέλη στην υποταγή που πάσχει από ιογενή λοίμωξη χειραφέτησης

XIII

στην εποχή του κομφορμισμού
επανάσταση
είναι η ανεξάρτητη σκέψη
ποτέ δεν φοβήθηκα
τέτοια ταυτοσημία απόψεων
τουλάχιστον μας έμεινε
η τέχνη και το φως της ποίησης
μα κι αυτή σαν ηχώ σκοντάφτει
στους έρημους δρόμους της δυστοπίας

στις μαραμένες πόλεις
λεηλατήθηκαν οι καταλήψεις
και τα οδοφράγματα
ούτε μια παράφωνη εξέγερση
δεν μπορούμε να στήσουμε πια
και μόνο
αυνανιζόμαστε με τη φαντασίωση
ότι αλλάζουμε τον κόσμο
μέσα από το σπίτι μας
ξεχνώντας όσους ακόμα εργάζονται