Αθηνά Τιτάκη, Κόκκινο του Επείγοντος, μαύρο της Διαφυγής, για κάθε πράξη, για κάθε έλεος

In Κριτική, Λογοτεχνία by mandragoras

 

Θα έλεγα πως η συνθετική σκέψη γραφής της Αθηνάς Τιτάκη φάνηκε από το ξεκίνημά της, όπως αποδόθηκε με τον ισορροπιστή στο έργο του Γιώργου Ξένου στο Κατόπιν Αιφνιδιασμού. Γράφει σ’ ένα της στίχο στο πρώτο της βιβλίο: «Θέλει πολύ να το σκεφτείς/ το πλην είναι η αλήθεια»… ακολουθώντας επαγωγικά στη συνέχεια αρνήσεις: χωρίς, δεν, τίποτα, μηδέν, όχι για να φτάσει στο ερώτημα γιατί; Υλικό που θα τη διευκολύνει στην τελική επεξεργασία, ενδεχομένως μιας οδού διαφυγής ή μιας εναλλακτικής στο παρόν λύσης, που είναι η ποίηση: «Πιο ψέμα πάλι να πει/ τι ποίημα να γράψει». Μια ισορροπία ακροβάτη πάνω σε τεντωμένο σκοινί, μήπως αυτή δεν είναι η πορεία της ζωής; Η Ποίηση λοιπόν ως μαξιλάρι σου εξασφαλίζει ελεύθερη είσοδο στα πάντα, όσα τουλάχιστον εσύ ελέγχεις, ενώ σου επιτρέπει «Να περπατάς στον αέρα πανεύκολα/ με δίχτυ ασφαλείας τα σύννεφα».

Σύνθετα δομημένη και η επόμενη συλλογή Ερωτικά σαφές με ποιητικά πεζογραφικό λόγο που συνθέτει 4 ενότητες Νερό, Φωτιά, Αέρας, Φως. Στοιχεία που συγκροτούν τη ζωή. Από τις αλληλεπιδράσεις και τις αναμείξεις τους οικοδομούνται όλα τα υλικά και τα άυλα, τα ορατά και αόρατα αντικείμενα του σύμπαντος.

Αυτός ο κόσμος που πλέον αποκτά τον παντοδύναμο αυτόματο διορθωτή του, για να έρθουμε στην πρόσφατη ποιητική συλλογή της Αθηνάς Ενενήντα εννιά σφυγμοί κι ένας κορέκτορας, που έρχεται να προδιαγράψει τη ζωή μας «Αναπόφευκτα» (Τα στεγανά μιας πολύμορφης φύσης.// Τόσο που μας εντόπισε, και μας έβαλε να καθίσουμε στην καρέκλα με χαμηλό φωτισμό Ανάκρισης).

Θαυματουργίες

 Όσο να πεις, η ιστορία προϋποθέτει προϊστορία – κάτι που επισημάνθηκε βουβά πριν το διηγηθούμε. Έτσι που τώρα με άνεση μπορούμε να τρώμε κάρβουνα, την πυρωμένη μας διάσταση ή και να χορεύουμε πάνω τους, μαζί με τα φίδια, τον μεγαλοπρεπή μας φόβο. Ας τον γητεύσουμε να βγει απ’ το καλάθι του!

Το ερώτημα παραμένει αν ο διορθωτής τελικά «διορθώνει» τα πέραν του υπολογιστή. Δηλαδή τι συμβαίνει με τη μοναξιά κι ας σφύζουν από ζωή οι δεξιώσεις. Τι γίνεται (βλ. σελ. 50 «Εκτόνωση») με όλα όσα έχουν σιγήσει;

Το βιβλίο διαρθρώνεται σε τρεις σπονδυλωτές ενότητες Επισήμανση, Ετυμολόγηση, Απόδοση, με την κάθε μια, κατά σειράν, να ορίζει το ασφυκτικό πλαίσιο της πορείας μας. Μια αλληλοδιαδοχή από εικόνες, επισημάνσεις, περιγραφές (με ανάλαφρο, εντούτοις, παιγνιώδη και υπολανθάνοντα περιπαικτικό λόγο) της ζοφερής πραγματικότητας που είμαστε καταδικασμένοι να απολαύσουμε: «Ή πώς ένας ικανός ιατροδικαστής κι ένας στυγερός δολοφόνος μάς βγάζουν από τη δύσκολη θέση

Στην Αθηνά οι στίχοι βγαίνουν αβίαστοι, χαριτωμένοι, ανάλαφροι. Δε σε βαραίνουν, απλά σε εκπλήσσουν. Έρχεσαι εκ των υστέρων να τους απολαύσεις, να σκεφτείς το συλλογισμό της, τα εργαλεία και τη μέθοδο χαλάρωσης που επιλέγει ακόμη και στα πιο στριφνά. Ακόμα και το επίρρημα «Αναπόφευκτα» που προμηνύει ασφυκτικό, ντε φάκτο πλαίσιο, αποφορτίζεται όταν ακολουθείται από τη φράση «Θα μου διηγηθείτε», αφήνοντας δηλαδή σε σας (ή μάλλον στην ποιήτρια) τη δυνατότητα επιλογής του περιεχομένου της διήγησης στις σελίδες που ακολουθούν.

Άλλο παράδειγμα αποφόρτισης: «Πέσαμε σε νάρκη ασφαλείς. Κι ας μη βεβαιωθήκαμε για την ασφαλή είσοδο και έξοδο».

Η συλλογή της με χιούμορ, σαρκασμό, ειρωνεία (πάντα ανεπαίσθητα διατυπωμένη), μετατρέπει ακόμη και το παράλογο σε εύλογο, το αφόρητο σε ανεκτό. Συντίθεται από υλικά του παρόντος και βεβαίως μέλλοντος κόσμου. Είναι ένα σύγχρονο εγχείρημα, αντικαθρέφτισμα και απόηχος της εποχής μας. Ενδεικτικά βλ. το ποίημα «Προτομή»:

Θρυμματίσαμε το κρανίο, αν και για χρόνια το τιμήσαμε σε περίοπτη θέση.
Παλαιότερα του φορούσαμε και περούκα. Οι καλεσμένοι θαύμαζαν το φυσικό μαλλί, τα στολίδια από δοκιμασμένα καράτια.
Τις φορές που πήγαινε να μιλήσει, του κλείναμε το στόμα, κοιτώντας γύρω μας με χαμόγελο, πως δεν ακούσαμε τίποτα, ενώ ταυτόχρονα κρυφά θυμώναμε που τόση αυτονομία διεκδικούν οι σκελετωμένες του σκέψεις.
Το είχαμε δει για ελκυστικό παιχνίδι. Του είχαμε δώσει κι όνομα, αν και στην πορεία το ξεχάσαμε, αφήνοντας σε συγγενείς και περιοίκους, την ανακουφιστική δουλειά της προσωποποίησης.
Παραδόξως, εκείνο ποτέ δεν μας λησμόνησε. Αν και θαμμένο τώρα προσεχτικά στις δαιδαλώδεις ρίζες μιας χαρουπιάς, από τα θραύσματά του μας στέλνει ακατάπαυστα

Εύστοχες παρατηρήσεις,
Ρυθμικές ώσεις,
Κεκαλυμμένες προειδοποιήσεις

Πως οποιοσδήποτε, αν κάποτε, υπήρξε,
Ως οποιοσδήποτε πλέον μάς Στοχοποιεί.

Με σαφήνεια, ουσία και φαντασία κάθε λέξη/τίτλος/στίχος/σειρά/διάστημα στα ποιήματα της Τιτάκη οργανώνεται ένα αλληλένδετο ενιαίο σώμα «Μιας άφατης προσωπικής μυθιστορίας» (με πολλούς αποδέκτες) όπου αποτυπώνεται η σύγχρονη πολυδαίδαλη πραγματικότητα σε όλη την έκσταση και το μεγαλείο της. Από τα πιο ολοκληρωμένα έργα της νέας τάξης πραγμάτων. Πρωτοπόρα αφήγηση, μοντέρνα φόρμα, ρυθμός με το κλασικό του παρελθόντος να περνά στις νέες εκφάνσεις τού, παρότι απρόβλεπτου εντούτοις αφομοιωμένου πλέον, μέλλοντος.

Παραθέτω απόσπασμα από το ποίημα «Τοπογραφία», από την ενότητα Ετυμολόγηση:

[ ]Η Μπάμπω μάς άφησε χρόνους, τέλειωσαν και τα καρύδια στο σακί. Λέω να φυλάξω τον Καρυοθραύστη στο κομό να κρατήσει επιτέλους κλειστό αυτό το στόμα, κι έτσι περιοδικά θα βουρτσίζω μονάχα τη στολή του. [ ]Κι έχω αυτιά μόνο για την όραση, μάτια για την ακοή, πολλές δουλειές κι άπειρες φούντες, μία ντουζίνα νάνους για το ξεχορτάριασμα του κήπου – τον έβδομο τον χάνουμε καθημερινά στις ανασκαφές, κι όμως φυλάμε χρόνια ένα πιάτο στο τραπέζι. 

Νομίζετε πως δεν έχω πού να σταθώ. Αγαπητέ, ακούστε! μεταξύ μας:

Στέκομαι πάνω στο κιονόκρανο, κι είναι γερά ριζωμένο σε πετρώδες έδαφος.
Από κάτω μουρμουρίζει η θάλασσα κι όταν βουτώ, η αλήθεια, λερώνομαι από μια λάσπη που μόνο στα βουνά ευδοκιμεί. 
Τη διατηρώ σε πλεγμένα κοφίνια και την απλώνω στις πιο απόμακρες παραλίες, βρέξει χιονίσει, για να γερνά η διαφυγή, να βρίσκουν δρόμο κι οι σκιές τις ώρες που βατεύονται τα Όνειρα.



Οι Ενενήντα εννιά σφυγμοί κι ένας κορέκτορας της Τιτάκη είναι μια διαδικασία απεγκλωβισμού μας (προφανώς μέσω της συνειδητοποίησης) με την ελπίδα να καταφέρουμε να αντιταχθούμε στα τετελεσμένα:

Μπορούμε να ζούμε και με υποθέσεις –αν εδώ ήταν ένας καναπές, θα μπορούσε να υπάρχει κι ένα τραπεζάκι, ένα πολύπτυχο βιβλίο–, περιμένοντας το μαθηματικό συμπέρασμα που συνεχώς απομακρύνεται, διότι η κολοκυθιά είναι φυτό αναρριχητικό.
Κι έτσι ας περνάει ο καιρός «Εποικοδομητικά» τα πρόσωπα να γίνονται κλαράκια με μαλλιά από την ίδια τους τη φλούδα, να παίζουν ωραία μονόπρακτα στον μικρομέγαλο χρόνο του διαλείμματος. Κι από μέσα κάποιος θα διαβάσει αργότερα όρθιος στο θρανίο
 (δεν σε ακούμε, πιο δυνατά!):

«Νανά, να, ένα Ποίημα!»

Η ποίηση ως εναλλακτική πρόταση παρουσιάζεται με συνέπεια, φαντασία, τόλμη, διορατικότητα στο βιβλίο της Αθηνάς. Τα πάντα μελετημένα: από τις αποστάσεις, τη σειρά και την έκταση των στίχων έως τα κενά, τα διαστήματα, τις σιωπές, τις παύσεις. Αυτή λοιπόν είναι η ποίηση στα λιτά και ταυτοχρόνως σύνθετα. Να διαβάζεται ως απόλαυση του μυαλού και της ψυχής.

Αν μπορώ να συνοψίσω πρόχειρα θα έλεγα ότι το βιβλίο συγκεντρώνει τις βασικές σταθερές: ποίηση δηλ. λόγος, δράση δηλ. παίζω (θέλω να παίξω), χρώμα δηλ. ζωή (το κόκκινο του Επείγοντος και το μαύρο της Διαφυγής)και σκέψη, δηλ ό,τι διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα άλλα έμβια όντα:

Αν ήταν η ζωγραφική συνθήκη, θα ζωγραφίζαμε ένα συν ένα πόδια.
Θα προσθέταμε άλλα δύο αργότερα, ίσως άλλα τέσσερα, μπορεί και έξι, αναλόγως με το αν είχαμε ή όχι μέτρο – κι άλλα πολλά.
Θα γινόταν μια τοιχογραφία ή κάτι, τέλος πάντων, χωρίς πλαίσιο.
Θα μπορούσαμε φυσικά και ν’ αφαιρέσουμε ένα ή δύο πόδια τη φορά, σταδιακά μέσα στα χρόνια –πείτε το ιδιοτροπία ή κατάσταση–, ώσπου να φτάσουμε πάλι στα τέσσερα, στα δύο, στο ένα, στο κανένα οπωσδήποτε, για να υπάρξει ανατροφοδότηση. Αν θέλετε το δοκιμάζετε, με δυο βασικές προϋποθέσεις:
Δεν βουτάμε ποτέ τις πατούσες στο χρώμα – αυτά είναι Βήματα.
Kι επίσης γνωρίζουμε πως τα σκληρά μαθηματικά είναι, εντέλει, τα απλά μαθηματικά.

Αυτό είναι η Ποίηση.

 

Κώστας Κρεμμύδας