‘Αδιάβροχες λέξεις’ της Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου * Κριτική

In Κριτική by mandragoras

 

Η διακεκριμένη σύγχρονη ποιήτρια της Κύπρου, η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου, επανεμφανίζεται στο ποιητικό στερέωμα με την 13η ποιητική της συλλογή Αδιάβροχες λέξεις, όπου εντάσσει ποιητικά τη σφραγίδα της τραγωδίας της Κύπρου με έντονες προσωπικές μνήμες εκείνου του καιρού της εισβολής, τον έρωτα, τον αισθησιασμό, τα πολεμικά και τα χαρούμενα συμβάντα αλλά και τις ανατροπές τους. Όπως στην αληθινή ζωή οι καταστάσεις είναι σύνθετες και ρευστές, έτσι διακρίνουμε και ανάλογη συνθετότητα μέσα στις ψυχοπνευματικές συλλήψεις της ποιήτριας. Η πολυγραφότατη και πολυσχιδής Ελένη Αρτεμίου έχει δώσει θαυμάσια δείγματα γραφής όχι μόνο στην ποίηση αλλά και στην πεζογραφία και όχι μόνο. Δραστηριοποιείται ταυτόχρονα και στην πολιτική ζωή του τόπου της. Άοκνη ποιήτρια λοιπόν και αγωνίστρια, η μία ιδιότητα τροφοδοτεί την άλλη με βιώματα, ιδέες, συναισθήματα. Και πόσο τα ιστορικά τραγικά γεγονότα και οι προσωπικές περιπέτειες καθορίζουν τον ευαίσθητο ψυχισμό της ποιήτριας.

Η εν λόγω ποιητική συλλογή με το πληθωρικό περιεχόμενο περιλαμβάνει 65 ποιήματα και κλείνει με σύντομες ημερολογιακές καταγραφές, που είναι κι αυτές μικρά ποιητικά διαμαντάκια. Τον τίτλο της ποιητικής συλλογής τον εντοπίζουμε στο 1ο ποίημα: σε κάθε κατακλυσμό / εκπαιδευμένος πια / διασώζω / αδιάβροχες τις λέξεις μου / Και ζευγαρώνω. Οι λέξεις της πράγματι μέσα της είναι καίουσες και άφθαρτες. Μικρό κορίτσι η ποιήτρια έζησε το πραξικόπημα του Ιουλίου του 1974, που μέσα στην ψυχή της εγκαταστάθηκε σαν οδυνηρή μνήμη: «Προσπάθησα τη λέξη πραξικόπημα / να γράψω πρόχειρα σ’ ένα χαρτί / όπως την άκουα / με εκρήξεις από φόβο / Το όμικρον σαν βόμβα έμοιαζε…/ Κοπίδι η μέρα / Κι εγώ μικρά κομμάτια αθωότητας / πεταμένα στην καρδιά του Ιούλη». Από τις μνήμες της αθωότητας, των παιχνιδιών της παιδικής ηλικίας έως τη νιότη και την ωριμότητα, το μεγάλωμα του ποιητικού υποκειμένου δεν φαίνεται να έγινε ανώδυνα αλλά απότομα να βίωσε οδύνη, με την απώλεια αγαπημένου προσώπου, του πατέρα, και σαν άλλη Εύα οραματίστηκε το μέλλον της ως γυναίκα δύσκολο απ’ την ανδρική εξουσία: « Είδα το μέλλον μου να στάζει / απ’ το μαχαίρι μιας φύσης / που ορκιζότανε με έπαρση πανάρχαια / πως θα με τυραννήσει.» Βλέπουμε εξαίσιες εικόνες που οπτικοποιούν όχι μόνο την πραγματικότητα μα κυρίως δυνατά κι εγκλωβισμένα συναισθήματα.

Με αφόρμηση – μνεία στον Ιούλιο Βερν ( Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω απ’ τη θάλασσα) η ποιήτρια κάνει ένα ταξίδι στο κέντρο της ζωής, όπου εκφράζει συναισθήματα εσωτερικών και εξωτερικών περιορισμών, απογοήτευσης, φόβου αλλ’ όμως και ορμή και αποφασιστικότητα να βρει και να ξεπεράσει «το βάθος των τραυμάτων». Με αναφορά στην ταινία «η σιωπή των αμνών» ξετυλίγει ποιητικά μια εικόνα – σκηνή της καθημερινότητας, όπου η θέα της αθωότητας των αμνών που οδηγούνται στη σφαγή γεννά στο ποιητικό υποκείμενο μια σκέψη – συναίσθημα «Πώς μπορεί να γίνει κάποιος χορτοφάγος». Στην ποιητική περιγραφή σχολικής γιορτής ο αναγνώστης διακρίνει συναισθήματα αγάπης για τους μαθητές κι ενδιαφέρον να γονιμοποιήσει τις ψυχές και τη σκέψη τους, πέρα απ’ τις τυπικές ομιλίες και τις ιστορικές αφηγήσεις που εκφωνούνται συνήθως: «Στο κεφάλι μου χρυσή βροχή τα όσα έχω ετοιμάσει / «Πώς άραγε θ’ ανέβαιναν στα ύψη τα παιδιά / σκαρφαλωμένα στις σελίδες των βιβλίων». Στην ίδια γιορτή διακρίνουμε και θλίψη για την απουσία αγαπημένου προσώπου απελθόντος: «Το τακούνι έχει βουλιάξει βάρβαρα στο στήθος». Μια φυσιολατρική παρένθεση που απαλύνει τη θλίψη αποτελεί η οπτική και οσφρητική εικόνα του γιασεμιού και της ήρεμης φύσης.

Η έμπνευση της ποιήτριας για τη γραφή μπορεί να εκπορεύεται κι από καθημερινά γεγονότα ή φαινόμενα σ’ ένα πρώτο επίπεδο, όμως πάντα η γραφίδα που υπαγορεύεται απ’ την ψυχή κατορθώνει και διεισδύει σ’ ένα άλλο, βαθύτερο επίπεδο: «Πρέπει να φτάνω κάθε μέρα στους ανθρώπους / πετώντας πάνω από πέτρες / Στο τιμόνι δεν λειτουργεί ανυψωτικός μηχανισμός / Μόνο μια πρωινή εκπομπή με αυθορμητισμό σχολιαστών / (τα τραγούδια αναδάσωση σε μια καμένη νύχτα) / Ανοίγω το παράθυρο / Ειρηνική επίθεση η μέρα…/ Μια τεράστια αφίσα σκίζει τα ιμάτιά της / Εισχωρεί μισόγυμνη στο αυτοκίνητο / Είμαι κατηγορούμενη για ύβρη / που κάποιους ξένους μου Θεούς τους έχω αγνοήσει… / γεμίζει γλάρους και Μεσόγειο το βολάν…/ Κι αν δεν αλλάζει αυτή η διαδρομή / αλλάζω συνεχώς τον δρόμο μέσα μου».

Εξαιρετικούς βρίσκω τους λόγους για τους οποίους η ποιήτρια αγαπάει την ποίηση που τους αναπτύσσει με πλαίσιο ένα ωραίο ποιητικό εύρημα – σκηνικό μιας πραγματικής ή φανταστικής συνέντευξης. Αυτό είναι ένα δυνατό ποίημα για την ποίηση, όπως και το Non omnis moriar, όπου η δημιουργός θα ευχόταν να μείνει «κάτι» από την πνευματική της βάσανο στους επερχόμενους.

Στα μισά περίπου της αναγνωστικής διαδρομής συναντούμε αρκετά ερωτικά ποιήματα που εμπεριέχουν ερωτικές συναντήσεις με σωματική και ψυχική ανάταση, δυνατό πάθος, αισθησιασμό, ανέβασμα στον έβδομο ουρανό: «όμοια / καμπάνα αναστάσεως η ένωσή τους», χωρίς να λείπουν και κάποιες σκιές, όπως η γυναίκα που βασανίζεται από την απουσία κι έχει χάσει τις ελπίδες της πως θα γυρίσει ο αγαπημένος της: «μονάχα με μια Πηνελόπη / που τη φωνάζουνε Μαρία / Δεν έχει αργαλειό / ένα μαχαίρι μόνο / Κάθε πρωί να κόβει τη ζωή της σε λωρίδες / Να ετοιμάζει μια απόδραση / Από μπαλκόνι / που δεν βλέπει πια τη θάλασσα». Σκιές και εμπόδια στην ερωτική χαρά κι ευτυχία ίσως είναι και σχόλια άλλων, που πληγώνουν. Οι άλλοι είναι οι κόλαση λοιπόν, κατά τον Ζαν Πωλ Σαρτρ. Βέβαια ο έρωτας φανερά διατρέχει αρκετές σελίδες του βιβλίου και υποδόρια αρκετές άλλες, με όλες τις εξάρσεις και τις υφέσεις του, τις αντιφάσεις του και με τις πολλές παραλλαγές του γεννώντας ιδιαίτερα συναισθήματα και τροφή για σκέψη στον αναγνώστη.

Διακρίνεται η μεγάλη αγάπη της ποιήτριας για τη θάλασσα που αναδεικνύεται σε πολλά ποιήματά της, η θάλασσα και ο πλούσιος κόσμος της, τα καράβια, τα ψάρια, η Μεσόγειος, ο ανοιχτός ορίζοντας, που πάντα λειτουργεί ως σκηνικό για έκφραση βαθύτερων συναισθημάτων: ανάλαφρη ή βαριά διάθεση, ρεμβασμό, γλυκές ή οδυνηρές μνήμες. Με υπαρξιακή αγωνία και φιλοσοφική διάθεση το ποιητικό υποκείμενο διαπλέκει στίχους ερωτικούς με σκέψεις για την ποίηση, εξομολογείται τα χόμπι της γραφής και της «αγιογραφίας», κεντάει με την ποίησή του, κοντεύει ν’ αγιάσει με τις αλλεπάλληλες σταυρώσεις της ζωής. Στο ποίημα «Αίσθηση και παραίσθηση», σε μια πυκνή σύνθεση, βλέπουμε νύξεις για την παγκοσμιοποίηση, για την κλιματική αλλαγή, για τα σύγχρονα δεινά που απειλούν να ανατινάξουν την ισορροπία και την κανονική ζωή των ανθρώπων. Επανεμφανίζεται το θέμα που καίει την ποιήτρια, ο ξεριζωμός των Ελλήνων κατοίκων της Αμμοχώστου, που τριγυρνούν σαν πρόσφυγες, ιστορία που δεν κατανοούν τα νεαρά άτομα που δεν είχαν τότε ακόμα γεννηθεί. Η Τεχνολογία και ο ορθολογισμός υποσκέλισαν τον πραγματικό έρωτα και την αγάπη, ακρωτηρίασαν τη φυσική ζωή. Σε όλη τη συλλογή υπάρχουν αρκετές αναφορές σε λογοτέχνες, ποιητές και άλλους πνευματικούς ανθρώπους, που παραπέμπουν σε σφαιρική και βαθιά συγκρότηση της δημιουργού. Συνολικά γευόμαστε μια ποικίλη Θεματολογία που αγγίζει την ψυχή του αναγνώστη, ατομικά και κοινωνικά.

Ανάλογη γεύση εισπράττουμε και από την πλούσια Γλώσσα με χρήση αποτελεσματικών λέξεων με διττό ή ποικίλο σημασιολογικό φορτίο, κυριολεκτικό και μεταφορικό που τις ντύνει με αισθητικά μέσα τις εικόνες, πραγματικές και υπερρεαλιστικές, τις δυνατές προσωποποιήσεις: «Το γήρας είναι γένους θηλυκού» «Οι πόλεις γερνούν / κι εγώ δεν ονειρεύομαι τη νιότη / Μια χαλασμένη οδοντοστοιχία στον δρόμο / αφήνει ανέγγιχτο τον πόθο / Τόσα ερείπια στο μέλλον / Κάποιος χτίζει με χαλασμένα υλικά / όμως η νύχτα έχει ακόμα σταυρωμένα τα χέρια / Η ζωή πετάει φωτόδεντρα στον ύπνο / Φοράει ασημένια μάτια και χρυσά / Χαϊδεύει το μάγουλο της λύπης / Της απλώνει την καρδιά / Τη σηκώνει / από χώμα / από πέτρα / από στάχτη / Κάποια πρωινά ο ήλιος είναι ακόμα τόπι / Κυλάει στα δωμάτια / Ανάβει τα βήματα / Καίει τα τείχη / από Ιλιάδες των θνητών / Περικυκλώνει το παλάτι με τη χαμένη ομορφιά / Κι αν δεν είναι η πόρτα του ανοικτή / στέλνει κλειδί / από πλανόδια μοίρα.

Ο πλούτος και η ποικιλία λέξεων, συναισθημάτων και ιδεών της Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου θεωρώ ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει αναγνωστική απόλαυση σε κάθε καλοπροαίρετο και ευαίσθητο αναγνώστη.

Περσεφόνη Τζίμα