Αρχοντούλα Διαβάτη, Το αλογάκι της Παναγίας, Νησίδες, 2012, σελ. 170
Είναι ιδιαίτερα τα κείμενα της κ. Διαβάτη. Μοιάζουν μαρτυρίες, καταγραφές ημερολογίου, ωστόσο τα ονόματα, τα πρόσωπα, τα γεγονότα δε μας βεβαιώνονται με παραπομπές και διαπιστώσεις. Θα θέλαμε να είναι ιστορικά δεδομένα όλα αυτά. Μια τέτοια γεύση αφήνουν. Αν είναι όμως ανακατωμένα με μυθοπλασία πρέπει ο αναγνώστης να το μάθει.
Ξεκινάει η παράθεση με «Τα γράμματα του Άγγελου», που παρουσιάζονται έτσι: « Εμείς τι; Δεν είμαστε και το Ματαρόα. Κάτι, κάποιοι ήμασταν ωστόσο. τόσα παιδιά. Ωραία παιδιά. Ο Ανταίος, η Μαρία, ο Σάββας, εσύ Άγγελε.
Όπως κάποια παρέα Ρηγάδες έχουν ταυτίσει εδώ πάνω το Πολυτεχνείο με τη μνήμη του Θωμά Βασιλειάδη, του ανάβουν τη μνήμη κάθε 17 Νοέμβρη, έτσι κι εμείς. Μετωνυμικά, η Γενεύη, το βίωμά της, είσαι εσύ, Άγγελε.
Απόλυτος, σαρκαστικός, χωρίς ίχνος γεροντίστικης ευγένειας κοιτάς τη ζωή μας, τη ζωή μου, από τα σύννεφά σου» σελ. 15.
Συνεχίζει με το «Ματαρόα» σελ. 57, – το πλοίο που πήρε τους υπότροφους φοιτητές της μεταπολεμικής Ελλάδας για την Ευρώπη – μόνο που εδώ γίνεται λόγος για μια ομάδα Ελλήνων φοιτητών που αποβιβάστηκαν στη Γενεύη για ένα κύκλο μαθημάτων εν μέσω Χούντας. Το γεγονός αυτό αποτελεί αφετηρία και γύρω του περιστρέφονται πολλές μαρτυρίες/ αφηγήσεις της πρώτης ενότητας. Ωστόσο το βιβλίο περιλαμβάνει κι άλλες πλήθος μικρές αφηγήσεις με την ίδια γλώσσα και την περιληπτική έκθεση. Επιλέγω «Το αλογάκι της Παναγίας», που έδωσε και τον τίτλο του βιβλίου: «Έβλεπε συχνά στην πολυκατοικία τους το λιγνό αγόρι – πέδιλα μεγαλύτερο νούμερο απ’ ό,τι του αναλογούν και πλαστικά γυαλιά ηλίου πιο μεγάλα απ’ το μπόι του – αγορασμένα στο πανηγύρι. Κι αυτηνής όλο μεγαλύτερα νούμερα της τα ‘ παιρναν – μουσαμαδιές, φουστάνια, παπούτσια – για να κρατήσουν και την επόμενη χρονιά. το «αλογάκι της Παναγίας», έτσι το βάφτισε μέσα της το λιγνό παιδί – το καπέλο φορεμένο στραβά, το γείσο πίσω, να κρατάει το χέρι του πατέρα, μαυριδερού και κουρασμένου, ή να χτυπιέται σαν το ψάρι, σπαράζοντας στο κλάμα σε κάθε αποχωρισμό τους.
Κι η ίδια λεπτή σαν ακρίδα ήταν ένα πρόσωπο όλο μάτια με σκούρα ματόκλαδα. Κι ονειρευόταν κρατημένη απ΄ το χέρι του πατέρα.» σελ 89
Ελένη Γούλα