Βασιλεία Οικονόμου

Βασιλεία Οικονόμου, Αμίλητες αναμνήσεις σ’ ένα συρτάρι

In Κριτικές, Λογοτεχνία by mandragoras


Κριτική

Βασιλεία Οικονόμου| Το υπόλοιπο της αφαίρεσης

Θα σου πω προτού φύγω πως
αν ξαναβρώ το φεγγάρι στο δρόμο
δεν το κρεμάω στον ουρανό.
Πλήθυναν οι κρεμασμένοι.

Θα το φάω
Χρειάζομαι λίγο φως
(«Επίλογος»)
Παραπανήσιο φορτίο για την ηλικία της Βασιλείας Οικονόμου –νόμιζα πως ο θάνατος και το μαύρο ήταν προνόμιο παλιότερων χρόνων.
Στα ώριμα ποιήματά της με τον τίτλο της παρθενικής της συλλογής Το υπόλοιπο της αφαίρεσης, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 2015) η αφαίρεση, πέραν του τίτλου, παρατηρείται στην οικονομία της κοφτής (πλην μουσικής και άκρως ποιητικής έκφρασης) που εντούτοις παραμένει αρκούντως φορτισμένη: «Βγάλε τη δαχτυλήθρα σου/ το σ’ αγαπώ να σκίζει τα χείλη/ Βελόνες στις λέξεις βελόνες/ στα δάχτυλα// Δε με χαϊδεύουν πια». Κι αλλού: «Μαύροι διακόπτες ο ουρανός στο φόντο/ Μια μπάλα ρεύμα ο ήλιος/ χωρίς τρυφερότητα/ έχει ένα ρήγμα το βλέμμα/ Ό,τι αντικρίζει καρατομείται/ Μια σταγόνα αυτοκτονεί/ σπάζοντας το μάρμαρο του νεροχύτη» (σ. 36, «Δωμάτιο»).
Αφαίρεση και απουσία με την αναζήτηση «Πού είσαι;» να διατρέχει τους στίχους, αλλά και να φιγουράρει ευθέως στις πολλές «πληγές που άφησαν οι λέξεις» στο ποίημα «Σκόνη» (σ. 40). Αφαίρεση και στα υπόλοιπα της μνήμης που βαραίνει ως ουλή τα νεανικά ποιήματα, φορτίζοντας τα συναισθήματα του αναγνώστη, μετατρέποντάς τον σε συμπάσχοντα και συμμέτοχο της δράσης του ποιητικού δράματος.
Καθαρές λέξεις, απλές αλλά καίριες φράσεις, στίχοι-θάνατος ταιριαστοί στο ύφος και το βάρος της «Απλής κουβέντας» του Τάσου Λειβαδίτη, από την ενότητα Μακρόνησος 1950, με τους έσχατους στίχους του ποιητή: «Μας φτάνει να μιλήσουμε/ απλά/ όπως πεινάει κανείς απλά/ όπως αγαπάει/ όπως πεθαίνουμε/ απλά» να προτάσσονται ως μότο στο βιβλίο της Βασιλείας Οικονόμου.
Σε αντιστοίχιση με τον Λειβαδίτη διαλέγω συγγενικούς στίχους της Βασιλείας Οικονόμου από το ποίημα «Μεγάλες Εβδομάδες»: […] Και με τα χέρια που έσταζαν σκουριά/ έκανα να τους σκουπίσω τα δάκρυα/ Να φυτρώσω ελπίδα στην πληγή την εύφορη/ που έσκαψαν στην παλάμη μου/ όμως φοβήθηκαν μη λερωθούν./ Μόνο νεκρό μ’ αγάπησαν/ με μύρο ρόδο κι αίματα/ Την Κυριακή γυάλισαν τους σταυρούς τους/ Και Δευτέρα σιωπηλά με ξανασταύρωσαν/ με προσευχές.
Δυνατή ποίηση αντίστοιχη και φυσική συνέπεια των χρόνων που ζούμε σε μια χώρα που «Δεν υπάρχουν παράθυρα» πια. Τίποτε δεν περισσεύει, τίποτε δεν υστερεί. Το ομώνυμο της σελίδας 30 ποίημα για την κυψέλη ή Κυψέλη αξίζει να διαβαστεί δυνατά. Αλλά και τα «Μαθήματα γλώσσας», τα «Μανταλάκια», οι «Ψαλμοί», τα πάντα όλα που θα ’λεγε και ο Αλέφαντος.

Να μιλάς όμορφα
έλεγε η μάνα μου
Μου μάθαινε να λέω
Ατέρμονος
Ευπροσήγορος
Προσηνής

Είναι δύσκολες αυτές οι λέξεις;

Τώρα, δοκίμασε να πεις,
Αντίο
(«Μαθήματα γλώσσας»)

Να σημειώσω τέλος πως θα ’θελα μια καλύτερη επιμέλεια ορθογραφική και ασθητική στο βιβλίο, ακόμα και στα σημεία στίξης γ.π. που αλλού υπάρχουν κι αλλού ξεχνιούνται υποδηλώνουν τουλάχιστον  μια αναρχία –εκτός αν είναι δηλωτικό της νεότητας, οπότε και συγχωρητέα.
Δίχως την πρόθεση να ταυτίσω στην πρώτη της συλλογή –αλλά και γιατί όχι;– με τον Τάσο Λειβαδίτη θα κλείσω με το δίστιχό του (από τη Συμφωνία αρ. 1, 1957):
Και τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιο καλοί επαναστάτες, με την ελπίδα-ευχή η Βασιλεία Οικονόμου να αξιωθεί μια επανάσταση.

 

Κώστας Κρεμμύδας

(Παρουσίαση στο 35ο Συμπόσιο Ποίησης, Συνεδριακό Κέντρο Πανεπιστημίου Πατρών 2-3 Ιουλίου 2016).

Βασιλεία Οικονόμου
Η Βασιλεία Οικονόμου γεννήθηκε το 1983 στον Πειραιά. Σπούδασε Ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το υπόλοιπο της αφαίρεσης, εκδ. Γκοβόστη είναι η πρώτη ποιητική της συλλογή.

 

 

 

 

Βασιλεία Οικονόμου

Μανταλάκια

Σεντόνι απλωμένο η μοναξιά στον ακάλυπτο
Τα πτώματα στα σχοινιά στάζουν θάνατο
στην φρέσκια μπουγάδα του γείτονα.
Η ευχή κρεμασμένη στα μανταλάκια
Ματωμένα σεντόνια μαρτυρούν τον θρίαμβο
Δείτε πόσο αγαπιούνται οι άνθρωποι
–παίζει η μουσική–
σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία
γιατί δεν είσαι εσύ
Η παρθένα καπνίζει φτιάχνοντας την καλτσοδέτα της
Ταΐζει χώμα και αλκοόλ τα παιδιά της
Τρώγε αχάριστε!
Γη και ύδωρ για τους μελλοθάνατους
Είμαστε όλοι παιδιά της
Την επόμενη μέρα είθισται να μαζεύουμε τα πτώματα
να στρώσουμε το κρεβάτι.
Κοιμήσου τώρα στο λεμόνι και τη λεβάντα
Ο θάνατος μυρίζει μανούλα
Η μυρωδιά έχει μνήμη λένε
Σαπούνι και χλωρίνη,
το χάδι απ’ τα φθαρμένα χέρια σου
κι οι σχολικές μας στολές.
Στα ταξίδια μου παίρνω πάντα μαζί τους νεκρούς μου
και δυο καθαρές αλλαξιές

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία