Διήγημα της Ελένης Γούλα «Η πρώτη φορά»

In ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ by mandragoras

Τον κατάλαβα για πρώτη φορά ένα πρωί, καθώς αερίζαμε τα δωμάτια να μπει ο ήλιος.

Δυο μέρες είχαμε βασανιστεί με τη σκοτεινιά και τη μαυρίλα.

Η υγρασία μας περόνιαζε το κόκαλο. Στάζανε τα δέντρα, οι στέγες, ο ουρανός και ο αέρας.

Η φωτιά έγλειφε τις χιονίστρες. Δεν έφτανε να ακουμπήσει βαθύτερα στο μέσα δέρμα ούτε βέβαια στο μεδούλι. Εκείνο πάγωνε, όλο και πάγωνε. Μια ροή φοβισμένη, φοβισμένη…

Την τρίτη ημέρα, όταν ανοίξαμε τα παράθυρα, όταν ανεβήκαμε στις ταράτσες και κοιτάζαμε τον ήλιο με τα κλειστά μας βλέφαρα τον είδα

Όπως η σκόνη που κάθεται στα έπιπλα, όπως τα άλατα που μαζεύονται στις ενώσεις. Μόνο που αυτός ερχόταν από μέσα. Η φορά της κίνησης ήταν από μέσα προς τα έξω. Λες και κρυβότανε στη μουντίλα του καιρού, αλλά ο λαμπρός ήλιος ήρθε και τον ξεμπρόστιασε.

Θα σκάψω βαθύτερα, θα γυρίσω εκεί που δεν υπήρχε ακόμη λογική αφηρημένη σκέψη…

Κανονικά, το συναίσθημα μας ήτανε η χαρά. Μαζεμένοι σ΄ ένα προσηλιακό χαγιάτι – υπήρχανε πολλά τέτοια παντού τότε – τεντώναμε τα μέλη μας προς τον ήλιο. Να ρουφήξουνε ζέστη να ρουφήξουνε φως. Ξέραμε ότι δε μπορούσαμε να φτάσουμε τον ουρανό. Ακόμα κι αν ανεβαίναμε στο πιο ψηλό δέντρο, αν σκαρφαλώναμε στο πιο ψηλό βουνό. Το ξέραμε. Αυτή τη γνώση όλοι την είχαμε κατακτήσει.

Τεντώναμε τα σώματά μας, απλώναμε το μυαλό μας, ανοίγαμε την καρδιά μας. Ανοίγαμε τα χέρια μας να φτάσουμε τον ήλιο. Όμως να που εκτός από τη χαρά εκτός από τον ήλιο και κάτι άλλο ανάδευε στην καρδιά μας.

Δεν ξέραμε τι ήταν, δε μπορούσαμε να το καταλάβουμε καθαρά κι εκείνο στριμωχνότανε υπομονετικά, παραμερίζοντας για να χωρέσει ο πρόσκαιρος ήλιος. Ήτανε όμως εκεί. Στις γωνίες της ψυχής μας, δυνατός και απειλητικός. Ένας φόβος απροσδιόριστος που ερχότανε από μέσα.

Μία-μία οι εικόνες παίρνουνε θέση.

Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, σηκώνω το παιχνίδι στα μάτια, κεντράρω αδέξια, μια τεράστια λίμνη, ποτέ δεν έχω δει λίμνη, ένα άσπρο πουλί, δεν έχω ούτε τέτοιο πουλί ξανασυναντήσει «Άσε με να δω κι εγώ!!»

Ο μικρότερος, ο πιο ευγενικός, ο πιο αδύναμος; Το βιου μάστερ δεν ξανάρθε στα χέρια του όλο το μεσημέρι.

Ο ήλιος φώτιζε τον κόσμο, έδιωχνε την υγρασία αλλά οι σκιές γινόντουσαν ακόμη πιο δυνατές.

 

Ύστερα,

ο Βασίλης έγινε μπάτσος – μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι! Οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη! – και χάθηκε από όλους μας. Καθότανε τα καλοκαίρια με τη μάνα του μοναχά στη βεράντα και αγνάντευε τις καλλίγραμμες κόρες του γιατρού. Μπορεί να βαρούσε μαλακία το βράδυ, ή εκεί ανάμεσα στα σκέλια του να του σηκωνότανε. Ο ήλιος έκαιγε ανελέητα τώρα πάνω από το χαγιάτι, ο φραπές ζεσταινότανε στη γυάλινη κούπα και τα μάτια του βασιλεύανε τρελαμένα. Καθότανε στις διακοπές χωρίς να μιλάει σε κανένα μας, καθότανε και κανάκευε όλες τις βεβαιότητάς του. Το πουλί της επανάστασης, οι άτιμοι οι πούστηδες, ο μπάρμπας του ο εκμεταλλευτής, ο γαμπρός του ο άχρηστος, η αδερφή του η βλαμμένη, ο ξάδερφος που υποτάχτηκε στη γυναίκα του…

Τακτοποιεί τα κουτάκια του ήσυχα, δε θέλει παρεμβολές δεν ανέχεται αντιρρήσεις.

Πίνει μια γουλιά από τον φραπέ, διώχνει μια μύγα και χώνεται βαθύτερα στο κάθισμά του. Να τους έχει όλους σούζα. Όπως τον είχε ο πατέρας. Όπως θα έπρεπε να έχει κι αυτός τα παιδιά του… Όπως θα έπρεπε να τα είχε.

Ο Βασίλης δε μας μιλάει. Κάθεται στη βεράντα ή καβαλάει τη μπεμβέ. Παλιότερα είχε μια γιαμάχα και μαρσάριζε λυσσασμένος. Τότε ακόμα δεν είχε παντρευτεί. Δεν είχε κάνει παιδιά. Δεν είχε υποστεί τις συνέπειες… «Ό,τι παιδί και νάναι μοναχά να κατουράει όρθιο!»

*

Ούτε τον Λεωνίδα τον βλέπουμε. Εκείνος όμως βρίσκεται μέσα.

–Έφαγε πολλά, αλλά αν δείξει εξυπνάδα σε καμιά δεκαριά χρόνια θα βγει. Τον έβαλα στο τυπογραφείο της φυλακής. Αν έχει μυαλό… Ο μαλάκας… Φαντάστηκε θα πλουτίσει με τη μία! Αλλά σε ποιόνε χαρίστηκε τόσο χρήμα; του την είχανε στημένη. 400 κιλά! Ψάχνανε να βρούνε ένα βλάκα για να τον κάψουνε…

*

Ο Γιάννης άφησε τη θάλασσα και γύρισε να νοικοκυρευτεί. Του βρήκανε μια νύφη, ούτε δεκαοχτώ, παρθένα και όμορφη με προίκα – ο Αντρέας ακόμη δεν είχε φέρει την Αλλαγή και δεν είχε καταργήσει την προίκα. Αγόρασε τόπο, κοντά στη θάλασσα, θα μείνω στη στεριά, θα χτίσω μπαγκαλόους, το μέλλον της Ελλάδας είναι ο τουρισμός, μας είπε. Τίποτα άλλο.

Έφτιαξε τα μπαγκαλόους, σιγούρεψε τα λεφτά της θάλασσας και της προίκας, έβαλε την παρθένα μαζί με τη μάνα του και άρχισε να μετράει τα κέρδη. Τόσα από το μαγαζί, τόσα από τα σπίτια, τόσα από την οικονομία, τόσα από τους τόκους. Έστησε τη φάμπρικα – ό,τι και οι γονείς του, ό,τι και οι μπαρμπάδες του[ – τον είχε ξεφύγει τον κίνδυνο, τον είχε πλανέψει το φόβο ].

Όλα τα έκανε όπως έπρεπε. Πήρε την παρθενιά της Ελευθερίας ως όφειλε στο ταξίδι του μέλιτος, την πήγε από δω την πήγε από κει, ήθελε να τα δει όλα, διψασμένη να δει και να μάθει, της αγόρασε το φουστάνι και τα παπούτσια που ζήτησε, αλλά ως εκεί. Σπίτι θα ανοίγανε όχι σουλάτσο.

Γη, επιχείρηση, γυναίκα, παιδιά.

Το πρώτο παιδί ήταν κορίτσι – κάτι δεν πήγε καλά, η μάνα του γέννησε μόνο αγόρια, δεν φανταζότανε ότι θα έβγαινε από το σόι τους κορίτσι – όμως θα έκανε κι άλλα παιδιά. Τι διάολο; Θα ‘ρχότανε και τ’ αγόρι.

Γκρίνιαξε είναι αλήθεια, κι εγώ ακόμη τον είδα συννεφιασμένο και μίζερο – τι στο καλό, δε χαίρεται με την κόρη του, σκέφτηκα, πού ζει, δεν ξέρει για το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας – όμως δεν άκουγε άλλους ο Γιάννης. Τον λέγαμε κολλημένο, κρυψίνου και ξεροκέφαλο.

Αργότερα… Μέσα στο σπίτι του, δίπλα στο μαξιλάρι του, απέναντί του στο τραπέζι… ένα βουνό από ξύγκι μεγάλωνε, φούσκωνε και γινότανε όλο και πιο απαίσιο, πιο σιχαμερό. Η Ελευθερία μέρα με τη μέρα όλο και πάχαινε.

Την είχε πάρει μικρή και άμαθη για να την πλάσει. Να της δώσει το σχήμα και τη μορφή που ταίριαζε στην οικογένεια. «Κανείς στο σόι μας δεν είναι παχύς. Κανείς δεν αγαπάει το φαΐ. Όλοι ξερακιανοί, μετρημένοι και εργατικοί. Πολύ εργατικοί. Άλλο από τη δουλειά δε γνωρίζουμε. Έτσι έπρεπε να γίνει κι αυτή». Όμως η Ελευθερία δεν εξελισσότανε κατά το σχέδιο του Γιάννη. Πρώτα γέννησε κορίτσι και μετά πάχαινε, όλο και πάχαινε…

Το δεύτερο παιδί τους ήρθε χειμώνα. Ένα πολύ κρύο βράδυ και ενώ πλησιάζανε τα Χριστούγεννα. Κουκουλωμένος με το παλτό του μαζί με τη μάνα της Ελευθερίας περίμενε στο διάδρομο του νοσοκομείου. Ίδρωνε μέσα από το παλτό και ο ιδρώτας πάγωνε αμέσως. Ακόμη και η καρδιά του είχε παγώσει.

–Συγχαρητήρια! Ένα υγιέστατο κοριτσάκι!

Δεν έκατσε να το δει. Δε μπήκε ούτε στο θάλαμο να χαιρετήσει τη γυναίκα του. Παράτησε σύξυλη την πεθερά του και βγήκε στην παγωμένη νύχτα. Ο αέρας τον χτύπησε στο πρόσωπο, περόνιασε το κορμί του αλλά τώρα δεν πάγωσε. Μια φλέβα που κοιμότανε σα να πήρε μπροστά, σα να άρχισε να δουλεύει. ανάποδα όμως. Όπως δεν είχε ως τώρα δουλέψει.

Πήρε ταξί – τι σημασία είχε, όσα χιλιόμετρα κι αν είναι ακόμη και εκατό, μόνο να φύγει.

Έφτασε στο σπίτι το πατρικό, απάνω κατοικία από κάτω το μαγαζί – το παιδί κοιμισμένο και η μάνα του χωμένη στην αποθήκη. Πόσα γάλατα, πόσα κουτιά σαρδέλες, πόσα κομμάτια βακαλάος… Η σιδερένια σκάλα τραντάχτηκε ολόκληρη από το βάρος του,  κι εκείνη σήκωσε το σκυμμένο κορμί της.

–Κορίτσι…είπε μόνο και ύστερα σώπασε. Τα χέρια του κρεμάσανε στο πλάι και τα μάτια του παγώσανε. Ήθελε να μιλήσει, ήρθε με το ταξί γιατί ήθελε να μιλήσει. Ένα φούσκωμα στο στήθος του δυνατό. Ένα παράπονο που του μάγκωνε την ανάσα.

Όχι, μη μάνα, όχι κι εσύ, δε μπορεί να φταίω εγώ, μου διαλέξατε τη νύφη, παράτησα τα καράβια, μένω κοντά σας, κράτησα το μαγαζί… μην τα βάζεις μαζί μου

Ήθελα ένα αγόρι, να μείνει το όνομά μου, πού έσφαλα; Όλοι το ίδιο δε θέλουμε; Όλοι οι άντρες στο σόι μας έχουνε αγόρια…

Στάθηκε όμως αμίλητος – πώς να αντιμιλήσει στη μάνα του, πώς να αμφισβητήσει την κρίση της, εκείνη ήξερε καλύτερα και μόνο εκείνη τον αγαπούσε πραγματικά και ήθελε το καλό του. Πήρε λοιπόν μαζί της να μετράει τα στοιβαγμένα αγαθά τους στα ράφια. Εκείνα δεν είχανε ψυχή, δε φέρνανε αντιρρήσεις. Στέκανε όπου τα ακουμπούσε και περιμένανε υπομονετικά το δικό του το χέρι να τα δώσει σε αυτόν που πρόσφερε την τιμή τους.

Μιάμιση δραχμή. Δυο δραχμές, τρεις, τέσσερις… Όλα είχανε μια τιμή. Όλα τα αγαθά. Οι άνθρωποι όμως;

Απ’ όλους μας μοναχά ο Γρηγόρης έγινε πλούσιος.

Οι υπόλοιποι μείναμε μέσα στο μπούγιο. Ακόμα κι ο Σταύρος, ο πιο έξυπνος, ο πιο προικισμένος.

Σε κείνον πρώτα απ’ όλους, κι από τον εαυτό μου, κατάλαβα τον ανελέητο φόβο.  Σε κείνον τον είδα να φανερώνεται πρώτα. Τώρα το ξέρω πως υπήρχε όλα τα χρόνια και μεγάλωνε στη σκιά σε όλους μας. Όμως με τον Σταύρο για πρώτη φορά έγινε γεγονός.

Ήτανε καλοκαίρι. Ο ήλιος έκαιγε παντού τον κόσμο. Πύρωνε τις πέτρες και τα τσιμέντα. Ακόμη και τα δέντρα μοιάζανε στεγνωμένα, σα να τους είχε ο ήλιος ρουφήξει όλους τους χυμούς, ως το μέσα μεδούλι, εκεί που μένει πράσινο και ζωντανό ένα μικρό ελάχιστο νεύρο και θρέφει απ΄ τη ρίζα μέχρι την άκρη. Το πιο μακρινό και ψηλό φύλλο. Εκείνο που κουνιέται περήφανο ψηλά στους καθαρούς  αέρηδες. Ούτε αέρας ούτε πνοή. Εκείνες τις ημέρες δεν κουνιότανε φύλλο.

Μόνο αργά – ή μήπως νωρίς; – καμιά ώρα προτού ξημερώσει και πάλι, από κάπου ερχότανε μια ανάσα. κατέβαινε θαρρείς από το βουνό μια νεράιδα και έσμιγε με το δροσερό κόσμο του νερού. Εκεί στο σμίξιμο φυσούσανε τα αόρατα κορμιά τους και δρόσιζε για λίγο ο κόσμος μας. Ένας κόσμος ακίνητος αποχαυνωμένος.

Μέναμε ωστόσο οι περισσότεροι ακόμη και οι γέροντες με τα μπαστούνια και τις μασέλες – ως αργά στην παραλία. Ελπίζοντας να δροσίσει, περιμένοντας τον οίκτο των θεών.

Εκεί στην παραλία στ’ αλήθεια τον είδα τον Σταύρο πρώτα από μακριά. Καθότανε σε ένα σπαστό καρεκλάκι ακίνητος, με το σώμα ολόκληρο στραμμένο στη θάλασσα. Τα μαλλιά του σχεδόν άσπρα, το κορμί του σκυφτό και το βλέμμα του, όταν πλησίασα, νεκρό.

–Σταύρο;

Μου έδωσε το δεξί – η γυναίκα μου η Μαρία, την ξέρεις, και η κόρη μου η Ελένη, το όνομα της μάνας μου – ενώ με το αριστερό, στηριζότανε πάνω στο μαύρο μπαστούνι του.

Δεν ήταν το μαύρο μπαστούνι δεν ήταν οι υπέρβαρες γυναίκες τριγύρω. Ούτε τα άσπρα μαλλιά ήτανε νομίζω του Σταύρου. Στα μάτια του μέσα αυτά που τα κρατούσε προσηλωμένα στο βάθος του ορίζοντα, εκεί που μπορείς αν προσπαθήσεις πολύ να διακρίνεις το γεμάτο κενό, στα μάτια του υπήρχε αυτό που με τρόμαξε. Δεν έβλεπε φίλους, δεν έβλεπε ορίζοντα. Το φόβο του τον ατέλειωτο, το φόβο.

Εκείνο περίπου τον καιρό έπαψε ο Γιάννης να έρχεται στην ταράτσα –μια ταράτσα καφενείο με λίγο τσίπουρο και μπύρα. Χώθηκε ως το λαιμό στα αγαθά του, βυθίστηκε στις έγνοιες τους τις μαυλιστικές.

Και ο  Αντρέας σαν επιδημία διέλυε τα πάντα. Παντού φωτιές στην Ελλάδα. Μαζί με τα ξερά καιγόντουσαν και τα χλωρά. Οι τοίχοι και οι μάντρες όλα σμπαράλια. Ο παλιός κόσμος χανότανε και η φαυλοκρατία ορμούσε ακάθεκτη. Όπως το ορμητικό νερό της καταιγίδας πίεζε τα αναχώματα, τους φραγμούς και τα φράγματα. Έσπρωχνε τα έργα της λογικής και του συνετού ώριμου πνεύματος. Να τα γκρεμίσουμε όλα. να τα αλλάξουμε όλα.

Η ταράτσα πουλήθηκε σε γερμανούς – τουλάχιστον οι Γερμανοί δεν τα γκρεμίζουνε τα παλιά σπίτια, δεν χτίζουνε όπως εμείς ψηλότερα και όλο ψηλότερα για να μη μας κρύβει κανείς τη θέα, ούτε αλλάζουνε τα ξύλινα κουφώματα με αλουμίνια – εγώ μπήκα στο δημόσιο, ο Δημήτρης επέκτεινε το δικηγορικό του γραφείο – οι πελάτες του κυρίως ναρκομανείς ή εγκληματίες – και ο Γρηγόρης άφησε την τράπεζα κι έφτιαξε δική του επιχείρηση.

«Είναι αλήτες του κερατά. Όλοι στην κυβέρνηση τα παίρνουνε χοντρά. Μόνο τα λαμόγια επιβιώνουνε. Έχω αποδείξεις: Πήρα την παραγγελία από το υπουργείο για τα τηλέφωνα με χαρτιά και παραστατικά, έφτιαξα δική μου πατέντα για το προϊόν που θέλανε, χρειάστηκα μηχανήματα και τεχνογνωσία, χρεώθηκα γι αυτό και όταν τα ετοίμασα όλα, άλλαξε ο υπουργός, ανασχηματισμός γαρ, και ο νέος υπεύθυνος πήρε από αλλού τα τηλέφωνα. Έμεινα με την παραγγελία αμανάτι. Δεν έχουνε λόγο. Δεν έχουνε μπέσα. Δε λειτουργεί τίποτα. μόνο την κονόμα. Μόνο αυτό σκέφτονται όσοι μπαίνουνε στην πολιτική. Είναι χειρότεροι από δοσίλογους! Να μου το θυμηθείτε! Θα πάει φούντο η χώρα!»

Μια χώρα γλεντάει με δανεικά

Εκατομμύρια φτωχοί διαβόλοι  διδάσκονται την κατανάλωση

Δάνεια, κάρτες και φούσκες στο χρηματιστήριο

Μια κολασμένη σπατάλη απλώνεται βουλιμικά

Κι ο φόβος γίνεται αόριστος  σκορπισμένος παντού

Η Ελευθερία, η γυναίκα του Γιάννη, με πήρε τηλέφωνο στη δουλειά και ζήτησε να με συναντήσει. Δώσαμε ραντεβού σε μια σκοτεινή καφετέρια στο κέντρο της Αθήνας.

–…Εκεί μέσα στο νοσοκομείο άνοιξε πρώτη φορά το παραθυράκι. Μια χαραμάδα φως. τόσο μόνο πέρασε, μπόρεσα όμως να διακρίνω το λίγο που είχα ανάγκη για να ζήσω. Να μη δώσω μια και πέσω στη θάλασσα. Και αφήσω πίσω τα δυο μου κορίτσια απροστάτευτα. Εκεί λοιπόν κατάλαβα ότι μπορώ και μόνη μου. Ότι δεν είμαι άχρηστη, ότι δε φταίω εγώ για τα κορίτσια που γέννησα – υπεύθυνος για το φύλο είναι ο άντρας, το είχα μάθει στη βιολογία. Το πρόβλημα δεν το είχα εγώ αλλά ο Γιάννης! Ξέρεις πόσο δύσκολο ήτανε να το παραδεχτώ αυτό; ξέρεις πόσο με βασάνισε για να το πιστέψω;

Είχε έρθει να μου μιλήσει για τον εαυτό της, η Ελευθερία, που μπήκε στο νοσοκομείο να βγάλει μια πέτρα απ’ το νεφρό και της το βγάλανε ολόκληρο χαλασμένο. Αυτή η επέμβαση την είχε κινητοποιήσει, την είχε κάνει να χάσει κιλά και να κοιτάξει τον εαυτό της. Είχε ψάξει το τηλέφωνό μου για να μου μιλήσει «Δε θέλω να βρω γκόμενο, δε θέλω να χωρίσω, δε θέλω να χάσω και το άλλο νεφρό μου, δε θέλω να πεθάνω πριν μεγαλώσουν οι κόρες μου. Ο Γιάννης πρέπει να καταλάβει, αλλιώς να το ξέρετε ότι θα είναι υπεύθυνος για όλες τις εξελίξεις».

Να καταλάβει τι;

Ένα κατεβατό αιτήματα, μια ορμητική τυμπανοκρουσία ζωής ζητάει τα δίκια της, που οι αιώνες της είχαν στερήσει

Το ίδιο καλοκαίρι, πήγα νωρίτερα από όλους στη μεγάλη καφετέρια που έβλεπε τη θάλασσα – εκεί δίναμε πια τα ραντεβού μας – και ζήτησα να συναντήσω τον Γιάννη. Έπρεπε να του μιλήσω. Όχι για τη γυναίκα του – ποιος μπορεί να κάνει τέτοια συζήτηση χωρίς παρεξήγηση; – αλλά για το φόβο. Αυτό το φόβο που ένιωθα μέσα μου ακατάπαυστα σχεδόν και ήμουνα σίγουρος ότι τον είχε κι εκείνος κάπου καταχωνιάσει. Ήθελα να του πω ότι ο φόβος – για τον καθένα μας και διαφορετικός φόβος – μπορεί να μας αρρωστήσει πριν από την ώρα μας, να μας κρατήσει καθηλωμένους σε μια αναξιοπρεπή θέση, να μας εμποδίσει από το να κυνηγήσουμε τα όνειρά μας, να μας απομονώσει από φίλους και συναδέλφους. Ήθελα να του πω για κείνο το χειμωνιάτικο πρωινό με το βιου μάστερ του, πόσο πολύ με καθόρισε  φόβος μου να τα βάλω με τους άλλους, τους δυνατούς της παρέας, και πόσο ακόμη με βασανίζει η ατολμία μου απέναντι στους συναδέλφους. Θα του έλεγα ακόμη πόσο παλεύω με όλες αυτές τις αδυναμίες, ότι κάθε φορά σκύβω από πάνω από τους φόβους μου και τους δίνω ονόματα, τους ξεσκεπάζω, τους βγάζω στο φως και τότε εκείνοι διαλύονται από μπροστά μου και τρίβονται όπως τα ξερά φύλλα το καλοκαίρι. Μπορούσα ακόμη να του μιλήσω και για τους άλλους της παρέας – όλα τα χρόνια εγώ τους παρακολουθούσα, οι ώρες μου περνούσανε αργά στο γραφείο της υπηρεσίας μπορούσα αν ήθελα ακόμη και να ονειρευτώ. Θα ανέλυα λοιπόν τους φόβους του Δημήτρη, του Λεωνίδα, του Γρηγόρη και του Βασίλη και έτσι θα έφτανα σιγά-σιγά και στα δικά του τα χωράφια. Ίσως εκεί να τον έπιανα ίσως να κατάφερνα να τον κάνω να μου μιλήσει και να του πω αυτό που η Ελευθερία είχε αποφασίσει με την σκληρή καθαρότητα του γυναικείου μυαλού.

Τέτοια ήθελα να του πω και περίμενα να έρθει πάνω στη μεγάλη καφετέρια όπου ήδη είχα φτάσει πρώτος και έπινα μια μπύρα. Όμως ο Γιάννης δεν ήρθε. Τελείωσα την πρώτη μπύρα, παράγγειλα δεύτερη, την ήπια κι αυτή αλλά ο παλιός μου φίλος δεν ήρθε.

Την άλλη μέρα κίνησα και πήγα στο σπίτι του. Τον έψαξα στο μαγαζί και μετά πίσω στην αποθήκη που ήτανε τίγκα στα κουτιά και τις κονσέρβες. Σκυφτός, αδύνατος με ένα παντελόνι παλιό. Μου φάνηκε γερασμένος.

Δεν τον ρώτησα γιατί δεν ήρθε στην καφετέρια, ούτε του έκανα το κήρυγμα που είχα σχεδιάσει. Τον αγκάλιασα μόνο και όταν ένιωσα τα παΐδια του στα δάχτυλά μου, ένας φόβος χειροπιαστός αυτή τη φορά με κατέλαβε. Ήταν πολύ αδύνατος! Έπρεπε να πάει σε γιατρό. Δεν του είπα όμως ούτε γι αυτό. Ο φόβος όσο κι αν τον πάλευα ήταν πιο δυνατός.

–Σε πεθυμήσαμε ρε παλιόφιλε…

Ένας μεσόκοπος άντρας ολομόναχος, τριγυρισμένος από κονσέρβες! Κάτι κόπηκε μέσα μου εκεί στη σκοτεινή αποθήκη και ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου. Η Ελευθερία τον αγαπούσε – αλλιώς δε θα ερχότανε σε μένα – αλλά δεν είχε τον τρόπο να τον πλησιάσει. Αλλά μήπως εγώ είχα; Χτύπησα την πλάτη του Γιάννη και έφυγα σαν τον κλέφτη. Δειλός, φοβισμένος, χωρίς τα κότσια να κάνω κάτι.

Μου φάνηκε ότι ο φίλος μου είχε κάτι θολό στο βλέμμα καθώς έφευγα. Ότι τα μάτια του δεν ήταν καθαρά και η όρασή του είχε ελαττωθεί. Τώρα που το σκέφτομαι βέβαια λέω αυτό δε γίνεται, εγώ είχα θολώσει και δεν έβλεπα καθαρά. Ξαναπήγα στην καφετέρια και ήπια δυο ολόκληρα καραφάκια ούζο. Το βράδυ έκανα εμετό και έβλεπα εφιάλτες. Πλοία σκοτεινά, γυναίκες γοργόνες και σειρήνες με μυτερά δόντια.

Σκεφτόμουνα συνέχεια εκείνο το καλοκαίρι ότι κάτι πρέπει να κάνουμε για τον Γιάννη. Δεν είχε άλλους να τον φροντίσουνε. Η μάνα του είχε πεθάνει, παρέες δεν έκανε καινούριες και η γυναίκα του… Τουλάχιστον να πάει σε κανένα γιατρό. Το σκεφτόμουνα συνέχεια αλλά δεν κατάφερα να κάνω τίποτα. Όλο το άφηνα, όλο το ανέβαλα, όλο δε μου έβγαινε. Ακόμη και μια μέρα πριν φύγω, όταν πια δεν υπήρχε άλλο περιθώριο και πότισα το μυαλό μου άσπρο κρασί να χαλαρώσει και να κάνει το σωστό, το μόνο που κατάφερα ήτανε να σκαρώσω ένα μικρό ποίημα που όμως και αυτό δεν τολμώ τώρα να το εκθέσω στα μάτια κανενός.

Έτσι τελείωσαν οι διακοπές, πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε το φθινόπωρο και αμέσως μετά ο χειμώνας. Κλειστήκαμε στα διαμερίσματα της πόλης, εγώ χώθηκα στα βιβλία μου – ένας καινούριος τομέας είχε ανοίξει εφέτος, ένα κεφάλαιο άγνωστο και πολύ απαιτητικό, μου απορρόφησε τις ώρες και όλη την ενέργεια.  Κάπου –κάπου σαν μια εκκρεμότητα ενοχλητική περνούσε στο συνειδητό η υποχρέωσή μου απέναντι στον Γιάννη, μια-δυο φορές τον είδα και στον ύπνο μου σκελετωμένο, καμπούρη με άσπρα μαλλιά, όμως δεν έκανα τίποτα, δεν φρόντισα να ενεργήσω με κάποιο τρόπο.

Όταν χτύπησε τελικά το τηλέφωνο με τα νέα του, είχε έρθει η άνοιξη. Από το παράθυρο του γραφείου έβλεπα μια ανθισμένη κουτσουπιά, και στο δρόμο για τη θάλασσα είδα κι άλλες πολλές.

Αργότερα, καθισμένος στη μεγάλη καφετέρια πάνω από το γενέθλιο κόλπο, μύρισα και όλες τις μυρωδιές. …

Τις ξέραμε αυτές τις μυρωδιές. Μαζί τους είχαμε όλοι μεγαλώσει. Γνωρίζαμε από ποιο κλαρί, από ποιο λουλούδι, από ποιο έντομο έρχεται η οσμή και ο ήχος. Το φύλλο που κουνιέται στο αεράκι ανάλαφρα, ο θάμνος που παρασύρει το χώμα στην ανάσα του… Όλα αυτά και άλλα περισσότερα ήταν περιουσία μας. Μόνο που τώρα είχαμε μάθει κι άλλα. Τα σκιουράκια, τις μεγάλες λίμνες, τα ψηλά χιονισμένα βουνά… Τα είχαμε επισκεφθεί στο φυσικό τους περιβάλλον, τα είχαμε μελετήσει στα ντοκυμαντέρ, τα είχαμε θαυμάσει στο μεγάλο διαδίκτυο. Ακόμη είχαμε επεξεργαστεί και τα συναισθήματά μας. Ειδικοί επιστήμονες με μεταπτυχιακά, στατιστικά και ερευνητικά δεδομένα τα είχανε αναλύσει για μας. Θεωρούμασταν, σ’ αυτή την περίοδο τουλάχιστον, εμείς οι Έλληνες επαρχιώτες, άνθρωποι του κόσμου, πολίτες της Ευρώπης, υποκείμενοι στις νευρώσεις δυτικού τύπου…

Κ όμως εδώ πάνω από τη θάλασσα είμαι πάλι ένα μικρό αγόρι που οι άλλοι, οι πιο δυνατοί του κανονίζουνε τη ζωή. Θέλω να δω τα μεγάλα λιβάδια, να τρέξω στις ακρογιαλιές και να αγκαλιάσω τις όμορφες του  κόσμου. Τα πόδια μου όμως μένουνε κολλημένα στα πλακάκια της καφετέριας και το κορμί μου διπλωμένο στην πολυθρόνα. Θέλω να αδειάσω το μυαλό μου από τη μαυρίλα, θέλω ο αέρας και να τις πάρει όλες τις βαριές εικόνες. Όμως δε γίνεται. Τι κι αν το ανοιξιάτικο αεράκι φέρνει τις μυρωδιές της φύσης που κάνουνε γλέντι. Τι κι αν η θάλασσα – ο καταγάλανος γενέθλιος κόλπος – απλώνεται ήρεμος από κάτω μας.

–Από ένα κόλπο γεννιόμαστε όλοι ακούω το Δημήτρη να λέει κάποια στιγμή  αφήνοντας το κονιάκ που κρατούσε στο χέρι. Κι εκεί θέλουμε να ξαναχωθούμε…

Γυρίζω το κεφάλι και τον κοιτάω παραξενεμένος. Τέτοιες ατάκες τις έλεγα συνήθως εγώ. Μένει το βλέμμα του λίγο πάνω στο δικό μου και ύστερα γυρίζει πάλι προς τη θάλασσα.

–Ο φίλος μας ο Γιάννης δε συμφιλιώθηκε μ’ αυτή την αλήθεια, είπε αργά. Σταμάτησε πάλι και χωρίς να γυρίσει καθόλου προς το μέρος μας, συμπλήρωσε κάπως πιο σιγά. Ίσως να του ήταν πολύ δύσκολο … ίσως να μην το ήθελε κιόλας.

Είχε πάει και σ’ αυτόν η Ελευθερία! Είχε πάει σε όλους. Και, κανείς μας δεν είχε τολμήσει να κάνει τίποτα. Κανείς μας δεν είχε τολμήσει να πει μια κουβέντα στους άλλους γι αυτό.

–Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τη ζωή του. Αν θα ζήσει ή… αν θα πεθάνει… Κανείς δε μπορεί να σώσει κανέναν!..

Κάτσαμε κι άλλο στην καφετέρια. Δεν είχαμε πού να πάμε. Όπου και να πηγαίναμε ο Γιάννης δε θα ερχότανε να μας βρει. Πρώτος απ’ όλους μας την είχε «κάνει».