Το Μηδέν όλα χτίστηκε με πενήντα εννέα μικρά διηγήματα. Πρόκειται για στιγμιότυπα ανθρώπινων σχέσεων, μικρές καθημερινές σκηνές που συνθέτουν ιστορίες ζωής. Οι αφηγήσεις είναι προσωποκεντρικές και βιωματικές. Ξετυλίγονται άμεσα, κάποιες φορές οριζόντια και απλά και κάποιες άλλες αναπτύσσουν μία υπερβατική ανατροπή, που ξαφνιάζει τον αναγνώστη.
Στα κείμενα καταγράφεται ο χώρος και ο χρόνος, εντοπίζονται ηθογραφικά στοιχεία και προσδιορίζονται οι συμβάσεις της κανονικότητας που διέπει την κάθε κοινωνική ομάδα [«Σπασμένα πληκτρολόγια» (σ. 43), «Αδιακρισίες» (σ.45), «Μισινέζα» (σ. 47)] αλλά και οι πολιτικές συνήθειες της κάθε εποχής [«Μικρές νίκες» (σ. 49), «Οδός μωρό μου» (σ. 50)]. Επίσης ανακαλύπτονται στοιχεία της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και ανιχνεύονται σχέσεις και συμπεριφορές [«Το μήλο» (σ. 53), «Ο καραγκιόζης» (σ. 56), «Βήματα» (σ. 58), «Απέναντι» (σ. 59), «Η ανακωχή της γραμμής 31» (σ. 61)] και στην αφήγηση παρατηρούνται αναλήψεις και προλήψεις
Το βιβλίο θα μπορούσε να είναι το ημερολόγιο ενός ανθρώπου, όπου καταγράφονται συμβάντα ευχάριστα ή δυσάρεστα, βιωμένα από τον ίδιο ή από άλλους και κλέβουν το ενδιαφέρον του. Η αφήγηση εξελίσσεται ημερολογιακά, με αναχρονίες. Τα γεγονότα που παρουσιάζονται δεν ακολουθούν την πραγματική τους σειρά –αν υπάρχει φυσικά και δεν πρόκειται για μυθοπλασία– αλλά επιλέγονται ως στιγμιότυπα ζωής από ακατάστατες χρονικές στιγμές. Κάποιες φορές ο χρόνος γίνεται αόριστος και κάποιες άλλες καταργείται. Οι ιστορίες δομούνται, άλλοτε πραγματιστικά και άλλοτε υπερβατικά. Ο αφηγητής, είτε εκ του σύνεγγυς είτε εξ αποστάσεως, παραθέτει στοιχεία πραγματικά και μυθοπλαστικά δεμένα τόσο αρμονικά ώστε είναι δύσκολο να τα ξεχωρίσεις.
Πρόκειται για ιστορίες ανθρωποκεντρικές, οι οποίες κατατίθενται ως επί το πλείστον σε πρώτο πρόσωπο χωρίς αυτό να αποκλείει κάποια ενδιάμεση αλλαγή της αφήγησης σε τριτοπρόσωπη. Έχουμε έναν ομοδιηγητικό αφηγητή, που εμπλέκεται στην ιστορία είτε ως πρωταγωνιστής (αυτοδιηγητικός) είτε ως αυτόπτης μάρτυρας (ετεροδιηγητικός). Ως εκ τούτου διαθέτει την ικανότητα να παραθέτει με πολλή τέχνη σκηνές, τις οποίες άλλοτε απλά παρατηρεί και άλλοτε βιώνει, συμμετέχοντας στα δρώμενα πραγματικά ή υπερβατικά, όμως πάντα ουσιαστικά όπως δείχνουν οι αντιδράσεις του, ακόμα κι όταν απορεί ή αμφιβάλλει.
Ο συγγραφέας ακολουθεί με συνέπεια την τακτική του «κλέφτη βιβλιοπωλείου», την οποία περιγράφει στο πρώτο διήγημα της συλλογής. Καθόλου τυχαίος ο λόγος για τον οποίο το μικρό αυτό κείμενο των είκοσι εξ λέξεων προτάσσεται στο βιβλίο. Παρουσιάζει με μεγάλη επιδεξιότητα την «συμβολή» του αφηγητή στα περιστατικά της ζωής των άλλων όπως γίνεται με τον «Κλέφτη» της γραφής, ο οποίος αφιερώνει πολλές ώρες στα μεγάλα βιβλιοπωλεία για να διαβάσει «στα όρθια» ολόκληρα βιβλία, τα οποία, να σημειωθεί ότι, ξανατακτοποιεί στη θέση τους και αποχωρεί ενώ ο συναγερμός στην έξοδο συναινεί σε αυτή την «υπεξαίρεση» σφυρίζοντας αδιάφορα (σ. 9).
Ο Αντάμης είναι υπερβατικά αυτοαναφορικός. Το εφαρμόζει στα περισσότερα από τα διηγήματα της συλλογής και πάντα με επιτυχία όπως στην «Αποθήκευση» (σ. 10), ή στις «Φωνές από δίπλα» (σ. 44), ή στο «Κουτάκι» ή στη «Σανίδα» (σ.σ. 26,27). Στη γραφή του αναγνωρίζονται απεικονίσεις της πραγματικής ζωής όπως στα διηγήματα: «Ανατροπή» (σ. 29), «Ωρι-λα» (σ. 31), «Ο κόσμος του» (σ. 32) και «Μετατροπή» (σ. 33) αλλά και επιχειρήσεις φιλοσοφικών αναζητήσεων, οι οποίες συμπορεύονται με την υπέρβαση αυτής καθαυτής της πραγματικότητας. Μέσα από κάθε εξωγενές και υπερβατικό στοιχείο αναζητείται η φιλοσοφική απεικόνιση της διάστασης μιας άλλης πραγματικότητας, όπως στο διήγημα «Ρευστή ζωή» (σ. 84) αλλά και στο «Μέσα από τον καθρέφτη» (σ. 20), όπου ο ήρωας βλέπει στον καθρέφτη του μπαρ, όπου συχνάζει, αντί για τον εαυτό του έναν τύπο, που είχε συναντήσει εκεί στο παρελθόν. Στην πραγματικότητα ο αφηγητής αναζητά τον εαυτό του μέσα στην εικόνα ενός άλλου ανθρώπου, που ουσιαστικά είναι αυτός ο ίδιος.
Μέσα στα κείμενα του βιβλίου εντοπίζονται οκτώ εξαιρετικά διαλογικά –κάποια από αυτά τού παραλόγου– έξυπνα ενταγμένα πάνω σε έναν φιλοσοφικό άξονα, όπως το «45» (σ. 18) και «Τα φρένα» (σ. 23). Σημειώνεται ως κείμενο ιδιαίτερης κοινωνικής ευαισθησίας το διήγημα «Πλατεία Αμερικής» (σ. 25), στο οποίο αναλύεται, με μία συγκριτική διάθεση μεταξύ του χθες και του σήμερα, η θέση του συγγραφέα για τη συμπεριφορά των ανθρώπων, ειδικά στην τελευταία παράγραφο του εν λόγω κειμένου. Ως απάντηση δε στο ερώτημα αν η πολιτική διάσταση του λόγου είναι δυνατόν να γίνει ευδιάκριτη μέσα σε ένα μικροδιήγημα, αναφέρουμε ως παράδειγμα τις «Μικρές νίκες» (σ. 49). Για όλες τις περιπτώσεις των διηγημάτων αρκεί η αφηγηματική ικανότητα του συγγραφέα.
Ο Γιάννης Αντάμης έχει ακόμα εκδώσει τις συλλογές: «Πριγκιποδουλειές» (Οξύ, 2006), «Σχέδιο τρόμου» (Οξύ, 2007), «Κατά του Δαίμονα εαυτού» (Τόπος, 2008), «Το Ανταμομπίλ» (Χαραμάδα, 2017), «Λεγεώνα» (Χαραμάδα, 2019). Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα Ισπανικά (“El Proyecto”, S.T.I. 2005), στα Γαλλικά (“Dragon Crame, Lior 2018). Ένα διήγημά του έχει συμπεριληφθεί στην ανθολογία «Το Ελληνικό Φανταστικό Διήγημα» (Αίολος, 2012). Έχει δημοσιεύσει 51 τίτλους στον ιστότοπο dreamtigers.gr
Κατερίνα Παναγιωτοπούλου
Γιάννης Αντάμης, Μηδέν όλα Εκδόσεις Χαραμάδα, 202, σελ. 100 (εικονογράφηση εξωφύλλου Πέτρος Μπουλούμπασης)