Αντι-Λογίες | Ο Παράσιτος

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

Τη ζωή του δεν την έφτιαξε μόνος του. Η τύχη του τον έφερε στον κόσμο μέσα σε ένα βαγόνι παροπλισμένο. Η μάνα του περιπλανώμενη ιερόδουλη –το προτιμούσε από το «πουτάνα», ακουγόταν ποιητικό– και ο πατέρας του άγνωστος. Όλη η ζωή τους ένα ταξίδι, εκείνη ταμένη στον αγοραίο έρωτα κι αυτός στη ζητιανιά. Η μεγαλύτερη εύνοια τής τύχης του, ας κράτησε λίγο, ήταν ότι κατάφερε να βγάλει δυόμισι τάξεις στο Δημοτικό.

            Την ιστορία της μάνας του την έμαθε κοντά στην εφηβεία. Κόντευε να βγει ο χειμώνας όταν εκείνη αρρώστησε και πλήρωσε για όλα της τα κρίματα. Μαζί της πλήρωσε κι αυτός προκαταβολικά για τα δικά του μελλούμενα. Τη βοηθούσε βέβαια όσο μπορούσε, όταν άφηνε το στέκι του και γύριζε κοντά της. Λίγο πριν τον θάνατό της του μίλησε για τον βίο και την πολιτεία της και ωρίμασε την οργή, που είχε σκαλώσει στα σωθικά του και τον έπνιγε. Τότε τον έπιασαν να κλέβει ψωμί από τον φούρνο της γειτονιάς, σαν τον Γιάννη Αγιάννη. Παρά λίγο γλύτωσε τη φυλακή, λόγω της ηλικίας του, και θα τον έκλειναν σε αναμορφωτήριο αν δεν προλάβαινε ο δάσκαλος να τον σώσει. Τον πήρε ψυχοπαίδι και του έμαθε δυο γράμματα παραπάνω, μέχρι τη μέση της τρίτης τάξης του δημοτικού δηλαδή, γιατί τότε τον παράτησε ξαφνικά κι έφυγε από ανακοπή. Δεν τον συγχώρησε ποτέ που πέθανε. Αν ζούσε θα είχε γίνει κι αυτός δάσκαλος. Δεν βαριέσαι, σκεφτόταν, τουλάχιστον είχε μάθει να διαβάζει. Έριχνε το μυαλό του μέσα στις λέξεις τής κάθε σελίδας και κολυμπούσε μαζί με τα γράμματα· ό,τι καταλάβαινε και ό,τι θυμόταν κάθε φορά, δεν θα έδινε δα και εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Ευτυχώς οι άνθρωποι είχαν πολλά βιβλία για πέταμα κι έτσι εύρισκε να διαβάζει από τα παρατημένα δίπλα στους κάδους των σκουπιδιών.

Σε όλη του τη ζωή δεν κατάφερε να ενταχθεί σε κάποια κοινωνική τάξη, αλλά δεν τον ένοιαζε. Όσο ζούσε με τον δάσκαλο, είχε την ψευδαίσθηση πως θα γινόταν αστός. Μάλιστα, είχε κάνει και όνειρα, που όμως δεν πραγματοποιήθηκαν αφού μετά τον θάνατο τού προστάτη του αναγκάστηκε να βγει πάλι στο δρόμο. Για κάμποσους μήνες επέζησε με τη ζητιανιά. Αυτή τη φορά, τον ανέλαβε ένας επαίτης της πλατείας και τον έκανε Παράσιτο. Από αυτόν έμαθε πως οι Παράσιτοι δεν ανήκουν σε καμία τάξη γιατί είναι αθάνατοι και οι αθάνατοι δεν έχουνε ζωή για να τη χάσουν. Η υπόστασή τους εξασφαλίζει τη συνέχεια από τον προηγούμενο αθάνατο μέχρι τον επόμενο. Κατέχουν δηλαδή μια θέση συνδέσμου, που συγκρατεί όπως ένας ινώδης ιστός τη συνέχεια της αθανασίας. Φυσικά, ούτε όνομα είχε. Οι άνθρωποι που εξυπηρετούσε δεν χρειαζόταν να γνωρίζουν το όνομά του. Τον έδειχναν με το δάχτυλο και τον φώναζαν «εσύ» – πάντα με μικρό «ε» – και αυτός τούς παρείχε τον εαυτό του και πληρωνόταν ανάλογα με το χρόνο που διαρκούσε η παροχή των υπηρεσιών του. Όταν αναφέρονταν σε αυτόν τον ονομάτιζαν «ένας» –και αυτό με μικρό «ε». Ήταν λοιπόν ένας «εσύ», που διέθετε τον εαυτό του για την εκτόνωση των εργοδοτών του.

            Ο επαίτης της πλατείας πέθανε στα χέρια του ένα βράδυ· πριν κάποιες ώρες τον είχαν ξυλοκοπήσει άγρια. Λίγο πριν ξεψυχήσει τον όρκισε να πάρει εκδίκηση για το θάνατό του. Τον αποχαιρέτησε κλαίγοντας και για την τύχη του από εκεί και πέρα. Ύστερα, μάζεψε τα ελάχιστα υπάρχοντά του και πήρε τη θέση του. Άφησε τον εαυτό του να σέρνεται μπροστά στις ανάγκες εκτόνωσης τού κάθε πλούσιου εργοδότη. Με το αζημίωτο, βέβαια, αλλά όσο καλοπληρωμένο και να ήταν ένα βασανιστήριο δεν το άντεχε, ιδιαίτερα όταν επιβαλλόταν από μικρά παιδιά. Τα μισούσε αυτά τα βρομόπαιδα, περισσότερο από τους γονείς τους. Οι πατεράδες τους ήτανε βάναυσοι και οι μανάδες τους πισωπατούσαν όταν τις πλησίαζε γιατί σιχαίνονταν να τον αγγίξουν. Ήταν δεδομένο πως τα παιδιά τους θα γίνονταν ίδια και χειρότερα.

Τα αφεντικά ζούσαν στην άλλη άκρη της πόλης, από τη μεριά της ανατολής, πίστευαν κι έκαναν διαφορετικά πράγματα από τους φτωχούς υπαλλήλους τους. Στην τάξη τους ο ήλιος έβγαινε και μεσουρανούσε· οι επιπτώσεις της δύσης βάραιναν την άλλη πλευρά, εκεί που οι άνθρωποι δεν είχανε μοίρα. Αυτές οι δύο μεριές έμοιαζαν με όχθες άγριου ποταμιού, που φούσκωνε από πλούτη όμως μόνο κάποιοι άνθρωποι προλάβαιναν ν’ αρπάξουνε μερίδιο για να το ξοδέψουν και να φωτίσουν τις ζωές τους. Γιατί μπορεί να νύχτωνε σε όλη τη γη αλλά οι πλούσιοι είχαν βρει τον τρόπο να κρύβουν το σκοτάδι τους μέσα στα πολλά φώτα. Γι’ αυτούς τους λίγους το πιο σκοτεινό σημείο της μέρας σταματούσε σε ένα γλυκό καθυστερημένο ηλιοβασίλεμα. Προφανώς και η ζωή τους είχε στηθεί πάνω σε αυτή τη φιλοσοφία και γι’ αυτό άλλωστε αδιαφορούσαν για τις ανάγκες όσων ζούσαν στην αντίπερα όχθη. Κάποιοι μάλιστα αγνοούσαν ακόμα και την ύπαρξή τους. Αυτοί λοιπόν οι πλούσιοι ήτανε αφεντικά και καλούσανε τις νύχτες τούς Παράσιτους για να εκτονώνουν τη συναισθηματική τους ανία. Δεν τους απασχολούσε καν αν ήταν άνθρωποι, αν είχαν σάρκα, οστά και αίμα. Κι εκείνοι οι άμοιροι, ας ήτανε αδύναμοι, πρόωρα γερασμένοι ή ανήσυχοι, πήγαιναν κι έδιναν τη ζωή τους για λίγη παραίσθηση φωτός· σαν ο χρόνος τους να είχε σωθεί, η νύχτα που ερχόταν μετά από κάθε δύση να ήταν η τελευταία κι αφού δεν θα υπήρχε αύριο ήθελαν να την καθυστερήσουν.

Παράσιτος και ο ίδιος πλέον πήγαινε στα τραπέζια τους με ελάχιστη αμοιβή για να τους διασκεδάζει με τα παθήματά του· γονατισμένος δίπλα στα πόδια του τραπεζιού σαν το σκυλί ανεχόταν τις προσβολές τους για ένα χαρτζιλίκι και ίσως ένα πιάτο φαΐ. Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από έναν φτωχό γελωτοποιό, ένα αξιολύπητο θέαμα, φτηνό για τους άρχοντες, που τον χτυπούσαν, τον κλωτσούσαν, τον έσερναν, με τη συγκατάθεσή του βέβαια. Ουσιαστικά, ήταν ένας μισθωμένος κλόουν τυλιγμένος με κουρέλια, που έκανε ότι μπορούσε για να είναι αρεστός μπροστά στα αφεντικά του ενώ πίσω από την πλάτη τους κατέστρωνε σχέδια διαφυγής, που όλο αναβάλλονταν. Αρκετές φορές, σε διάφορα σημεία τού σπιτιού, έβρισκε τα χρήματα, που έβαζαν για δόλωμα τα αφεντικά κι έστελναν τα παιδιά τους να τον παρακολουθούν. Το καταλάβαινε και δεν τολμούσε να τα πάρει, όμως αν κατάφερνε να σουφρώσει κάποιο αντικείμενο αξίας χωρίς να τον πάρουν είδηση ένοιωθε γενναίος. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχε ακόμα καταλήξει ποιόν τρόπο εκδίκησης θα χρησιμοποιούσε.

Ένα βράδυ το τραπέζωμα άργησε πολύ. Το κρασί έρεε άφθονο και τα φαγητά δεν σταματούσαν να έρχονται στους καλεσμένους. Το κρασί έφερε την ευθυμία, η ευθυμία το θράσος, το θράσος την επίδειξη δύναμης και η επίδειξη δύναμης το ξυλοκόπημα. Περασμένα μεσάνυχτα ο Παράσιτος, που δεν άντεχε άλλο ξύλο, πήγε να ζητήσει την αμοιβή του για να φύγει. Ο οικοδεσπότης όμως είχε άλλη γνώμη και ο γιος του την επικροτούσε. Κιτρίνισε το δάκρυ τού φτωχού από την αναπάντεχη εξέλιξη. Ζύγιασε στο κορμί τους πόσο κρασί είχανε πιεί, μέτρησε την έκπληξη, που έσκαβε τα πρόσωπα των καλεσμένων, και κατάλαβε ότι η κατάσταση θα χειροτέρευε. Γι’ αυτό, αποφάσισε να φύγει χωρίς την αμοιβή του. Την ώρα που κύλαγε σακατεμένος στα σκαλιά, είδε την οικοδέσποινα να ικετεύει για συγνώμη και εκδίκηση. Δεχόταν και η ίδια τη βία των αρσενικών της οικογένειας. Ο Παράσιτος φορτωνόταν το μεγαλύτερο μερίδιο από το μένος τους αλλά οι βασανιστές έκρυβαν μέσα τους πολύ θυμό. Δεν την ένοιαζε για τον άνδρα της, το παιδί της ήθελε να σώσει. Στα χρόνια που υπέμενε, ο πόνος της είχε γίνει ανάγκη για εκδίκηση· ο Παράσιτος τη διάβασε στα μάτια της.

Λίγο πριν το τελευταίο σκαλοπάτι αντιλήφθηκε ότι πατέρας και γιος τον είχανε προφτάσει και ότι ο γιος ετοιμαζόταν να του βάλει τρικλοποδιά. Έπιασε την ευκαιρία από τα μαλλιά και, προσπαθώντας ν’ αποφύγει το εμπόδιο τού γιου, έπεσε μπροστά στα πόδια τού πατέρα, που εκείνη τη στιγμή ήταν έτοιμος να κάνει ένα βήμα και να βγει μπροστά του. Τα κουρέλια του δούλου μπέρδεψαν το αφεντικό με τα πλοκάμια τους και το έριξαν με το κεφάλι, ξερό, στα σκαλοπάτια. Το επιφώνημα θαυμασμού, που ακούστηκε, καθαγίασε την πράξη του. Σωστή ή λάθος η ενέργεια αναγνωρίστηκε σαν θεία δίκη. Οι αστυνομικοί κατέταξαν τον θάνατο σε ατύχημα. Το επιβεβαίωσαν, άλλωστε, όλοι οι παρευρισκόμενοι. Ο γιος τού σκοτωμένου πλάνταξε από το κλάμα όμως η χήρα του δεν έβγαλε ούτε στάλα δάκρυ· έδωσε στον Παράσιτο την αμοιβή του κι εκείνος πήρε το δρόμο της επιστροφής. Καθώς απομακρυνόταν ήρθε στο νου του ένας άλλος θάνατος.

«Παράσιτους μας λέγανε από την αρχαιότητα. Ακούς; Παράσιτους. Και έχουμε τη δύναμη ν’ αντέχουμε. Γράψε το έτσι όπως σου το λέω για να το θυμάσαι: Πα-ρά-σι-τους» ήταν τα τελευταία λόγια του ζητιάνου της πλατείας.

 

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου