Δήμος Χλωπτσιούδης | Η αστική απεικόνιση μέσα από την ποίηση της Μαρίας Τρανού

In Κριτικές, Λογοτεχνία by mandragoras


Κριτική

Δήμος Χλωπτσιούδης | Η αστική απεικόνιση μέσα από την ποίηση της Μαρίας Τρανού

Αν και η τηλεόραση (ήδη από τη δεκαετία του ’70) και το διαδίκτυο (από τις αρχές της χιλιετίας) ενοχοποιήθηκαν για την απομόνωση των ανθρώπων, στην ποίηση ως χαρακτηριστικά της σύγχρονης αποξένωσης δεν εμφανίστηκαν παρά ως μεμονωμένα ποιητικά επεισόδια. Μολονότι, λοιπόν, έχουμε από νωρίς σχετικά συνθέσεις για το διαδίκτυο (ακόμα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν υπήρχαν, πλην των ιστολογίων/blogs), τούτες διατηρούσαν -και διατηρούν- έναν επικαιρικό χαρακτήρα, καθώς δεν αγγίζουν το πρόβλημα συνολικά με μία διαχρονικότητα που ξεπερνά το εκτινασσόμενο παρόν. Έτσι, η ποιητική συλλογή της Μαρίας Τρανού «η εργασία αυτή είναι δυνατή χωρίς σύνδεση» (Μανδραγόρας, 2008), πρόσθεσε στην ελληνική λογοτεχνία μία νέα πτυχή της απομονωμένης ζωής στα χρόνια της κρίσης.
Ένα αίσθημα μοναξιάς διαποτίζει συνολικά τη στιχουργική της Τρανού. Είναι η αστική μοναχικότητα που αποκαλύπτεται από συνθέσεις κλειστών χώρων, απομονωμένων ανθρώπων μέσα στον αλλοτριωμένο αστικό χώρο (εκδρομή, χωρίς διακοσμητή, άλλοι τόποι, ευθυβολία, ευγενικά έντομα σου παραστέκονται, επίσκεψη γονέων, σε 1 λεπτό, το επόμενο θρίλερ, κάθε μέρα). Τηλεόραση, διαδίκτυο και υπολογιστές με βιντεοπαιχνίδια ορίζουν τα σύνορα του νέου σύγχρονου αστικού χώρου και της αποξένωσης που αποκλείει κάθε ουσιαστικά επικοινωνία. Κατοικίδια και λίγο πράσινο επιστρατεύονται για να καλλιεργήσουν την αυταπάτη μίας ζωής πιο κοντά στη φύση.
Στη συλλογή είναι εμφανής η ανάγκη του ποιητή του άστεως για επαφή με τη φύση• σε μία άλλη προσέγγιση στην ποιητική της Τρανού αποτυπώνεται το “πολιτισμικό τραύμα” -κατά Jeffrey Alexander- των νεώτερων γενιών από την απουσία της “επικοινωνίας” με το φυσικό περιβάλλον (η αδελφή σου, πριν από την αποχώρηση, φωτιστής, χωρίς διακοσμητή, χωρίς χειμώνα είναι περίεργο, ξαφνική διακοπή). Το πράσινο ενσωματώνεται σας μία ψυχική έλλειψη, σαν ένα αξιοθέατο ή ένα αγαθό πίσω από “βιτρίνα”.
Στην πραγματικότητα η ποιήτρια αποτυπώνει το στείρο αστικό τοπίο που διανθίζεται κάπου κάπου με κάποιο δέντρο. Ωστόσο, η εικαστική της αποκαλύπτεται στο καναβάτσο με αργό ρυθμό εξαρτημένο απόλυτο από την αφηγηματική ροή. Σκουπίδια, αδιαφορία για τον διπλανό, χώροι και οικήματα με αυτοκίνητα, εμπλουτίζουν το κάδρο της Τρανού (καλοκαίρι, καθαριότητα, οι Δαναΐδες, ΕΒΓΑ, περπάτημα στην πόλη, τέλος Διογένη) πλάι στα πρώτα δείγματα κοινωνικής αδιαφορίας για τον αδύναμο ή τον εξ ανάγκης επαίτη και τους μετανάστες. Οι άνθρωποι σκοτώνονται ρακένδυτοι ή σε φρεσκοβαμμένα/καθαρά αυτοκίνητα κάτω από υπερμεγέθεις διαφημιστικές πινακίδες, τραυματίζοντας θανάσιμα το καταναλωτικό όνειρο.
Η προφορικότητα της εκφραστικής της διαχέει μία ανεπιτήδευτη -φαινομενικά- απλότητα. Οι πλήρεις προτάσεις ισορροπούν με το διασπασμένο στίχο ορίζοντας έναν εσωτερικό ρυθμό που θεμελιώνεται στα επιμέρους συντακτικά σύνολα. Η αφηγηματική ροή κινείται με φυσικότητα αποκαλύπτοντας τις πτυχές του συλλογικού κι ατομικού βίου που κάνουν την ποιήτρια να αγωνιά για το μέλλον της κοινωνίας. Η δημιουργός ασφυκτιά στο άστυ. Την πληγώνει ο απομονωτισμός των κατοίκων και βλέπει τη φύση σαν εξωτικό στοιχείο.
Η συλλογή κινείται μεταξύ κοινωνικής και “ιδιωτικής” ποίησης. Χαρακτηριστικό είναι η ποιήτρια αποφεύγει τη χρήση του α΄ πληθυντικού γραμματικού προσώπου, ενισχύοντας την ατομική προσέγγιση σε αντιδιαστολή προς τη χρήση ενός ποιητικού υποκειμένου με συλλογική διάσταση. Εντούτοις, η δραματική αποτύπωση του προβλήματος στην ποιητική της κατέχει έναν υπερατομικό χαρακτήρα ο οποίος εξάγεται από τις σωρευμένες ατομικές εμπειρίες.
Με έναν υβριδισμό μεταξύ συλλογικού κι ατομικού βρίσκεται στον αντίποδα του “ιδιωτικού οράματος” εκφράζοντας μία διάθεση αποκάρδιωσης για την ακοινωνησία των σύγχρονων ανθρώπων που κλειδώνονται στα προσωπικά τους απομονωτήρια. Μία οσμή, παράλληλα, λεπτής ειρωνείας αναδύεται από τα επιμύθια, συνδεδεμένη με μία αίσθηση πικρής απογοήτευσης για την αστική ζωή -κι όχι μόνο. Ενώ η τεχνολογική ανάπτυξη έχει μπει σχεδόν σε κάθε σπίτι και η ηλεκτρονική πρόοδος είναι ραγδαία, οι άνθρωποι απομονώνονται όλο και περισσότερο, η πόλη γίνεται όλο και πιο εχθρική προς τη φύση του ανθρώπου.
Μετά την “κλειστοφοβική” ποίηση της γενιάς του ’80, οι νεώτεροι ποιητές αποτυπώνουν τα προβλήματα που γέννησε το “ιδιωτικό όραμα” των προηγούμενων γενεών και έθεσαν τα θεμέλια μία συλλογικής οπτικής προς την κοινωνία μακριά από τις πολιτικές ρητορείες. Η Τρανού μετά το όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας -που όρισε η διεξαγωγή της Ολυμπιάδας- αποτυπώνει τα πρώτα δείγματα αυτού που ονομάσαμε “ποίηση της αγανάκτησης”. Και έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι ήδη ποιητές της νεώτερης γενιάς έβλεπαν με άλγος συμπτώματα αυτού που αργότερα αντιμετωπίστηκε στο πολλαπλάσιο μέσα στην κρίση.

Δήμος Χλωπτσιούδης

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία